24/4/08

ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΙΠΠΟΣΥΝΗ

ΙΠΠΟΣΥΝΗ - ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ικανότητα στα όπλα και το σαρκικό πάθος ορίζουν το πλαίσιο της Εγκόσμιας Ιπποσύνης. Τα πολεμικά παιχνίδια και το κυνήγι της ηδονής στη γη συμπληρώνουν την αναζήτηση της γνώσης και την επιδίωξη της αρετής στον ουρανό.

Αν η Ουράνια Ιπποσύνη προστατεύει τα υψηλά ιδανικά και το Φως του Απόλλωνα, η Επίγεια Ιπποσύνη καλλιεργεί την πολεμική αρετή και το Διονυσιακό Πάθος. Αν το Άγιο Δισκοπότηρο οριοθετεί την ανώτερη διάσταση των χριστιανών milites, το γυναικείο αιδοίο καθορίζει την πίστη των ερωτευμένων ιπποτών. Κι αν ο Γκάλαχαντ, ο Πέρσιβαλ κι ο Μπορς εκπροσωπούν την ιερή φρουρά, οι αντίστοιχοι ανίκητοι ιππότες επί γης είναι ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ.

Ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ ήταν οι ικανότεροι μαχητές και οι διασημότεροι παράνομοι εραστές. Ήδη στην αρχή των θρύλων, ο ίδιος ο Αρθούρος ήταν καρπός ενός παρόμοιου έρωτα ... του τυφλού πάθους του Ούθερ Πεντράγκον γιά την Ιγκρέιν, γυναίκα του Δούκα του Τίντατζελ.
Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ, ο λευκός ιππότης, γιός του βασιλιά Μπαν του Μπένγουικ και πατέρας του Γκάλαχαντ, υπήρξε εραστής της βασίλισσας Γκουίνεβιαρ, γυναίκας του καλύτερου φίλου του και ανώτατου βασιλιά.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές δοκίμασε το μαγικό φίλτρο της αγάπης και ερωτεύθηκε την Ιζόλδη, γυναίκα του θείου του βασιλιά Μαρκ της Κορνουάλης, ενώ και παλαιότερα λένε πως ήταν ερωτευμένος με τη σύζυγο του ιππότη Σεγκβάριντες.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ, γιός του βασιλιά Πέλινορ και αδερφός του Πέρσιβαλ, αποκαλούμενος και ιππότης με την κόκκινη ασπίδα, ήταν εραστής της βασίλισσας Μαργκόζ, γυναίκας του βασιλιά Λοτ του Όρκνι.

«Πώς είναι δυνατόν να είσαι άξιος ιππότης και να μην είσαι ερωτευμένος;» αναρωτιόταν ο Τριστάνος συνομιλώντας με τον ιππότη Ντίνανταν. Η ωραία Ιζόλδη συνεχίζοντας την ίδια συζήτηση απορούσε και τον ξαναρωτούσε: «Πώς μπορείς να είσαι ιππότης και να μην είσαι εραστής ; Δεν είναι ντροπή;»
Αυτό ήταν το το μυστικό της ανώτερης δύναμης των αμαρτωλών. Νικούσαν γιά να διατηρούν το θαυμασμό των αγαπημένων κυριών τους και τα κατορθώματά τους ήταν μεγάλα.

Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ ήταν ο απόλυτος ιππότης. Έλαβε μέρος σε αμέτρητες μάχες, σκότωσε γίγαντες και εξόντωσε τον δράκοντα που ξερνούσε φωτιά και κατοικούσε στον βρωμερό τάφο. Στο Νησί της Χαράς νίκησε σε κονταρομαχία πεντακόσιους ιππότες μέσα σε τρείς ημέρες. Οι ιστορίες του δεν έχουν τέλος.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ ήταν ο καλύτερος κονταρομάχος, ανίκητος σχεδόν σε όλους τους αγώνες. Στο Κάμελοτ νίκησε τον Γκάουεϊν και τους αδερφούς του κι άλλους δώδεκα ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Στο κάστρο της Μόργκαν λε-Φε νίκησε δώδεκα ιππότες αλλά και τον ιππότη Ντίνανταν και τον σαρακηνό ιππότη Παλόμιντες όταν νόμισε πως τον υποτίμησαν. Στους οκταήμερους αγώνες της χώρας Σούρλουζ, κέρδισε το δεύτερο βραβείο της γιόστρας ενώ καλύτερός του αναδείχτηκε μόνον ο Λάνσελοτ. Κάποτε νίκησε τριάντα ιππότες του βασιλιά Μαρκ κι έπεσε στο τέλος μόνον από τον Τριστάνο. Στο δάσος του κάστρου Πέριλους όμως νίκησε σε κονταρομαχία και τον Τριστάνο κι έπειτα σε ισόπαλη μονομαχία με σπαθιά ορκίστηκαν από αλληλοσεβασμό να μην αναμετρηθούν ποτέ ξανά μεταξύ τους.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές ήταν επίσης απαράμιλλος πολεμιστής, ισάξιος των άλλων δύο στις γιόστρες. Κάποτε, τέσσερις ώρες μονομαχούσαν με τον Λάνσελοτ, αμίλητοι χωρίς κανείς να νικάει και στο τέλος ισόπαλοι, γονατιστοί και ματωμένοι πρόσφεραν ο ένας στον άλλον τα σπαθιά τους. Ο Τριστάνος όμως ήταν και σπουδαίος αρπιστής και πρότυπο των κυνηγών. Διάσημος γιά την ικανότητά του να φυσάει το κυνηγετικό κέρας σε κάθε δυνατό τόνο και ένταση, αυτός πρώτος καθιέρωσε το κυνήγι με γεράκι και αντιστοίχισε τα φυσήματα του βούκινου με τα διαφορετικά κυνηγετικά παραγγέλματα.

Και οι τρείς τους έμειναν αξέχαστοι όχι μόνον γιά τα ανδραγαθήματα αλλά επίσης γιά τα παθήματα του έρωτα.

Ο Λάνσελοτ ξεγελάστηκε με μάγια και απάτη και πλάγιασε με την Ιλέιν, την κόρη του βασιλιά Πέλες του Παράξενου Πύργου, νομίζοντας πως ήταν η Γκουίνεβιαρ. Κι όταν και δεύτερη φορά τον ξεγέλασαν γιά να πλαγιάσει μαζί της και το ανακάλυψε η Γκουίνεβιαρ, η τρέλα που τον κατέλαβε κράτησε δύο χρόνια. Γυρνούσε από τόπο σε τόπο, άοπλος με σαλεμένο μυαλό και χρειάστηκε η παρέμβαση του Γκράαλ γιά να γιατρευτεί.
Παρομοίως, όταν ο Τριστάνος παρεξήγησε την Ιζόλδη γιά απιστία με τον ιππότη Κεχίντιους, έβγαλε την πανοπλία του και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μισόγυμνος, κλαίγοντας και παίζοντας άρπα σαν κυνηγημένος τρελός.
Κι o Λάμορακ είδε την αγαπημένη του να σφάζεται από τον ίδιο της τον γιό και λούστηκε στο αίμα της όταν ο Γκάχερις τους έπιασε γυμνούς, μαζί στο κρεβάτι. Κι από τότε τριγυρνούσε ντροπιασμένος και με τσακισμένη καρδιά.

Τραγικό ήταν και το τέλος τους.
Ο Τριστάνος δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Μάρκ καθώς έπαιζε αμέριμνος την άρπα του.
Τον Λάμορακ τον σκότωσαν σε ενέδρα ο Γκάουεϊν, ο Γκάχερις, ο Μόρντρεντ και ο Άγκραβεϊν.
Όσο γιά τον Λάνσελοτ .... είναι γνωστό πως δεν αξιώθηκε τη λύτρωση του Δισκοπότηρου κι όταν τέλειωσε η αναζήτηση, λησμόνησε τις υποσχέσεις του γιά κάθαρση κι ενέδωσε ξανά στον μεγάλο του έρωτα.
Μετά τον θάνατο του Αρθούρου, πήγε και βρήκε την Γκουίνεβιαρ, καλόγρια στο μοναστήρι του Άλμεσμπερι κι ακόμη και τότε της ζήτησε να τον φιλήσει γιά τελευταία φορά. Έπειτα φόρεσε το ράσο στο ξωκλήσι κοντά στο Γκλάστονμπερι κι έμεινε εκεί σαν ασκητής ενώ αργότερα χειροτονήθηκε και πέθανε ιερέας κι όχι πολεμιστής.

