1/11/10

ΘΝΗΣΚΩΝ ΗΡΩΣ

«Όπως όταν από τους ανέμους που σφυρίζουν ξεσπούν οι θύελλες, την ημέρα που πάρα πολλή σκόνη σηκώνεται στους δρόμους και οι άνεμοι όλοι μαζί σηκώνουν σύννεφα μεγάλα από τη σκόνη, έτσι κι αυτοί ανακατώνονταν στη μάχη και λαχταρούσαν βαθιά τους να σκοτώνουν μέσα στο πλήθος ο ένας τον άλλο με μυτερό χαλκό. Η μάχη η θανατηφόρα έδειξε σα φουρτουνιασμένη θάλασσα από τα μακριά δόρατα, τα κοφτερά που βαστούσαν, και τύφλωνε τα μάτια η λάμψη του χαλκού από τις περικεφαλαίες που έλαμπαν, τους θώρακες τους φρεσκογιαλισμένους και τις λαμπερές ασπίδες, καθώς ανακατώνονταν.
Πολύ σκληρόκαρδος θα ήταν εκείνος που βλέποντας αυτή τη μάχη θα χαιρόταν και δε θα πονούσε η ψυχή του.»


Σκληρόκαρδος είμαι γιατί η ψυχή μου χαίρεται κάθε φορά που οραματίζεται τις επικές περιγραφές του Ομήρου. Οι θύελλες, η φουρτουνιασμένη θάλασσα, η εκτυφλωτική λάμψη του χαλκού συνθέτουν ιδανικό σκηνικό για τους ένοπλους άντρες που παίρνουν και δίνουν δόξα, τους ένδοξους εκείνους που αν και θνήσκοντες στη μάχη εντούτοις δεν παύουν να ζούν.
Γνωρίζω πως μάταια προσπαθώ να φανταστώ το λυκόφως των ηρώων ξεφυλλίζοντας βιβλία με κείμενα ή εικόνες καθισμένος στο άνετο γραφείο μου. Όμως επιμένω μέσα από την ιστορία και την τέχνη να αναζητώ σπαράγματα της αλήθειας.

Το ανατολικό αέτωμα του δωρικού ναού της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα κατασκευάστηκε γύρω στο 490 π.Χ. και εικονίζει τον πρώτο Τρωικό Πόλεμο τιμώντας τον Αιγινήτη ήρωα Τελαμώνα που πολέμησε δίπλα στον Ηρακλή. Είναι γνωστό στους μυημένους πως τα γλυπτά της μεγάλης τέχνης της αρχαιότητας φανερώνουν με αποκαλυπτικό τρόπο την αλήθεια εκείνων των ιδεών που σκληρύνθηκαν μέσα στην ύλη. Σε κάποια εικόνα της σύνθεσης αυτού του αετώματος μου αποκαλύφτηκε κάποτε το πρότυπο του ήρωα που πεθαίνει στη μάχη.
Πεσμένος στη βάση του νοητού τριγώνου, με κράνος μόνο και ασπίδα σε ηρωική γυμνότητα, ο θνήσκων οπλίτης ατενίζει τις μαύρες πύλες του Άδη διατηρώντας το περίφημο, αρχαϊκό μειδίαμα στα χείλη. Από τότε που τον ανακάλυψα, διακαώς επιθυμούσα να τον συναντήσω.


Ό καχύποπτος φύλακας του μουσείου με κοίταζε με περιέργεια. Με παρατηρούσε καθώς έφερνα γύρους περιμετρικά του εκθέματος που με συγκλόνιζε. Κι όταν ακούμπησα τα δάχτυλά μου στην οπή του στήθους για να πιστοποιήσω την πληγή από το θανατηφόρο βέλος, τότε μου ζήτησε αυστηρά να μην αγγίζω το άγαλμα. Ψιθύρισα μιά ψεύτικη συγγνώμη, γυάλιζε το μάτι μου, δεν θυμάμαι πόση ώρα στεκόμουν σιωπηλός στο ίδιο σημείο πριν αποχωρήσω. Ένας από τους βασικούς λόγους του ταξιδιού μου στο Μόναχο ήταν η ευλαβής λαχτάρα μου να θαυμάσω από κοντά τον μαρμάρινο, θνήσκοντα πολεμιστή.

Επέστρεψα στην ηρεμία του γραφείου μου και μελετώ ξανά τα ιερά κείμενα. Συνεχώς έκτοτε με στοιχειώνει η μορφή του πληγωμένου ήρωα που γέρνει το κεφάλι του στη μάχη... σαν παπαρούνα μέσα σε κήπο, που βάρυνε από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες...!

«...Κι αυτός σωριάστηκε όπως σωριάζεται βαλανιδιά ή λεύκα ή πεύκο ψηλό που ξυλουργοί το έκοψαν με τα φρεσκοακονισμένα τσεκούρια τους πάνω στα βουνά, για να γίνει ξύλο γιά καράβι...»

«Βρόντησε καθώς έπεσε και το δόρυ έμεινε μπηγμένο στην καρδιά του, που καθώς σπαρταρούσε έκανε να τρέμει και η ουρά του κονταριού.»

«...κι έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, σαν παπαρούνα μέσα σε κήπο, που έχει βαρύνει από το σπόρο της και από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες. Έτσι από τη μια μεριά έγειρε το κεφάλι του, καθώς το βάρυνε η περικεφαλαία.»






Οι φωτογραφίες: Από την τελευταία επίσκεψή μου στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Το άγαλμα βρισκόταν αρχικά τοποθετημένο στην αριστερή γωνία του ανατολικού αετώματος του ναού της Αφαίας. Πιθανότατα είναι δημιούργημα του Αιγινήτη γλύπτη Ονάτα.
Ο πρώτος Τρωικός Πόλεμος: Η εκστρατεία του Ηρακλή κατά της Τροίας με σκοπό να εκδικηθεί τον βασιλιά Λαομέδοντα γιατί δεν του έδωσε τα αθάνατα άλογά του σαν ανταμοιβή όταν ο Ηρακλής τον απάλλαξε από το κήτος του Ποσειδώνα.
Τα αποσπάσματα: ΙΛΙΑΣ (Ν 334-344 και Π 482-484, Ν 442-444, Θ 306-308), σε μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή.