22/10/07

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΗ ASSUNTA

Ο Χριστιανισμός, μέσα από τις γνωστές διαδικασίες που οδήγησαν στην παρακμή και το τέλος του αρχαίου κόσμου, απόμεινε τελικά η μοναδική θρησκεία της Ευρώπης.
Για να επικρατήσει όμως στα πλατιά λαϊκά στρώματα, μεταλλάχθηκε υιοθετώντας βασικά μυθολογικά θέματα του Ελληνικού Πολιτισμού. Κύριο τέτοιο θέμα είναι η γέννηση του Θεανθρώπου, που είναι γιός Θεού και θνητής γυναίκας.
Η θνητή αυτή γυναίκα, η Θεοτόκος Παναγία της τότε νέας θρησκείας, ενσαρκώνει το αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας - Λευκής Θεάς και με αυτή τη μορφή λατρεύεται στον χριστιανικό κόσμο. Στις φιλολογικές αναφορές και στις απεικονίσεις της στην ζωγραφική, τονίζεται η μητρική της φύση, ο πόνος και η αγάπη της σαν μάνα και ο μεσολαβητικός της ρόλος προς τον Θεάνθρωπο.

Με δεδομένη την παραπάνω τυποποίηση, μεγάλη ήταν η έκπληξη που μου προκάλεσε το εξαίσιο ποίημα «Παναγιά χωρίς Χριστό» του μέγιστου των Ρώσων ποιητών, όταν το πρωτοδιάβασα πριν χρόνια.


ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ
(απόδοση Γ. Αηδονόπουλου)

Μεσ’ το κελί το πέτρινο και το μοναχικό,
που σέρνουνταν τα βήματα
μιας θείας μελαγχολίας
τα μάτια μου πρωτάνοιξα
σε βλέμμα ευγενικό
της αρετής τριαντάφυλλο

και κρίνο της δειλίας.


Ο μοναχός Καλλίνικος
των εικοσιέξ χρονώ
που μέσ’ τα ράσα ετύλιξε

μια πικραμένη μοίρα
τα χρώματά του διάλεξε
μέσ’ απ’ το δειλινό,
και πήρε τα χλωμότερα
στον πλούσιό του χρωστήρα.

Τ’ άσπρα του χέρια χάραξαν
την απαλή γραμμή
και τα χλωμά του δάχτυλα
στεφάνωσε η τρεμούλα
και λύγισε το εξαίσιό του βυρωνικό κορμί
του μεσονύχτιου η κόπωση,
της ξαγρυπνιάς η βούλα.
Του δειλινού το σύννεφο
μου ’δωσε για ψυχή της νύχτας
την ασάλευτη σιωπή για χαμογέλιο
και μια και δε μου ταίριαζε
σκόρπισε ταραχή στα λυπημένα μάτια μου
μ’ ένα του χρώμα τέλειο.

Και χάραξε τα χείλη μου

στη ζωγραφιά χλωμά χείλη μητέρας,
που γελούν στο βρέφος της μ’ ελπίδα.

Μ’ άξαφνα
μπρος μου ο δόκιμος μισολυποθυμά
και τον ταράζει ο πειρασμός
ωσάν την καταιγίδα!

Και πριν καλοσυλλογιστεί
με φίλημα καφτό τα μητρικά τα χείλη μου
παθητικά σφραγίζει, τα χείλη αυτά
που το ’φερε παντοτινό γραφτό
μόνον ο Θεός να χαίρεται,
μόνον ο Θεός ν’ αγγίζει.

Τούτα που δεν ετόλμησε

ν’ αγγίξει ούτε ο Ιωσήφ
κι απόμειναν σα λούλουδα
με της δροσιάς τη γλύκα
που τα στεφάνωσε άδολη
με πίστη η παρθενιά

και μου απομείναν πλούτος μου
και μου απομείναν προίκα.

Μα τι να πω, που ήμουν κλειστή
σ’ ασάλευτη σιωπή;
Ν’ αντισταθώ δεν ημπορώ
τα χέρια μου δεμένα
σε λίγο ζωγραφίζεται
στα χείλη μου η ντροπή
με λίγες δέσμες χρώματα χλωμά
και ματωμένα.

Κι ο μοναχός Καλλίνικος
των εικοσιέξ χρονώ
έρχεται τα μεσάνυχτα
κι έρχεται την αυγούλα
για να χαρεί τα χείλη μου

κι εγώ ας πονώ, ας πονώ
και της τιμής μου ας είν’ πικρή
και δυνατή η τρεμούλα.

Φεύγει
κι ελπίδα μου γοργά πως ίσως θα βρεθεί
τ’ αγαπημένο μου παιδί
μέσα στην αγκαλιά μου,
στ’ άδικα το προσκάλεσε,
του κάκου το ποθεί
κι απ’ τον πικρό του χωρισμό
ματώνεται η καρδιά μου.

Ο μοναχός Καλλίνικος με θέλει μοναχή
δε νοιάζεται το τι θα ειπούν προσκυνητές
σα φτάσουν με βήμα σιγαλότατο
κι ευλάβεια στην ψυχή βουβοί,
ένας- ένας από μπρος μου
για ν’ αργοπεράσουν.

Κι εγώ βουβή δε θα μπορώ
μεσ’ τη σιωπή
κλειστή τη μοίρα ζώντας μυστικά
κάποιου δεμένου βράχου ναν τους ειπώ :

« Δεν είμαι εγώ μια Παναγιά σωστή
Μόν’ είμαι κάποιος έρωτας,
ενός παιδιού μονάχου ! »


Γιατί ο θαυμαστής του Βύρωνα, Αλέξανδρος Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (1799-1837), που υπογραμμίζω πως σκοτώθηκε σε μονομαχία για την τιμή της γυναίκας του, καταγράφει τον υποθετικό μονόλογο μιας άλλης Παναγίας. Ερωτική παράκρουση ενός ονειροπαρμένου μοναχού, η Παναγία αυτή χωρίς Χριστό και με ντροπιασμένα χείλη, σε προσκαλεί να την φανταστείς ζωγραφισμένη.

Ο μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης Τισιανός (Τiziano Vecellio, 1488-1576) δεν ήταν βέβαια μοναχός, αλλά ζωγράφισε την «Ανάληψη της Παρθένου» σε νεαρή ηλικία (1516-1518), στην ίδια περίπου ηλικία με τον αγιογράφο του ποιήματος του Πούσκιν.
Αν και το έργο θεωρείται αριστούργημα της θρησκευτικής τέχνης, στην ατμόσφαιρά του ο βιρτουόζος των χρωμάτων Τιτσιάνο μεταφέρει τον αισθησιασμό που τον διακρίνει όταν ζωγραφίζει γυμνή γυναικεία σάρκα στα μυθολογικά του έργα.
Η Θεοτόκος, νέα και όμορφη, σαν Λητώ, Σεμέλη, Αλκμήνη ανεβαίνει στους ουρανούς λουσμένη στο ηλιακό φως και με τα μάτια στραμμένα προς τον θεϊκό της σύζυγο. Αφροδίτη των Χριστιανών, αφήνει πίσω της τον γήινο κόσμο μέ συνοδεία από μικρούς έρωτες, προς την αγκαλιά του παντοκράτορα Δία.

Ο Ριχάρδος Βάγκνερ έβλεπε σε αυτήν την ανάληψη της Παρθένου, την δικιά του Ιζόλδη « σε ερωτική εξαϋλωση, σε μυστική ανάταση του έρωτα ». Ο συνθέτης έβλεπε τις ρομαντικές ιδέες του για έκσταση και λύτρωση, γιά ύψιστη μεταφυσική γνώση μέσω του έρωτα, να περνούν μέσα από τον χρωστήρα του μέγιστου των Βενετσιάνων ζωγράφων.

Υπενθυμίζω πως πηγή του θρησκευτικού αισθήματος στον Δυτικό Πολιτισμό είναι η αποκάλυψη του Θείου στο Ωραίο. Ο Πούσκιν κι ο Τιτσιάνο λειτουργούν σαν μεσολαβητές αυτής της αποκάλυψης.
Καλλίνικος σημαίνει Ωραίος Νικητής . . .


Η Ιζόλδη-Θεοτόκος: Εκτίθεται στη Βενετία στον ίδιο ναό που στεγάζει και τον τάφο του Τισιανού.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

much better now!

Ανώνυμος είπε...

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΚΙΝ.
ΑΛΛΑ ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ "Ο ΙΠΠΟΤΗΣ, Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ" ΤΟΥ ΑΛΜΠΡΕΧΤ ΝΤΥΡΕΡ! ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΥΡΕΡ, ΜΟΛΙΣ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ (και μην ξεχνάς το Heavy Metal, βεβαίως, βεβαίως)

Unknown είπε...

και μόνο ο Τισιανός την πήρε χαμπάρι την άτιμη ε?