Αυτός ήταν ο κόσμος των ονείρων της επίγειας ιπποσύνης, γεμάτος μεγάλα κατορθώματα και πικρή αγάπη.
Αληθινά ήταν τα λόγια του Παλόμιντες προς τον Τριστάνο....πως η αγάπη είναι ελεύθερη γιά όλους τους ανθρώπους και πως ακόμη κι αν η Ιζόλδη δεν τον θέλει αυτός θα την αγαπά ως την τελευταία του πνοή ...
Αληθινό ήταν και το μαγικό κύπελλο της Μόργκαν λε-Φε, που αποκάλυπτε τις άπιστες κυρίες στους άνδρες τους, αυτό που το δοκίμασαν εκατό στην αυλή του βασιλιά Μαρκ και μόνον τέσσερις βρέθηκαν πιστές ...

Τι κι αν οι ιππότες ορκίζονταν στο σταυρό του ξίφους τους. Όταν ξύπναγε μέσα τους αβάσταχτος ο έρωτας έχαναν την επαφή τους με τον κόσμο. Ερωτομαγεμένοι ξεπέζευαν, ξαρματώνονταν και τριγυρνούσαν στα αδιαπέραστα δάση με σαλεμένα τα λογικά ... Η αγνότητα παρέμενε άπιαστο προνόμιο της ουράνιας ιπποσύνης.
Ο αγαθός Πέρσιβαλ μπορεί να ελευθέρωσε τον Τριστάνο από το κάστρο που τον είχε φυλακίσει ο Μάρκ, αλλά ήταν πολύ τίμιος γιά να πιστέψει πως ο φίλος του είχε ερωμένη τη γυναίκα του θείου του.
Ο Λάνσελοτ μόνον είχε επίγνωση της αμαρτίας κι ας μην μπορούσε να της αντισταθεί. Όταν ζούσε στο Νησί της Χαράς αποκαλούσε τον εαυτό του «ιππότη που αμάρτησε». Μπορεί να μετανόησε τελικά και να πέθανε ιερωμένος και άγγελοι να τον συνόδευαν όταν περνούσε τις πύλες του ουρανού, όμως άφησε πίσω του κληρονομιά το πιό διάσημο από τα όπλα του.

Γιατί η μαύρη ασπίδα του με την ασημένια εστεμμένη βασίλισσα και τον ιππότη που γονατίζει στα πόδια της είναι το σύμβολο της εγκόσμιας ιπποσύνης.


Ουράνια και επίγεια ιπποσύνη θα ξανασυναντηθούν στο Βασίλειο του Καλοκαιριού.
Βαθιά μέσα στο φοβερό βουνό, στον άξονα του κόσμου, κοιμάται ο Βασιλιάς του Καλοκαιριού και περιμένει να σημάνει η ώρα της μεγάλης μάχης. Τότε, στην ώρα της ανάγκης θα καλέσει στα όπλα την παλαιά φρουρά.
Και στην τελευταία μάχη η Ιπποσύνη θα ξαναγίνει μία και η μαύρη ασπίδα του Λάνσελοτ θα πάρει τη θέση της δίπλα στην λευκή ασπίδα του Γκάλαχαντ με τον κόκκινο σταυρό. Και πατέρας και γιός θα καλπάζουν δεξιά και αριστερά του Αρθούρου κάτω από την ιερή, πολεμική μας σημαία.

Και στη σημαία, ο Ανίκητος Ήλιος θα δοξάζει το κάλλος του Αισθητού Κόσμου και θα ενώνει την αμαρτωλή Γη με τον άσπιλο Ουρανό.




