25/11/07

ΜΑΥΡΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΣΣΑ, ΚΑΧΕΚΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ

Οι ιππότες δεν είναι όλοι σιδερόφρακτοι, δεν είναι πάντα ιδανικοί κι ετοιμοπόλεμοι.
Οι πριγκίπισσες δεν είναι πάντα νέες και αθώες, δεν είναι όλες ανυπεράσπιστες.
Οι δράκοι δεν είναι όλοι μοχθηροί και ξενόφερτοι, συχνά ενεδρεύουν μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο.
Εμείς, λάτρεις του ηλιακού φωτός και της κλασικής πατρίδας, είμαστε επίσης θαυμαστές του ρομαντικού πνεύματος και κάποιες φορές αναπόφευκτα μελαγχολικοί.
Ο καχεκτικός ιππότης και η μαύρη αυτοκρατόρισσα, που συνομιλούν πιό κάτω είναι προσωπικότητες άξιες θαυμασμού. Εγώ, παρεμβαίνω στο διάλογο και στις σκέψεις τους με θράσος, αλλά με καλό σκοπό.
Επιβεβαιώνω τα λόγια αυτής της εξαιρετικής γυναίκας: «.....η ομορφιά είναι η αιτία και ο σκοπός του Σύμπαντος ».



























Καχεκτικός Ιππότης: …βρισκόμουν μπρος σε μιάν εμφάνιση από τις πιό ιδανικές και τις πιο τραγικές της ανθρωπότητος.
Μαύρη Αυτοκρατόρισσα: ... Όταν οι Ελληνες μιλούν ελληνικά είναι σα μουσική.
Sun Knight: Είναι η πρώτη τους συνάντηση, Μάϊος του 1891 στη Βιέννη. Ο έλληνας είναι ακόμη «ιπποκόμος», 24 χρονών και καμπούρης. Η πριγκίπισσά του είναι 30 χρόνια μεγαλύτερή του. Στο πρόσωπό της έχει βρεί ΕΚΕΙΝΗ, έτσι την αποκαλεί, την δική του Βεατρίκη, την ενσάρκωση της Ιδέας.
Κ Ιπ: Κυττάξτε αυτό το θεόρατο γηραλέο δέντρο με τους γυμνούς μαύρους κλώνους....
Μ Αυτ: Ο πόνος του είναι πιό βαθύς από την τρικυμία. Μοιάζει σαν το Βασιλέα Λήρ. Και κεραυνός να πέση τώρα να το κάψη, πάλι θά‘χη νικήσει το θάνατο.
Sun Knight: Ο βασιλιάς Ληρ τραβάει τ’ άσπρα του μαλλιά μέσα στην καταιγίδα. Ζητάει από τον κεραυνό να συντρίψει τις μήτρες της φύσης, αυτές που γεννούν αχάριστους ανθρώπους. Η μαύρη αυτοκρατόρισσα χαίρεται μέσα στη θύελα, αισθάνεται κοντά στην αληθινή φύση των πραγμάτων.
Κ Ιπ: Η θωριά της Αυτοκρατείρας, όταν τη χτενίζανε σήμερα, μ’ έκανε να συλλογισθώ έξαφνα την Ελίζαμπετ Σίδδαλ, «the beloved» - την «αγαπημένη» εκείνη του Ροσσέτη και την αλησμόνητη......Γιά μιά στιγμή ανασήκωσ’ένα κύμα των μαλλιών της στο ένα χέρι, κρατώντας στ’άλλο έναν ασημένιο καθρέφτη του χεριού.....‘Ετσι ήτον αληθινά η ζωγραφιά του Ροσσέττη «Τ’όμορφο χέρι»......Και τώρα ξέρω, ότι είναι στ’ αλήθεια η ίδια η Ελίζαμπετ Σίδδαλ, η ίδια υπερκόσμια μορφή.....
Κ Ιπ: Σήμερα στον περίπατο μιλήσαμε γιά το Δάντη Γαβριήλ Ροσσέττη και γιά τον Burne Jones.
Μ Αυτ: Είναι ψυχές από άλλους καιρούς, που ξανάρθανε στη γη να συνεχίσουν τα όνειρα των πρωτυτερινών ανθρώπων και να μαντέψουν τα όνειρα των υστερνών.....
Sun Knight: Ο μαγεμένος ιππότης συγχέει πίνακες και γυναίκες που ποζάρουν: La Bella Mano και Lady Lilith, Elizabeth Siddal και Alexa Wilding.
H Elizabeth Siddal ήταν όντως η πρώτη «αγαπημένη» του Ροσσέττη. Πέθανε νέα, ζεί όμως πάντα μέσα στους ζωγραφισμένους θρύλους των Προραφαηλιτών, ζεί ακόμη κι όταν υποκρίνεται την πνιγμένη Οφηλία του Millais. Οταν ο Dante Gabriel Rοssetti την πρωτοσυνάντησε, δήλωσε πως όρισε το πεπρωμένο του, την έκανε μούσα του και την παντρεύτηκε. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε ούτε να κοιμάται και με άλλες γυναίκες, ούτε να εμπνέεται κι από άλλες μούσες. Jane Morris, Fanny Cornforth, Alexa Wilding, Maria Spartali (ελληνίδα), πέρασαν όλες από τον καμβά και τον χρωστήρα του.


