24/12/18

ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

Κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, κάπου σε μια απομακρυσμένη συνοικία της πόλης, επαναλαμβάνεται μια φαινομενικά άτονη κι αδιάφορη σκηνή. Ένας άγνωστος μεσήλικας εμφανίζεται ξαφνικά, πριν το μεσημέρι, στο μικρό καφενείο της υποβαθμισμένης γειτονιάς. Μπαίνει αθόρυβα στο χώρο, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω του, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος. Κάθεται κοντά στη τζαμαρία, προτιμώντας ένα απόμερο τραπεζάκι με θέα στην παράπλευρη διασταύρωση των δρόμων και παραγγέλνει κάτι να πιεί. Η θέση του είναι συγκεκριμένη, η θέα της θέσης «πανοραμική»: ακριβώς απέναντι ένα εγκαταλειμμένο από χρόνια ψιλικατζίδικο κι ένα άφρακτο οικόπεδο με χώμα και χαλίκια.  


Ο επισκέπτης παρατηρεί διεξοδικά τα πρόσωπα των υπέργηρων θαμώνων του καφενείου, λες και κάποιους αναγνωρίζει, λές και κάποιους προσπαθεί να θυμηθεί, κι έπειτα κατευθύνει την προσοχή του στο άχαρο εξωτερικό θέαμα. Κοιτάζει σαν να ονειροπολεί, σαν κάτι αόρατο να βρίσκεται εκεί έξω, που μόνον ο ίδιος, κανείς άλλος δεν μπορεί να αντιληφθεί.
Οι γέροντες ανταλλάσσουν φωναχτά φαιδρές ιστορίες και κρυφοκοιτάζουν τον ξένο με δικαιολογημένη περιέργεια. Αναρωτιούνται ποιός άραγε να είναι αυτός ο απρόσμενος εισβολέας στον μονότονο μικρόκοσμο της καθημερινής τους συνήθειας. Ακόμη και η σερβιτόρα, του φέρνει γρήγορα την απόδειξη πληρωμής, φοβούμενη τον έλεγχο εφοριακού που παριστάνει τον πελάτη.

Ο χρόνος περνάει γρήγορα, και στη συμβατική ώρα του οικογενειακού φαγητού, οι λιγοστοί αργόσχολοι αποσύρονται σαν συνεννοημένοι, όλοι μαζί. Ο άγνωστος όμως δεν μετακινείται από τη θέση του. Το βλέμμα του παραμένει προσηλωμένο στο ανούσιο οπτικό πεδίο, που οριοθετείται από το απέναντι άκτιστο οικόπεδο και το εγκαταλειμμένο μαγαζί. Ώσπου επιτέλους, κάποτε αποφασίζει πως η επίσκεψή του τέλειωσε, κι αθόρυβα όπως ήρθε, κι αυτός αποχωρεί.

Ο χωροχρόνος είναι σχετικός και η αλήθεια κατοικεί στα μάτια του παρατηρητή. Δίπλα στις νεόκτιστες πολυκατοικίες που αντικατέστησαν το σπίτι και το περιβόλι του αγαπημένου του παππού, σαν από θαύμα, ένα συγκεκριμένο τοπίο ξέφυγε από τον οδοστρωτήρα του χρόνου: Το μαγαζάκι που ο μικρός εγγονός διάλεγε τα πρώτα του εικονογραφημένα περιοδικά, το οικόπεδο που συναντούσε τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, το καφενείο που παρακολουθούσε τον παππού να παίζει τάβλι την πρωτοχρονιά. Ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα αναλλοίωτου χώρου, ζωτικά όμως για την ιαματική ψευδαίσθηση σαράντα χρόνων επιστροφής στο παρελθόν.

Τον εαυτό του παιδί, την πρόσκαιρη εξιλέωση γυρεύει ο άγνωστος επισκέπτης από το πουθενά. Όλα τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων, μάταια προσπαθεί να συνοψίσει μέσα σε μια μακρόσυρτη, στοχαστική ματιά...