Οι πίνακες: Before the Battle - Tristram and Isolde drinking the Love Portion - Arthur’s Tomb (The last meeting of Lancelot). Έργa του Dante Gabriel Rossetti.
Συγγένειες με σημασία: Ο Λάνσελοτ είναι πατέρας του Γκάλαχαντ και θείος του Μπορς. Ο Λάμορακ είναι αδερφός του Πέρσιβαλ.
Η απάντηση του Ντίνανταν στην Ιζόλδη: «Η χαρά του έρωτα είναι εξαιρετικά σύντομη και τα λυπηρά που ακολουθούν διαρκούν πάρα πολύ».
Ο Παλόμιντες προς τον Τριστάνο: «Τολμώ να πω ότι αγαπώ ακόμη και τους εραστές της ωραίας Ιζόλδης, διότι είναι η κυρία που λατρεύω πάνω απ’ όλες...»
Ο Κεχίντιους: Ιππότης που πέθανε από το μαράζι του γιά την αγάπη της Ιζόλδης.
Morte d’Arthur: Του ιππότη Thomas Malory. Το αρχείο των θρύλων του Ιπποτισμού που εκδόθηκε γιά πρώτη φορά στα 1485.
Η ιστορική ιπποσύνη: Εμφανίζεται στις αρχές του 11ου αιώνα.
Αφιερωμένο: Από έναν φιλότεχνο - εμένα - προς όλους τους πλανημένους, φίλους μου «εραστές». Προσοχή στις υποσχέσεις γιατί κρύβουν πίσω τους αυθάδεια ...

16/4/08

ΠΡΟΜΑΧΟΣ

Είναι οργισμένος μάγος, αρχιερέας της αλήθειας και κυανός πολεμιστής.
Είναι φύλακας των ονείρων, άγγελος της μελαγχολίας και πρόμαχος άγνωστων ιδανικών.

Δαίμονες τον καθοδηγούν και διλήμματα τον καθορίζουν.
Μεθυσμένος από φίλτρα και δεμένος με ξόρκια, στις θάλασσες της μοίρας ταξιδεύει.
Γνώση και γαλήνη αναζητά κι όμως πίσω από το ωχρό πρόσωπο και τα πορφυρά μάτια, μαύρος όλεθρος παραμονεύει.
Στο στενό μονοπάτι ισορροπεί, ανάμεσα στον Νόμο και στο Χάος.

Το τέλος του Κόσμου φέρνει μαζί του.


Στο τέλος του Κόσμου, στο τελευταίο μαγικό ηλιοβασίλεμα, μακάρι να μπορούσα κι εγώ τους πολύχρωμους πύργους της Ίμριρ ν’ ατενίσω ...

Αχ... Πόσο τον ζηλεύω τον ασπρομάλλη με το αναιμικό κορμί !
Πόσο θα ήθελα, έστω γιά μιά φορά, να κρατήσω στα χέρια μου το μαύρο σπαθί των ψυχών !

Πρόθυμα έπειτα, θα δεχόμουν να πληρώσω το τίμημα ...

" Σοφός αρχιερέας της αλήθειας,
Κρυστάλλινη φωνή, όπου κατοικεί του θεού η παγωμένη πνοή,
Οργισμένος μάγος,
Που κάτω από τον φλεγόμενο μανδύα του αντηχεί η κυανή πανοπλία του πολεμιστή
''




Ο πίνακας: Sailor on the Seas of Fate του Michael Whelan.
Ο πολεμιστής: Έλρικ, τετρακοσιοστός εικοστός όγδοος, μάγος αυτοκράτορας του Μελνιμπονέ.
Ο ποιητής: Ο Αυστριακός Georg Trakl (1887-1914). Εθισμένος στα ναρκωτικά, πέθανε από υπερβολική δόση σε ηλικία 27 χρονών.
Το ποίημα: KARL KRAUS, από την ποιητική του συλλογή Ο SEBASTIAN ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, σε μετάφραση της Ελ. Νούσια.

6/4/08

ΛΥΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΞΑΝΑΝΤΟΥ

Ο ποιητής ήταν εθισμένος στο όπιο. Το ναρκωτικό ανακούφιζε τους πόνους και τα πρώτα χρόνια τον βοηθούσε να ονειρεύεται ενώ αργότερα του προκαλούσε άγριους εφιάλτες. Η ακατέργαστη ουσία των θαυμαστών ποιημάτων του πήγαζε από τις παραστάσεις αυτών των ονείρων. Η τεχνική δεινότητα και η δημιουργική του φαντασία μετέτρεπαν την μαγική ύλη των ονειρικών παραστάσεων σε υψηλή λογοτεχνική δημιουργία.

Περιπλανώμενος ιππότης μέσα στο δάσος των ψευδαισθήσεων, ψάχνοντας το παραμυθένιο βασίλειο, διασταυρώθηκα αναπόφευκτα κι εγώ με τα όνειρά του.
Το μυστικιστικό δέος που τα ποιήματα μου προκαλούσαν, την υποτιθέμενη καταγωγή της ποίησης από την μαγική παράδοση επιβεβαίωσε. Πρώτα η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού μου έμαθε τι να περιμένω κι έπειτα ο Κούμπλα Χαν μου έδειξε το μυστικό δρόμο προς την ανύπαρκτη χώρα.


Έτσι ανικανοποίητος και θλιμένος, αναζητώντας καταφύγιο πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, βρήκα τη λύτρωση στο Ξαναντού.

Το όνομα είχε από μόνο του μιά μουσική ποιότητα που με γοήτευε πριν ακόμη την ανάγνωση του ποιήματος. Κι αν οι μεγάλοι ρομαντικοί ποιητές της Δύσης ταξίδευαν στη μακρυνή Ανατολή, εγώ αντίθετα τον μύθο έψαχνα στους ομιχλότοπους της Δύσης. Ο μαγεμένος Αλφ κυλούσε στα νησιά των Κελτών κι ο Κούμπλα Χαν ήταν γιά μένα βασιλιάς των Τουάθα ντε Ντανάαν.

Ακολουθώντας το ιερό ποτάμι Αλφ, πριν χρόνια στο παλάτι βρέθηκα του Νουάντα με το ασημένιο χέρι. Η ηχώ της μουσικής των ξωτικών με συνεπήρε στα έγκατα των ιερών λόφων. Στο περιστρεφόμενο κάστρο της Αρίανρχοντ, στο καθαρτήριο της Λευκής Θεάς της ζωής και του θανάτου περίμενα την αναγέννηση. Προσδοκούσα μυστική θέαση της φύσης στα επικίνδυνα σύνορα των φανταστικών κόσμων, μακρυά από τον πλασματικο κόσμο της συνήθειας και της συμβατικής πραγματικότητας.

Μπροστά στα μάτια μου παρέλασαν οι τέσσερις καβαλάρηδες των Sidhe μεταφέροντας τα ιερά σύμβολα της παράδοσης: Ο πρώτος το δένδρο της ζωής, ο δεύτερος το δισκοπότηρο της αγάπης, ο τρίτος το σπαθί της δύναμης κι ο τέταρτος τον κρύσταλλο της αποκάλυψης του χρόνου.

Όμως στις ερωτήσεις δεν απάντησα σωστά, τίποτα δεν κατάλαβα από σύμβολα και αλληγορίες, σοφία και έρωτα, ελπίδα και υπομονή. Οι πολεμόχαρες, προγονικές φωνές τρόμαξαν τις φασματικές μορφές και σαν σκιά χάθηκε το Ξαναντού πριν καν προλάβω την Ωραία Κυρία ν' αντικρύσω.


Ο ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ

Ο Κούμπλα Χαν στο Ξαναδού είχε κάμει
παλάτι αρχοντικό και του έρωτα φωλιές,
εκεί που ο Αλφ κυλούσε, το ιερό ποτάμι
μέσ’ από θεόρατες σπηλιές
σε ανήλιες κάτω ακρογιαλιές.
Δυό φορές πέντε μίλια γης παχιά
ζωσμένη ήταν με πύργους και τοιχιά
και μέσα ρυάκια φιδωτά σε κήπους λαμπιρίζαν,
όπου μυριστικών δεντρών μεθούσ’ η ανθοβολή·
και μέσα λόγγοι εδώ κ’ εκεί στον ήλιο πρασινίζαν,
σαν τα βουνά, τόσο παλιοί.
Μα ω! η ρομαντική χαράδρα, η βουλιαγμένη
κάτω απ’ των κέδρων τη σκεπή, στην πράσινη πλαγιά!
τι αγριοτοπιά ! ιερή και μαγεμένη,
λες κ’ είναι από γυναίκας θρήνο στοιχειωμένη,
που κλαίει γι’ αγάπη ξωτικού σε χασοφεγγαριά!
Κι απ’ τη χαράδρα με άπαυτην αντάρα χοχλακώντας,
σαν η ίδια η γης να ξεφυσά με κόπο αγκομαχώντας,
μεγάλη ανάβρα ορμητικά τινάζει τα νερά της·
και στο ανεβοκατεβαστό γοργό ξεπέταμά της
πελώρια βράχια αναπηδούν, στην πλάκα όπως χαλάζι,