Κ Ιπ: Και φαίνεται απ’ εδώ το Νεκρονήσι του Bocklin, το δεμάτι εκείνο ολόϊσα κυπαρίσσια πού σφίγγουνε στην αγκαλιά τους το άσπρο σπίτι των ψυχών, επάνω στον καθρέφτη των νερών.
Μ Αυτ: Είναι ένας περαματάρης εκεί που μοιάζει ίδιος ο Χάρων. Μες τη βάρκα του με τα κουπιά με περνά στο νησί σα μιά ψυχή θλιμμένη και νοσταλγική.
Sun Knight: Βασιλεύει εκεί η Περσεφόνη κι έχει γιά σκήπτρο της το μυστικό ρόϊδι. Είναι θλιμένη γιατί πρέπει να μοιράζεται ανάμεσα στους δύο κόσμους, ανάμεσα στη Λευκή Θεά και τον Μαύρο Αυτοκράτορα. Το κόκκινο των χειλιών της είναι ίδιο με το κόκκινο των σπόρων του ροϊδιού. Φαίνεται καθαρά στην εξιδανικευμένη Jane Morris, στον διασημότερο πίνακα των Προραφαηλιτών.



Μ Αυτ: Εδώ πάνω φαντάζομαι στου φεγγαριού τη γλάρα τις νύμφες και τις ξωθιές ν’ ανεβαίνουν από τα χαμηλώματα και από τα δάσινα τα βάθη και να στήνουν τον αέρινο χορό τους.
Κ Ιπ: Η Αυτοκράτειρα πήγαινε κ’ερχότανε στο περιστύλιο, πίσω απ’ τις κολώνες και τις Μούσες που αχνοφέγγριζαν και ήτον η ενσάρκωσις αυτής της μεταφυσικής σχεδόν ωραιότητος που εδώ φανερωνότανε στην επιφάνεια της ζωής.
Sun Knight: Το αγαπημένο της έργο του Σαίξπηρ είναι το «Όνειρο μιάς καλοκαιριάτικης νυχτιάς». Στη νεότητά της θα μπορούσε να είναι η νεραϊδοβασίλισσα Τιτάνια. Όχι πιά. Ο συνοδός της σίγουρα δεν είναι ο Όμπερον (λόγω εμφάνισης). Δεν είναι ούτε ο Πούκ (λόγω χαρακτήρα).
Μ Αυτ: Είμαι πάντα εδώ προτού να βγη ο ήλιος γιά να βλέπω πως ξυπνούν οι κήποι. Ποτέ πιά να μην ξανάρθετε εδώ αυτήν την ώρα ! Είναι η μόνη στιγμή που είμαι ολότελα μονάχη.
Κ Ιπ: .... μου φάνηκε πως είδα με τα μάτια μου το παραμύθι της Μελουζίνας......

