1/6/13

ΔΗΜΗΤΡΑ

Μέσα στο ημίφως οχυρωμένη ανάμεσα στις πολύχρωμες μποτίλιες και τ’ άχρωμα οινοπνεύματα, η Δήμητρα μοιάζει με καλοκαιρινή οπτασία σε μακρινό νησί. Απόρθητο κάστρο είναι ο ξύλινος πάγκος που την προστατεύει και στην περίμετρο η σιδερένια μπάρα ορίζει την ακτογραμμή όπου σαστισμένους ναυαγούς μας ξέβρασε η τρικυμία των καθηκόντων μιας αδιάφορης ημέρας. 
 
Πίνουμε ασυναίσθητα και την κοιτάζουμε με βλέμμα λάγνο, ξιπασμένο, αρπακτικό. Κι εκείνη ανυποψίαστη, στέκεται αθώα κάτω απ’ το δένδρο του καλού και του κακού κι απλόχερα μας γεμίζει τα γυάλινα ποτήρια.

 
Το λαούτο της κρέμεται στη σκιά της μηλιάς,
Ενώ επιδέξια δάχτυλα πλέκουν το γλυκά ειπωμένο ξόρκι
Ανάμεσα στις χορδές του. Κι όπως οι νότες άγριες εντείνονται
Το θαλασσοπούλι γι’ αυτά τα κλαδιά εγκαταλείπει τη θάλασσα.
Αλλά σε ποιό ήχο το αυτί της εφορμά;
Ποιούς βαθείς ψιθύρους του κάτω κόσμου αφουγκράζεται;
Αποκρινόμενους αντίλαλους από ποιά γη;
Μαζί με τον άνεμο, μαζί με την εκβολή των νερών;

Βυθίζεται στο ξόρκι της και όταν, γρήγορα
Τα χείλη της σαλεύουν και πλανιέται στο τραγούδι της,
Ποιά πλάσματα καταμεσής του ωκεανού συρρέουν
Στα ρυτιδιασμένα σύννεφα με το κάλεσμα της επωδού,
Ώσπου αυτός, ο καταδικασμένος ναυτικός, να ακούσει την οιμωγή της,
Και πάνω στο ριζόβραχό της, γυμνόστηθος, να έρθει να πεθάνει;

 Αχ! Δήμητρα... Τα μάτια σου λάμπουν σαν φωτεινά αστέρια. Η κόμη σου χύνεται σαν μεταξένια βροχή στους βελουδένιους σου ώμους. Τα δόντια σου είναι λευκά μαργαριτάρια, τα χείλη σου ένα μισάνοιχτο στρείδι. Καθώς λικνίζεσαι νωχελικά στη μουσική, τα ντελικάτα χέρια σου υπόσχονται ατέλειωτη ηδονή.
Αχ! Δήμητρα... Ποιός θα είναι άραγε ο τυχερός ανύποπτος, που πρώτος στο ξόρκι της θάλασσας θ’αποκριθεί; Ποιός άπληστος αμαρτωλός από την κρύφια άμπελο θ’ αρπάξει τη συγκομιδή;
 
Η όραση πάντα δίνει το πρώτο ερέθισμα κι έπεται αργότερα η μεταφυσική αποτίμηση του αντικειμένου. Εντούτοις, οι μυημένοι μαθητές του Δάντη οφείλουν αμέσως να διακρίνουν ανάμεσα στις όμορφες θνητές εκείνο το μυστηριακό πλάσμα, που όταν εξιδανικευτεί, γίνεται μέσον για την κατανόηση των θεών.
 
Αχ! αψεγάδιαστη δέσποινα... Αν ήμουν στη βασανιστική ανάγκη της σάρκας μόνον επιρρεπής κι όχι του κάτω κόσμου καταδικασμένος κι ατάλαντος σχεδιαστής, τότε σαν άλλος προραφαηλίτης με λεπτομέρειες περίτεχνες θα σε ζωγράφιζα. Με τα γλυκά φρούτα του παραδείσου ολόγυρα κι απ’ τις θηλές σου αβίαστα να στάζει το γάλα της ζωής...

 

 

Η γυναίκα: Alexa Wilding (1877), Δήμητρα (2013).
Ο τόπος: "Ενάλιο" μπαράκι των βορείων προαστίων.
Ο πίνακας: A SEA SPELL (1877) του Dante Gabriel Rossetti (1828-1882). Η αρχική έμπνευση προήλθε από τους στίχους του Kubla Khan ,του Samuel Taylor Coleridge:
«A damsel with a dulcimer
In a vision once I saw»
Το σονέττο: ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ σε μετάφραση της Ζ. Ν. Νικολοπούλου. O Rossetti αποτύπωσε το όραμά του και σε στίχους, μετά την ολοκλήρωση του πίνακα.
A Sea-Spell:
Her lute hangs shadowed in the apple-tree,
While flashing fingers weave the sweet-strung spell
Between its chords; and as the wild notes swell,
The sea-bird for those branches leaves the sea.
But to what sound her listening ear stoops she?
What netherworld gulf-whispers doth she hear,
In answering echoes from what planisphere,
Along the wind, along the estuary?
She sinks into her spell: and when full soon
Her lips move and she soars into her song,
What creatures of the midmost main shall throng
In furrowed self-clouds to the summoning rune,
Till he, the fated mariner, hears her cry,
And up her rock, bare breasted, comes to die?