ή όπως διράβδι τα σπειριά στο άχυρο αναταράζει:
και μες στο χοροπήδημα των κοτρωνιών, ολοένα
ξεχύνει ξάφνου ο ποταμός με ορμή νερά αφρισμένα.
Όλο μαιάντρους το ιερό ποτάμι πέντε μίλια
σε λόγγους και σε λαγκαδιές κλωθοκυλά,
στα θεόρατα έφτανε από κεί τα σπήλια
και με βροντή βούλιαζε πια σε πέλαγα σιωπηλά:
Και στη βροντή του ο Κούμπλας γρίκαε μακρινές
προγονικές και πολεμόχαρες φωνές

Ο ίσκιος τού παλατιού ως αλάργα
στα κύματα έπλεχε, κ’ εκεί
απ’ τις σπηλιές κι’ απ’ την ανάβρα
σμιχτή γρικιόταν μουσική.
Μαστοριάς σπάνιας ήταν θάμα,
λιοπάλατο και κρουσταλλοσπηλιές αντάμα!

Μιά αρχοντοπούλα με τη λύρα
στ’ όνειρό μου είδα μιά φορά !
της Αβησσύνιας ήταν κόρη
κι έψελνε της Αβόρας τα όρη,
κρούοντας τα τέλια τ’αργυρά.
Να ξανακούσω μέσα μου αν μπορούσα
και τη φωνή και το σκοπό,
απ’ αναγάλια τόσο θα σκιρτούσα,
που με πλατύν αχό και χαρωπό
θά ’σταινα το παλάτι στον αέρα,
λιοπάλατο και κρουσταλλοσπηλιές!
κι όσοι γρικούσαν, θα τα βλέπαν εδωπέρα
κι όλοι θα κράζαν: Κάντε πέρα! πέρα!
τα μάτια του πετούν φωτιές
κ’ η κόμη του είν’ ανεμιστή!
Ζώστε τον τρίδιπλα μπρος πίσω
και κλείστε μ’ ιερό δέος τα μάτια ευτύς,
τι αυτός το μάννα έχει γευτεί
κι έπινε γάλα παραδείσιο.


Κάθε φορά που με απόγνωση σκέφτομαι τις μάταιες απαιτήσεις και το αδιέξοδο των ευθυνών, μιά νοσηρή νοσταλγία με κυριεύει γιά την μακρυνή κοιλάδα των θαυμάτων και του πεπρωμένου.
Ακολουθώντας το ιερό ποτάμι Αλφ κάποτε στους πύργους θα ξαναβρεθώ του Ξαναντού. Εκεί στο γύαλινο Κάιρ Αρίανρχοντ, στον αστερισμό Corona Borealis, θα συναντήσω την αρχοντοπούλα με τη λύρα, που εξουσιάζει τους ποιητές. Από τη δέσποινα, πρώτα συγχώρεση θα ζητήσω κι έπειτα λήθη και πόθους σαρκικούς.

Λαγνεία κι όχι αγάπη θ’ απαιτήσω,
ακόμη και τον ήλιο θ’ αρνηθώ
και μέσα στη νύχτα της ψυχής,
προσμένοντας θα ονειρευτώ.



Ο ποιητής
: Samuel Taylor Coleridge, κορυφαίος Άγγλος ρομαντικός.
Το ποίημα: Kubla Khan (1798), σε μετάφραση του Γ. Ν. Πολίτη.
Οι πίνακες: The Riders of the Sidhe (1911) και Head of a Goddess του Σκωτσέζου συμβολιστή ζωγράφου John Dunkan.
Η εικόνα: Dagda and the Woman of Uinnius (1981) του Ιρλανδού ζωγράφου Jim Fitzpatrick.
Η Λευκή Θεά: Η Μεγάλη Θεά. Επίσης, τίτλος βασικού βιβλίου μυθολογίας του Ρόμπερτ Γκρέϊβς.