Sun Knight: Το μεσαιωνικό ρομάντζο της Μελουζίνας και του Ρεμονδίνου, του ευγενικού ιππότη και της ξανθιάς νεράιδας με την ασημογάλαζη ουρά. Η δρακονεράϊδα παραμένει κοντά στον αγαπημένο της όσο δεν αποκαλύπτεται η αληθινή της φύση. Στο ιπποτικό μυθιστόρημα, φεύγοντας προδομένη, πετά σαν δράκαινα τρείς φορές γύρω από τον πύργο των Λουζινιάν βγάζοντας πονεμένες κραυγές.
Είναι μήπως η γερασμένη πριγκίπισσα μακρυνή απόγονος της Μελουζίνας; Μήπως μετά από μεγάλο πόνο ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά της και να επιστρέψει κι εκείνη στο Άβαλον; Ο υπερφυσικός κόσμος και ο κόσμος των θνητών συνδέονται όμως εξαιτίας της ομορφιάς, όχι εξαιτίας του πόνου.
Κ Ιπ: Η σελήνη είχε προβάλει: ο δίσκος που σκότωσε τον Υάκινθο ανέβαινε αργοκυλώντας πίσω απ’ τα μαύρα τα βουνά. Λεκέδες από μελανιασμένο αίμα ξανοίγονταν επάνω στη φεγγερή γυαλάδα του...Τι νύχτα εξαίσια, όλο διαφάνειες ενός κόσμου φανταστικού και κρυσταλλένιου!
Μ Αυτ: Το λοιπόν κ’ εσάς σας φαίνεται πως η γη είναι κιόλας πεθαμένη και πως εμείς είμαστε τα τελευταία ανθρώπινα πλάσματα μέσα σε μιάν ερημιά από γυαλί και πως κυττάζομε με μάτια από γυαλί τους κήπους της σελήνης που κι αυτή έχει πεθάνει πρώτη.
Sun Knight: Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που το ύφος των απομνημονευμάτων γίνεται υπερβολικά γλυκερό και πνίγεται από την ίδια του την λογοτεχνική κατάχρηση. Το παραπάνω δεν είναι από αυτά. Τα μαύρα βουνά και οι κήποι της σελήνης, η νεκρή γη και η γυάλινη ερημιά με στοιχειώνουν μέχρι σήμερα με την υπερκόσμια απαισιοδοξία τους.
Μ Αυτ: Ολα εδώ είναι τόσο μαγευτικά, που θα επιθυμούσε κανείς στ’ αλήθεια ο κόσμος όλος να ήταν ερείπια.
Κ Ιπ : Θυμήθηκα την εικόνα του Burne Jones «Ο Ερως μες τα ερείπια»: ήτον η ίδια ψυχική νότα, μόνο ακόμη πιό αισθητική, αν γίνεται, πιό μουσικά οδυνηρή.
Sun Knight: Το παράξενο ζευγάρι κάνει μεγάλους περιπάτους γιά ώρες μέσα σε ρομαντικά τοπία. Η μελαγχολία πλανιέται στην ατμόσφαιρα και τους σκεπάζει σαν άχρονη παραμυθένια ομίχλη, σαν την μελαγχολία στους πίνακες του Edward Burne-Jones. Ο νεαρός έλληνας αναφέρεται στην πρώτη και λιγότερο γνωστή εκδοχή του «Love among the Ruins» (1870-73) καθώς η δεύτερη δεν έχει ακόμη ζωγραφιστεί (1894). Σε μιά συμπτωματική αντιστροφή, στο ζευγάρι του πίνακα είναι ελληνίδα η γυναίκα: η Μαρία Ζαμπάκο, ερωμένη του μεγάλου ζωγράφου.



Κ Ιπ : …Μιλούσαμε σήμερα γιά τους Νιμπελούγκεν του Βάγνερ.
Μ Αυτ: Γιά μένα ο Βάγνερ είναι ένας λυτρωτής. Είναι η μουσική ενσάρκωσις μιάς γνώσεως των εσώτερών μας μυστικών..... Πρέπει να ξαναγυρίσωμε απ’εκεί πούρθαμε, στο πρωτογέννητο φλοίσβισμα του Ρήνου απ’ όπου γεννήθηκε το τραγούδι του Rheingold .
Sun Knight: Η Αυτοκράτειρα είναι φίλη και εξαδέλφη του Βαυαρού Βασιλιά Λουδοβίκου του Β’, λάτρη των γερμανικών μύθων και του Βάγκνερ. Ο «τρελός» Βασιλιάς έχει εδώ και χρόνια αυτοκτονήσει (1886) έχοντας αφήσει όμως πίσω του μιά βαριά ρομαντική παρακαταθήκη που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η μαυροφορεμένη νύμφη γνωρίζει τις Βαλκυρίες και έχει τραγουδήσει το «Τραγούδι των Νίμπελούνγκεν».
Μ Αυτ: Κυττάξτε αυτό το τοπίο, μου είπε, μ’ όλη τη δύναμη των ματιών σας, γιατί ίσως ποτέ πιά δε θα το ξαναδήτε έτσι.....
Κ Ιπ : Και ήπια την άνοιξη και μέθυσα ίσα μ’ ένα φρένιασμα θλιβερό, σα να μην είχα άλλην άνοιξη να ζήσω.....

Sun Knight: Κι εγώ μέθυσα και θλίβομαι. Θλίβομαι γιά τη μαύρη αυτοκρατόρισσα, θλίβομαι γιά τον καχεκτικό, ερωτευμένο ιππότη, θλίβομαι και γιά μένα, γιά την μικρόπρεπη πραγματικότητα και την κακή μου μοίρα να ζω σε αυτή την άθλια εποχή.



Καχεκτικός Ιππότης: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Ινσμπρουκ με θέμα του διδακτορικού του τον Σοπεγχάουερ. Βαρώνος-Ιππότης του Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ, αισθητιστής και σκηνοθέτης. Επασχε από παιδί από κύφωση. Δάσκαλος των Ελληνικών και συνοδός της Αυτοκράτειρας (1891-93). Πέθανε το 1911.
Μαύρη Αυτοκρατόρισσα: η Αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ. Ωραία και τραγική αμαζόνα. Οταν συναντά τον Χριστομάνο έχει ήδη χάσει δυό παιδιά της, τον πατέρα και την αδελφή της και τον άντρα που αγάπησε. Ντυμένη τότε πάντοτε στα μαύρα. Δολοφονήθηκε το 1898.
Τα αποσπάσματα: προέρχονται από Το βιβλίο της Αυτοκρατείρας Ελισάβετ, φύλλα ημερολογίου του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Στους διαλόγους και μονολόγους του εκφράζονται απόψεις γιά τον ‘Ομηρο και τον Σαίξπηρ, τον Νίτσε και τον Βάγκνερ, τον Χάϊνε και τον ‘Ιψεν, τον Δοστογιέβσκη και τον Τολστόϊ, τον Δάντη και τον Μπωντλαίρ, τον Αχιλλέα και τον Siegfried, τους Προραφαηλίτες. Η πρώτη έκδοσή του στη γλώσσα μας έγινε το 1908.

19/11/07

WAR FLAG OF THE SUN


Δεκαετία του '90.
Αναδρομή στο παρελθόν.

HEAVY METAL ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ.






War Flag of the Sun: Κυκλοφόρησαν 29 ένθετα τεύχη στο περιοδικό ΜΗ/ΗΜ.
WF 1 (MH/HM 69, Σεπ 1990), WF 2 (MH/HM 72, Δεκ 1990),
WF 3 (MH/HM 75, Μαρ 1991), WF 4 (MH/HM 78, Ιουν 1991),
WF 5 (MH/HM 81, Σεπ 1991), WF 6 (MH/HM 84, Δεκ 1991),
WF 7 (MH/HM 87, Απρ 1992), WF 8 (MH/HM 92, Σεπ 1992),
WF 9 (MH/HM 95, Δεκ 1992), WF 10 (MH/HM 98, Μαρ 1993),
WF 11 (MH/HM 101, Ιουν 1993), WF 12 (MH/HM 104, Σεπ 1993),
WF 13 (MH/HM 106, Νοε 1993), WF 14 (MH/HM 109, Φεβ 1994),
WF 15 (MH/HM 114, Ιουλ 1994), WF 16 (MH/HM 117, Οκτ 1994),
WF 17 (MH/HM 121, Φεβ 1995), WF 18 (MH/HM 125, Ιουν 1995),
WF 19 (MH/HM 130, Νοε 1995), WF 20 (MH/HM 133, Φεβ 1996),
WF 21 (MH/HM 136, Μαι 1996), WF 22 (MH/HM 141, Οκτ 1996),
WF 23 (MH/HM 143, Δεκ 1996), WF 24 (MH/HM 147, Απρ 1997),
WF 25 (MH/HM 153, Οκτ 1997), WF 26 (MH/HM 155, Δεκ 1997),
WF 27 (MH/HM 159, Απρ 1998), WF 28 (MH/HM 165, Σεπ 1998),
WF 29 (MH/HM 172, Απρ 1999).

12/11/07

ΤΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ

Αρχαϊκό μειδίαμα: έτσι αποκαλούν οι ειδικοί το ιδιαίτερο γνώρισμα της γλυπτικής τέχνης του 6ου π.Χ. αιώνα. Οι Έλληνες γλύπτες δοκιμάζουν το υλικό τους και προετοιμάζονται γιά τα συγκλονιστικά επιτεύγματα του επόμενου αιώνα. Ολα αλλάζουν, το μόνο που μένει αμετάβλητο είναι το αινιγματικό αυτό χαμόγελο στα χείλη των σμιλεμένων μορφών.
Οι δημιουργοί χαμογελούν γιατί πιστεύουν στην χαρά της ζωής, στη νεότητα και στην ομορφιά του κόσμου. Τα δημιουργήματα, Θεοί και Ήρωες, Κούροι και Κόρες, χαμογελούν γιατί διαισθάνονται την επερχόμενη τελειοποίηση της μορφής τους.
Αργότερα, στην Κλασική Εποχή, καθώς δημιουργούνται τα ιδανικά πρότυπα της ανθρωπότητας, το νεανικό μειδίαμα θα εξελιχθεί σε ώριμη έκφραση περισυλλογής, μέτρου, αρμονίας και τάξης.

Ανάμεσα στις εποχές, στη μετάβαση από την Ύστερη Αρχαϊκή στην Πρώιμη Κλασική Περίοδο, χρονολογούν οι ειδικοί έναν μαρμαρωμένο πολεμιστή (490-480 π.Χ.). Ξεχωρίζει ανάμεσα στα άλλα εκθέματα του μουσείου της Σπάρτης. Τον έχω θαυμάσει από κοντά κι έχω λάβει το κάλεσμα. Στο πρόσωπό του διατηρεί ακόμη το αρχαϊκό μειδίαμα, στην παραλλαγή του σπαρτιατικού ιδιότυπου: Είναι χαμόγελο ανωτερότητας γιατί μόνον οι Σπαρτιάτες ήταν βέβαιοι πως ποτέ δεν θα αντιμετώπιζαν ισάξιους αντιπάλους. Είναι επίσης χαμόγελο αποδοχής θανάτου γιατί μόνον οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν τον θάνατο στη μάχη, σαν μιά τελευταία πράξη ολοκλήρωσης των προτύπων που τους ανάθρεψαν.


Ο Ηράκλειτος διδάσκει πως «ψυχές σκοτωμένες στον πόλεμο είναι καθαρότερες από αυτές που πέθαναν από αρρώστια» και ο Τυρταίος προτρέπει:
«Μη φοβηθείτε το πλήθος των ανδρών
και μη δειλιάσετε μπροστά τους,
παρά κάθε άνδρας την ασπίδα του
ας φέρει ίσια μπροστά,
στην πρώτη τη γραμμή
ας αψηφήσει τη ζωή
και του θανάτου τα μαύρα πνεύματα
μες την καρδιά του ας αγαπήσει,
όπως του ήλιου τις αχτίδες
.
»

Ο οπλίτης τρέχει χαρούμενος προς το θάνατο γιατί ο θάνατος δίνει νόημα στη ζωή του. Το τελετουργικό μειδίαμα και τα μάτια που ατενίζουν το άπειρο, τονίζουν την συγγένεια με τους θεούς. Το μειδίαμα είναι ευγενικό και μακάριο. Ο οπλίτης τρέχει σε ιδανικές σκηνές μάχης που διαδραματίζονται σε κλασικές μετόπες, σε ζωφόρους και αετώματα, μάχες εξιδανικευμένες από τον ελληνικό ανθρωπισμό που μηδενίζει την απόσταση μεταξύ θεών και ανθρώπων.


Ξαναείδα πρόσφατα το μειδίαμα του Σπαρτιάτη στην δοξαστική, κινηματογραφική επανάληψη της μάχης των Θερμοπυλών. Μεταλλαγμένο, δαιμονικό, απειλητικό, παρέμενε πάντως συνεπής δήλωση περιφρόνησης προς το θάνατο και μου θύμησε τις οφειλές μου.


Ο θαυμασμός μου για την Σπάρτη εξελίχθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Η εφηβική λατρεία της πολεμικής αρετής των Δωριέων σταδιακά ωρίμασε σε μιά ηπιότερη θεώρηση του κόσμου και τελικά ο Περικλής ο Ξανθίππου, με τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του με κέρδισε προς την πλευρά των Αθηναίων.
Ομως, χθές και σήμερα και πάντοτε, όταν αναζητώ το αρχέτυπο των ηρώων, μόνον μιά εικόνα θολώνει το βλέμμα μου:

Βλέπω στην αρχή και στο τέλος του πολιτισμού μας τη μητέρα των μαχών ενάντια στους Γίγαντες και στους Τιτάνες του σύμπαντος. Βλέπω την προσωπική φρουρά του Απόλλωνα σε κατά μέτωπον επίθεση να μάχεται υπέρ πάντων. Ηλιακός Λόχος, Φάλαγγα από ορείχαλκο και πορφύρα, οι ορκισμένοι Τριακόσιοι με τις μακριές κόμες και τους κόκκινους μανδύες. Στο δεξιό τους άκρο, ο πολέμαρχος βασιλιάς με το ηλιακό έμβλημα στην ασπίδα. Δίπλα του οι δύο σωματοφύλακες Ολυμπιονίκες με επίσημα τα δόκανα των Διόσκουρων και κότινους της τιμής στις περικεφαλαίες.


Ολοι τους με το αρχαϊκό μειδίαμα, προσμένουν με χαρά
το θάνατο και τη δόξα.

4/11/07

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ

Ο Αντόνιους Μπλόκ είναι παλιός μου σύντροφος.
Σε μιά άλλη εποχή πολεμήσαμε μαζί τους Άραβες και τους Τούρκους. Τότε φοράγαμε τον Σταυρό, συνδετικό σύμβολο της χριστιανικής Ευρώπης, αν και περισσότερο πιστεύαμε στο σπαθί μας και λιγότερο στο Χριστό. Ο Αντόνιους Μπλόκ ήταν Σουηδός, ένας ιδεαλιστής στρατιώτης, που πάντα αναζητούσε την αλήθεια και το νόημα της ζωής. Πριν από επτακόσια τόσα χρόνια χωρίσαμε πικραμένοι και νικημένοι, αφήνοντας πίσω μας τους Άγιους Τόπους χωρίς ελπίδες επιστροφής.

Σε αυτή τη ζωή, τον ξανασυνάντησα καθυστερημένα στους δρόμους της τέχνης, πολύ μετά τον Δον Κιχώτη και τον Ιππότη του Ντύρερ, γι’ αυτό και τον αποκαλώ τρίτο ιππότη.
Ο Αντόνιους Μπλόκ, ο τρίτος ιππότης (του κινηματογράφου), έχει άλλωστε κοινά στοιχεία και με τους δύο άλλους (της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής): Χαρακτηρίζεται από τον ιδεαλισμό του πνευματικού τύπου του πρώτου, που αδιαφορεί γιά την πρακτική πλευρά των πραγμάτων χωρίς όμως να καταλήγει «ιππότης της ελεεινής μορφής». Ιππεύει όπως ο δεύτερος, ανάμεσα στον Θάνατο και τον Διάβολο χωρίς όμως την ακλόνητη πίστη και την περιφρόνηση που διακρίνει τον Γερμανό ιππότη.
Πριν λίγα χρόνια, στην ανοιχτή αίθουσα ενός θερινού σινεμά, έμαθα ποιά ήταν η κατάληξή του, στην κορυφαία ταινία Det Sjunde Inseglet του συμπατριώτη του Ingmar Bergman.


Ο αφηγητής διαβάζει την Αποκάλυψη του Ιωάννη :
«. . . Κι όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα έγινε σιγή στον ουρανό ώς μισή ώρα. Κι ύστερα είδα τους εφτά αγγέλους που στέκουνταν μπροστά στο Θεό και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες. . . »
Το πρώτο πλάνο μας δείχνει τον συννεφιασμένο ουρανό. Το άνοιγμα της έβδομης και τελευταίας σφραγίδας σηματοδοτεί την οριστικοποίηση των συμβάντων που οδηγούν στο τέλος του κόσμου.
Η κάμερα εστιάζει δίπλα στη θάλασσα: σε μιά πετρώδη ακρογιαλιά, ξεκουράζεται ο Σουηδός Σταυροφόρος παίζοντας σκάκι με τον εαυτό του, έχοντας δίπλα του το σπαθί του. Εχει μόλις επιστρέψει στην πατρίδα έπειτα από δέκα χρόνια περιπλάνησης, αδύναμος και χωρίς τις απαντήσεις που έψαχνε.
Εκεί, στα σύνορα της ξηράς με το υγρό στοιχείο, τον πλησιάζει απειλητικά ο μαύρος αγγελιοφόρος και τον καλεί στο τελευταίο του ταξίδι. O τέταρτος καβαλάρης της Αποκάλυψης, ο Θάνατος πάνω στο χλωμό του άλογο έχει ήδη ελευθερωθεί με το άνοιγμα της τέταρτης σφραγίδας.
Ο παλιός μου σύντροφος προτείνει στο Θάνατο μιά παρτίδα σκάκι: « Θά ζήσω όσο παίζουμε. Αν νικήσω θα με αφήσεις ». Προσπαθεί να κερδίσει λίγο χρόνο γιά να ξαναδεί το κάστρο του και ίσως για να απαντήσει στα χρόνια, μεταφυσικά του ερωτήματα.



Στο ζοφερό τοπίο της χριστιανικής μυθολογίας των σπασμένων σφραγίδων, καθώς επίκειται το τέλος του κόσμου κι εξαπλώνεται μιά επιδημία πανούκλας, ο Αντόνιους Μπλόκ ψάχνει τον Θεό ανάμεσα σε ιεροκήρυκες του φόβου και αρρωστημένους πιστούς, βρωμερούς χωριάτες και τρελαμένες μάγισσες.
Οπως λέει ο ίδιος, ζει στα όνειρα και στις φαντασιώσεις, δεν φοβάται να πεθάνει αλλά θέλει γνώση, όχι πίστη και υποθέσεις. Δεν βρίσκει δικαίωση στη ζωή που ορίζεται μόνον από τον θάνατο. Αγνωστικιστής που θέλει αλλά δεν μπορεί να πιστέψει, ψάχνει ακόμη και τον Διάβολο ώστε να τον ρωτήσει γιά την ύπαρξη του Θεού.
Η σωστή απάντηση γιά το νόημα της ζωής - αν και όχι γιά τον Θεό - έρχεται μέσα από την συναναστροφή με μιά «θεία» οικογένεια πλανόδιων γελωτοποιών. Η χαρά της ζωής βρίσκεται στα απλά πράγματα: στην υγεία, στην αγάπη της οικογένειας, στον δροσερό αέρα μιάς φωτεινής ημέρας, στην ομορφιά του φυσικού τοπίου.

















Οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι δεν είναι όμως συνηθισμένοι βιοπαλαιστές, είναι θεατρίνοι και τραγουδοποιοί. Ο άνδρας καλλιτέχνης βλέπει οράματα πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και μας υπενθυμίζει τον τρόπο που η Τέχνη μπορεί να σώζει. Ο κόσμος δικαιώνεται ως αισθητικό φαινόμενο και ο πρώην σταυροφόρος μπορεί να δικαιωθεί επίσης ως φρουρός των συνόρων, ως φύλακας της ομορφιάς του κόσμου, της τέχνης και της κοινότητας των απλών, άξιων ανθρώπων.
Ο ιππότης-φρουρός μέσα στο δάσος, με τη λαβή του σπαθιού προτεταμένη στον ώμο, χάνει φυσικά την παρτίδα με τον Θάνατο αφού όμως πρώτα έχει εξασφαλίσει την διαφυγή και σωτηρία του ζευγαριού των καλλιτεχνών.
Μέσα στην καταιγίδα, επιστρέφει στον πύργο του κι εκεί ο Θάνατος τον παίρνει και τον οδηγεί μαζί με τους άλλους χαρακτήρες του δράματος σ’ έναν εξόδιο, μακάβριο χορό.
Ο ευεργετημένος, οραματιστής καλλιτέχνης βλέπει την σκηνή από μακριά και την αποθανατίζει στη μνήμη του και στην δική μας σαν μιά τελευταία φωτογραφία υψηλής αισθητικής. Βεβαίως, το τέλος γιά μας είναι πάντα μιά νέα αρχή . . .


Δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω γενικά γιά το έργο, την εικονογράφιση και τους άλλους συμβολικούς χαρακτήρες. Αλλωστε ο πραγματιστής, κυνικός, γενναίος και άθεος ιπποκόμος Γιένς αξίζει μόνος του ένα ξεχωριστό κείμενο - η στάση του καμμία σχέση δεν έχει με τον χυδαίο ρεαλισμό πληβείου, τύπου Σάντσο Πάντσα.
Ηθελα μόνον να θυμηθώ τον παλιό μου συμπολεμιστή και να υποστηρίξω την προσωπογραφία, που τόσο πιστά κατέγραψε ο φακός της μηχανής του σκηνοθέτη.
Οπως λέει ταιριαστά κι ο Οσκαρ Γουάϊλντ μέσω του λόρδου Χένρυ, σε ένα από τα ευαγγέλια της αισθητικής μας: «Λατρεύω τις απλές απολαύσεις ... Είναι το τελευταίο καταφύγιο των σύνθετων ανθρώπων».

Η Εβδομη Σφραγίδα (1956): σκηνοθεσία και σενάριο του Ι. Μπέργκμαν, φωτογραφία του Γκούναρ Φίσερ, Αντόνιους Μπλόκ ο ηθοποιός Μαξ φον Σίντοβ.
Το απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: σε μεταγραφή του Γ. Σεφέρη.
Ευαγγέλιο της Αισθητικής: Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη.