Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΠΠΟΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΠΠΟΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1/6/24

YOU KEEP ON MOVING

Far away, far away

You keep on moving

Far away, far away

Everyday wheels are turning

And the cry still returning.

 

Dawn will soon be breaking

The day has just begun

You put your arms around me

Like a circle ΄round the sun

Dance across the seasons

To a place that no one knows

Where angels fear to tread.


Γυρίζει ο τροχός του Χρόνου ασταμάτητα.

Κι εμείς, γύρω από τον Ήλιο χορεύουμε σαν μεθυσμένοι,

Στον αδιάσπαστο κύκλο των εποχών παγιδευμένοι.

Και καθώς η μέρα στο τέλος της φτάνει,

Και το Λυκόφως βαθαίνει,

Όλο και προχωρούμε προς εκείνον τον τόπο,

 Που όλοι γνωρίζουμε μα κανείς μας δεν ξέρει.

Εκεί οι δαίμονες μας περιμένουν,

Γνωστοί και άγνωστοι, δικοί μας και ξένοι.

 


Ένας σπαρακτικός λυγμός πλημμύριζε την συναυλιακή αίθουσα στον αποχαιρετισμό του You Keep on Moving. Κρεμόταν από την οροφή, θόλωνε το βλέμμα, βάραινε το στήθος, έσφιγγε την ψυχή μας. Πλανιόταν μπροστά από το γερασμένο πρόσωπο κι από τα ρυτιδιασμένα χέρια του ευγενούς ήρωα της εφηβείας μας.

Και δεν ήταν ερωτικό αναφιλητό ούτε συγκίνηση για τη χαρά της ζωής. Ήταν αφόρητος θρήνος για τη χαμένη μας νεότητα και την ανεπανάληπτη εποχή της που πέρασε.

 

 

 

You Keep on Moving: Glenn Hughes και David Coverdale (Come Taste the Band, Deep Purple 1975).

Η παράφραση: Προσωπική μου πρόσληψη του εμβληματικού τραγουδιού.

Οι φωτογραφίες: Ο 72 χρονών Glenn Hughes μπροστά από τον εικοσιδιάχρονο εαυτό του της εποχής του BURN. Live στο Floyd, 24 Μαϊου 2024. Πενήντα χρόνια μετά.

Ο Λυγμός: Αβάσταχτος - στο εκστατικό πέρασμα στη μέση του Mistreated.

Purplesnake: War Flag, Nοέμβριος 2015.

1/1/24

VACANT GAZE

Κάθε φορά τέτοιες μέρες, δύσκολα διαχειρίζομαι τη θλίψη μου για τον πανδαμάτορα χρόνο που μας κυβερνά. Αμφιθυμία με κυριεύει δίχως παρηγοριά. Κι ας ανατρέχω σε αγαπημένους πίνακες και ποιήματα, στον Ροσσέττι και τον Μπερν-Τζόουνς. Κι ας περιεργάζομαι ξεχασμένα αντικείμενα στις συλλογές μου προσπαθώντας να θυμηθώ το πρώτο τους νόημα. Κι ας προσεύχομαι στους άγιους πατέρες της προσωπικής μου θεολογίας για ένα αποκαλυπτικό όραμα σε έναν αλλότριο κόσμο.

Εξακολουθώ να προσποιούμαι παίζοντας έναν αναγκαστικό κοινωνικό ρόλο σε μια κοινότητα και σε μια εποχή που δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες μου. Και η δυσφορία μου επιδεινώνεται από την αποτυχία μου να κατανοήσω τον τρόπο που με βλέπουν οι λίγοι αξιοπρόσεκτοι άλλοι - έξυπνοι μα αντιφατικοί φίλοι που με ανέχονται και ηδονικές μα ακαλλιέργητες γυναίκες που με αντιπαθούν. Το τέλος της παράστασης μοιάζει προβλέψιμο καθώς, λίγο λίγο, διαλύεται ακόμη και η ψευδαίσθηση της ελάχιστης συνοχής με τον ευμετάβλητο θίασο που με περιβάλλει. 

Ωστόσο, σε πείσμα των καιρών, παραμένω στον δικό μου κόσμο άπιστος και αντιδραστικός. Κωμικός και ανίσχυρος μπροστά στην επέλαση της εντροπίας που σαρώνει το σύμπαν, συνεχίζω την αναζήτηση της αληθινής προοπτικής με μοναδικό μου σύμμαχο την ανώφελη πολυτέλεια μιας ανώτερης αισθητικής.


 Gladstone was still respected,

When John Ruskin produced

“King’s Treasuries”; Swinburne

And Rossetti still abused.

 

Foetid Buchanan lifted up his voice

When the faun’s head of hers

Became a pastime for

Painters and adulterers.

 

The Burne-Jones cartons

Have preserved her eyes;

Still, at the Tate, they teach

Cophetua to rhapsodize;

 

Thin like brook-water,

With a vacant gaze.

The English Rubaiyat was still-born

In those days.

 

The thin, clear gaze, the same

Still darts out faun-like from the half-ruin’d face,

Questing and passive. …

“Ah, poor Jenny’s case”…

 

Bewildered that a world

Shows no surprise

At her last maquero’s

Adulteries. 






Το ποίημα: Yeux Glauques. Από την ευρύτερη ενότητα Hugh Selwyn Mauberley (1920) του Ezra Pound. Ένα ξεχωριστό τμήμα που προβάλλει το αισθητικό κίνημα των Προραφαηλιτών ως προκεχωρημένο πολιτισμικό φυλάκιο μέσα στο εχθρικό περιβάλλον της πουριτανικής ηθικής των Βικτωριανών.

Η φωτογραφία: Η Αρχόντισσα του Σάλοτ (1888), έργο του J W Waterhouse. Από την τελευταία επίσκεψή μου πριν δέκα χρόνια στην Tate Gallery (Λονδίνο, Σεπτέμβριος 2013).

Avant-Garde: War Flag, 01.01.2016.

7/10/22

SWORDS

«Θέλω να πιστεύω πως στα χρόνια που πέρασαν - χρόνια καθοριστικά για την εξέλιξη του Metal στη χώρα μας -  ο Warlord έδωσε τη μάχη για το αληθινό Heavy Metal. Μόνος εναντίον όλων, με λίγους σκληροπυρηνικούς στο πλευρό του, υπερασπίστηκε την καθαρότητα του ιδιώματος, φανερώνοντας τον πραγματικό χαρακτήρα του Hard...»                                   

Από τις ασπρόμαυρες σελίδες των Swords, ξεπρόβαλε ένας αντιδραστικός ορίζοντας ιδεών που διαφοροποιούσε την πολιτισμική λειτουργία του Heavy Metal μέσα στο ευρύτερο περίγραμμα της νεανικής αντικουλτούρας. Βόρεια Μυθολογία και Αρθουριανός Κύκλος, Παράδοση και Παγανισμός, Diamond Head και Tygers of Pan Tang, Έπος και Λυρισμός. Avant-garde σε παγκόσμια κλίμακα, που κάποτε η πρωτοποριακή ορθοδοξία της θα μνημονεύεται στις πραγματικές της διαστάσεις.


Τον Δεκέμβριο του 1989, ο Πολέμαρχος αποχαιρέτησε για ύστατη φορά τους συμπολεμιστές του, στο τέταρτο και τελευταίο τεύχος των Σπαθιών.

«Έτσι κι αλλιώς, ο Warlord έκανε ότι μπορούσε για να απωθήσει την παρακμή. Ο αγώνας του τελειώνει σ’ αυτές τις τελευταίες γραμμές που γράφω. Ο Warlord φοράει την περικεφαλαία του, παίρνει το ξίφος του και σας αποχαιρετά. Φεύγει μαζί με μιά ολόκληρη δεκαετία, αυτόν τον τελευταίο μήνα του ’89. Φεύγει έχοντας θεμελιώσει νέα σημεία αναφοράς...»

Gods of war I call you. My sword is by my side.

Blessed be the light, that burns away the night.

The foundation will be built for a kingdom that will come.

 

                                                                 


                                                                

SWORDS: Κυκλοφόρησαν 4 δισέλιδα τεύχη, ένθετα στο περιοδικό Metal Hammer & Heavy Metal, από τον Δεκέμβριο του 1988 έως τον Δεκέμβριο του 1989.

Τεύχος 1 (Δεκέμβριος 1988, MH&&HM No 48)

Τεύχος 2 (Μάρτιος 1989, MH&&HM No 51)

Τεύχος 3 (Οκτώβριος 1989, MH&&HM No 58)

Τεύχος 4 (Δεκέμβριος 1989, MH&&HM No 60)

Η Περικεφαλαία: Ο Πολέμαρχος εμφανίστηκε φορώντας περικεφαλαία στη συναυλία των Motorhead, τον Μάρτιο του 1988 στο Σπόρτινγκ. Παρόμοια με αυτήν στο λογότυπο των SWORDS. Την έφερε αρχικά μαζί του για να τη δωρίσει στον Lemmy, αλλά εν τω μεταξύ κυριεύτηκε από την οικεία του φαντασίωση της επικής υπερέντασης. Μια από τις επιδεικτικές ακροβασίες εκείνης της ωραίας εποχής, που με το πέρασμα των χρόνων έγινε αστικός μύθος. 

War Flag Ιουλίου 2019: Η Αθάνατη Φλόγα (του Επικού Heavy Metal)






18/8/22

ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ

Τον Απρίλιο του 1204, Βενετοί και Φράγκοι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη καταλύοντας την ελληνοποιημένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το αποδιοργανωμένο Βυζάντιο δεν ήταν πλέον παρά ένα φάντασμα του κάποτε πανίσχυρου χριστιανικού κράτους της ανατολής. Πολεμικές ήττες και απώλεια εδαφών ζωτικής σημασίας, ανάξιοι αυτοκράτορες, θλιβερός στρατός ξένων μισθοφόρων, κοινωνική αποσύνθεση, κεντρική κακοδιοίκηση και αποξένωση των επαρχιακών πληθυσμών, εσωτερικές επαναστάσεις, δολοπλοκίες και εμφύλιες συγκρούσεις, χαρακτήριζαν την βαθιά παρακμή της τελευταίας εποχής.

Ο χριστιανισμός της ορθοδοξίας αποδείχτηκε κατώτερος όχι μόνον των αρχέγονων αξιών του ελληνισμού, αλλά ακόμη και του δυτικού χριστιανισμού των Λατίνων. Ο χριστιανισμός της καθολικής Δύσης ενσωμάτωσε και ενοποίησε τους ημιάγριους Γερμανούς που είχαν καταλύσει την δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά επίσης διατήρησε το καλλιτεχνικό αισθητήριο των Ελλήνων και ευλόγησε τα ξίφη των σταυροφόρων ιπποτών που υπερασπίστηκαν τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό.

Η λατινική κατάκτηση και τα κρατίδια που ιδρύθηκαν, άφησαν πίσω τους κληρονομιά, χαρακτηριστικά φρούρια, σπαρμένα σε πολλά σημεία του ελληνικού χώρου.

Βεβαίως, η ιστορική γνώση μόνον έμμεσα με επηρεάζει καθώς περιηγούμαι στο κάστρο Χλεμούτσι. Περιπλανώμαι στον εξαγωνικό εσωτερικό περίβολο και στις θολωτές αίθουσες, και παρατηρώ τα οξυκόρυφα τόξα των ανοιγμάτων. Το κάλεσμα είναι ξεκάθαρα μεταφυσικό και στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες αντικατοπτρίζονται οι ιδεολογικές μου εμμονές. Στη περίμετρο των φράγκικων τειχών αντηχούν οι στίχοι του Ουράνη για τους βόρειους ιππότες με τα μακριά κοντάρια...


Πρέπει να είμαι απόγονος των ιπποτών εκείνων

που, τώρα αιώνες, κίνησαν απ’ του Βορρά τα μέρη

με τ’ όραμα των Άγιων των Τόπων για οδηγό τους

και το μακρύ κοντάρι τους στο δυνατό τους χέρι


και που, γυρνώντας θριαμβευτές, στο δρόμο σταματήσαν

κι απ’ το λαμπρό Βυζάντιο ίσαμε την Ελλάδα

στήσανε κάστρα αγέρωχα πάνου σε κάθε λόφο

που ορθώνεται απότομος σε μια εύφορη κοιλάδα.

 

Πρέπει να είμαι απόγονος των ιπποτών εκείνων,

γιατί ούτε αυτός ο Παρθενών, ούτε η Αγία Σοφία

δε μου εγεννήσαν τη γλυκειά εκείνη νοσταλγία

 

που ένοιωσα, όταν κάποτες είδα στην Αχαία

ένα καστέλι Φράγκικο, σιωπηλό και μόνο,

να υψώνει τις επάλξεις του – προκλητικά – στο Χρόνο.


 

                                        




Απόγονος: Το εξαιρετικό ποίημα του Κώστα Ουράνη. Ένα από τα "Τραγούδια" που «βρέθηκαν σκόρπια» στα χαρτιά του.

Ο ποιητής Κώστας Ουράνης: War Flag, Σεπτέμβριος 2010.

Οι φωτογραφίες: Από την πρόσφατη, τρίτη επίσκεψή μου στο κάστρο Clairmont του Πριγκιπάτου της Αχαίας. Το κάστρο κατασκευάστηκε το 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Α' Βιλλεαρδουίνο.



20/12/21

Η ΕΚΘΕΣΗ

Το περιβόλι βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι του παππού, από την άλλη πλευρά του δρόμου. Σήμερα, στη θέση του υψώνεται μια πολυκατοικία. Ο συνταξιούχος παππούς μου καλλιεργούσε εκεί διάφορα ζαρζαβατικά, περνώντας την ώρα του όταν δεν έπαιζε τάβλι στο μικρό καφενείο λίγο πιο κάτω. Το καφενείο υπάρχει ακόμη, το επισκέπτομαι πάντοτε τέτοιες γιορτινές μέρες ανακαλώντας το παρελθόν.

Στο περιβόλι έπαιζα κι εγώ κάποιες φορές, δέκα χρονών πιτσιρίκος από τη επαρχία, που περνούσα τα Χριστούγεννα με τη γιαγιά και τον παππού στην Αθήνα. Τον δάσκαλο παππού, που δεν με άφηνε σε ησυχία με την καθημερινή εκγύμναση αριθμητικής και έκθεσης, τα μόνα μαθήματα που θεωρούσε σημαντικά. Βεβαίως, δεν μου άρεσε το υποχρεωτικό φροντιστήριο στο διάστημα των διακοπών. Όταν δεν είχα σχολικές υποχρεώσεις το ενδιαφέρον μου μονοπωλούσαν τα κόμικς, τα παιχνίδια και οι φανταστικές ιστορίες: οι Ινδιάνοι, τα Υποβρύχια, τα Διαστημόπλοια, οι Ιππότες και οι Πειρατές.

Μια μέρα που τριγυρνούσα κακόκεφος στο περιβόλι υπό την επήρεια της ίδιας σκανδαλιάρικης διάθεσης που έκανε μυθιστορηματικό ήρωα τον Τομ Σόγερ, βρήκα μια δωδεκάδα φρέσκα αβγά, αφημένα ανάμεσα στα κλαδιά ενός θάμνου. Τα περιεργάστηκα, τα καθάρισα, τα μέτρησα, και αποφάσισα να τα κρύψω σε κάποιο άλλο σημείο του κήπου. Για την ακρίβεια, τα έθαψα τυλιγμένα σε φύλλα για να μη σπάσουν, και συνέχισα αμέριμνος την εξερεύνησή μου ψάχνοντας τους ανύπαρκτους φίλους μου, Ινδιάνους και Πειρατές.


«Τι θα γινόταν αν έφευγε και πήγαινε πολύ μακριά , σε άγνωστες χώρες, πέρα από τις θάλασσες, και δεν ξαναγύριζε πίσω ποτέ;

… Όχι, θα γινόταν πολεμιστής και θα γυρνούσε μετά από πολλά πολλά χρόνια δοξασμένος και μπαρουτοκαπνισμένος. Ή μάλλον όχι. Θα πήγαινε με τους Ινδιάνους να κυνηγήσει άγρια βουβάλια...

... Αλλά όχι, υπήρχε κάτι ακόμα πιό μεγαλειώδες. Θα γινόταν πειρατής! Αυτό ήταν! Τώρα το μέλλον του απλωνόταν ολοκάθαρο μπροστά του, αστράφτοντας με απερίγραπτη λαμπρότητα.»

Αργότερα, λίγο πριν την επιστροφή στο σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό, παρακολούθησα αδιάφορος τον παππού να ψάχνει τον θάμνο με έκδηλη απορία. Υποψιάστηκε τι είχε συμβεί, αλλά δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός της εξαφάνισης. Ούτε καν με ρώτησε κατά τη διάρκεια του φαγητού. Αντιθέτως, το ίδιο απόγευμα, την ώρα της έκθεσης, το θέμα που μου δόθηκε προς ανάπτυξη ήταν κατευθείαν και ερωτηματικά αποκαλυπτικό: «Τι Έκανα στον Κήπο τα Αυγά»...

Στην έκθεση περιέγραψα γραπτώς και με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο, τον τόπο, τις συνθήκες, ακόμη και το κίνητρο της πράξης μου, κι ο ευχαριστημένος δάσκαλος παππούς μου με βαθμολόγησε με άριστα. Κι έπειτα μου ζήτησε να αποδείξω τα γραφόμενά μου, να ξεθάψω και να επιστρέψω πάραυτα τα αυγά.

Τα χρόνια πέρασαν δίχως να κατάφερω να αποδράσω σε άγνωστους και ονειρικούς χωροχρόνους. Δεν δοξάστηκα πολεμικά, δεν πήγα στους Ινδιάνους, δεν έγινα ούτε Πειρατής. Έγραψα όμως πολλές εκθέσεις, κι έμαθα να εκθέτω με το δικό μου ύφος τις αποκλίνουσες ιδέες μου.

Και ποτέ δεν ξέχασα εκείνο το συγκεκριμένο θέμα, που μου δίδαξε έναν άλλο, διφορούμενο, έμμεσο και ταυτόχρονα άμεσο τρόπο για την ανθρώπινη συμπεριφορά, την επικοινωνία, και την εκπαίδευση.

 

 

 


Η εικόνα: The Wind in the Willows, του Αμερικανού ζωγράφου Arthur Suydam.

Το ενδιάμεσο κείμενο: Από το όγδοο κεφάλαιο των Περιπετειών του Τομ Σόγερ, του Μάρκ Τουέιν.

Φίλοι κι αδερφοί: Χρόνια Πολλά! Καλή Χρονιά!

23/12/20

KATHMANDU

Στην αναζήτηση της αυτογνωσίας, αντλούμε συχνά υλικό από τις αναμνήσεις. Και κάποιες προσωπικές εμπειρίες μας διογκώνονται καθώς το παρελθόν επιλεκτικά ανακαλείται αλλά και ανακατασκευάζεται στη μνήμη...

Τέτοιες μέρες, σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω στο χρόνο, απολαμβάναμε όπως όλοι οι  αμέριμνοι έφηβοι, την χαλαρή περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ο μικρός Κ κι εγώ ήμασταν μαθητές της Β΄Λυκείου, ο μεγάλος Κ φοιτητής και μέντορας, πέντε ή έξι χρόνια μεγαλύτερος. Όλοι μας «παιδιά καλών οικογενειών» αν και δακτυλοδεικτούμενοι μέσα στα στενά πλαίσια της μικρής κοινωνίας μας. Εγώ κι ο μικρός Κ «απροσάρμοστοι» χεβυμεταλλάδες, ο μεγάλος Κ «ιδιόρρυθμος» και «εκκεντρικός» χαρακτήρας. Και οι τρείς μας ασύμβατοι με τον δεσμευτικό καθωσπρεπισμό της συντηρητικής επαρχίας.

Εκείνο το βράδυ βγήκαμε να διασκεδάσουμε στην εορταστική ατμόσφαιρα του κέντρου. Περπατήσαμε αρκετά χιλιόμετρα στους πολυσύχναστους δρόμους χαιρετώντας φίλους και γνωστούς, πριν καταλήξουμε στην Κατμαντού, μια γνωστή ντισκοτέκ στην βορειοδυτική έξοδο της πόλης.

Διασχίσαμε την κεντρική πόρτα πληρώνοντας την είσοδο, και περάσαμε στην κύρια αίθουσα με την υπερυψωμένη πίστα χορού και τον αμυδρό φωτισμό. Οι προσδοκίες μας διαψεύστηκαν όμως από την πρώτη στιγμή. Η ρυθμική μουσική ήταν ανυπόφορη, οι λιγοστοί θαμώνες άγνωστοι, οι όμορφες συμμαθήτριες άφαντες. Σκέφτηκα κακόκεφα την φρόνιμη κοπέλα μου, που αφελώς ήλπιζα πως ίσως συναντούσα και που μάλλον εκείνη την ώρα διάβαζε επαναλήψεις για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Και κατευθύνθηκα σκυθρωπός προς κάποιο απόμερο τραπέζι, προδιατεθειμένος να υπομείνω την λανθασμένη επιλογή της Κατμαντού. 

Τότε, ο μεγάλος Κ, με τον πληθωρικό και χαλαρό τρόπο που τον διέκρινε, μας έγνεψε να τον ακολουθήσουμε στην έξοδο. «Αδέρφια πάμε να φύγουμε! Τώρα! Όπως ήρθαμε!» Τι εννοούσε ο παρορμητικός και ασυγκράτητος φίλος μας; Είχαμε δώσει τα χρήματά μας κι οφείλαμε να καθήσουμε. Ας τσεκάραμε καλύτερα το χώρο πριν μπούμε. Ας προσέχαμε πριν πληρώσουμε! Υποσυνείδητα, το κοινωνικά καθιερωμένο σχήμα σκέψης υπαγόρευε αποδοχή των όρων και υπομονετική διαχείριση των αρνητικών συνεπειών.

Αντιθέτως, ο μεγάλος Κ μας πρότεινε μια επιθετική συμπεριφορά που αποδέσμευε άμεσα από τα ενοχικά σύνδρομα. Αναγνώριση του λάθους και κατ’ ευθείαν επαναφορά. Δεν ήταν αρκετό το ότι είχαμε πληρώσει; Έπρεπε στη συνέχεια να υποστούμε και την δυσάρεστη κατάσταση που προκάλεσε η επιλογή μας; Με τίποτα! Βγήκαμε με ανακούφιση στον καθαρό αέρα και φύγαμε τρέχοντας και γελώντας.

Η αυτόματη απενεχοποίηση λειτουργεί αποτελεσματικά όταν είσαι έφηβος. Βέβαια, σήμερα μου φαίνεται λιγότερο προφανής τακτική από ότι μου φαινόταν εκείνη την ωραία εποχή. Γιατί σε μεγαλύτερη κλίμακα, τα σημαντικά λάθη μας επηρεάζουν τη ζωή κι άλλων ανθρώπων που δεν είναι πάντοτε αναλώσιμοι. Και πρέπει να έχεις κατακτήσει έναν υψηλό βαθμό αμοραλισμού για να κλείνεις εύκολα πίσω σου την πόρτα της ντισκοτέκ...

Ούτως ή άλλως, το περιστατικό της απρόσμενης φώτισης στην Κατμαντού πρόσθεσε έναν ακόμη βαθμό κατανόησης στο δικό μου Μονοπάτι της Αφυπνίσεως. Αν και κανένα μόνιμο μειδίαμα δεν σφράγισε για πάντα την όψη μου όπως στην περίφημη ιστορία του Πρίγκιπα Σιντάρτα της Ανατολής, χαμογελώ πάντως, όταν θυμάμαι εκείνη τη βραδιά. Ιδίως κάθε φορά, που ενσυνείδητα αρνούμαι να καταβάλλω μεγαλύτερα πρόστιμα από ότι πραγματικά κοστίζουν τα λάθη μου...

 

 

 



Κατμαντού: Πρωτεύουσα του μακρινού Νεπάλ, χώρας καταγωγής του Βούδα (Πεφωτισμένου, Πρίγκιπα Σιντάρτα).

Χρόνος μετάβασης: Χειμώνας του 1981-1982.

Ο πίνακας: The Lovers (1980). Έργο του Chris Achilleos.

Χαιρετισμούς: Στον μεγάλο Κλέαρχο! Που παραμένει αγαπημένη και φωτεινή μορφή των νεανικών μου αναμνήσεων.

 

25/12/19

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Αλίμονο! Ανυπεράσπιστος απέναντι στο ασταμάτητο πέρασμα του χρόνου, με πικρή νοσταλγία, καταφεύγω συχνά τέτοιες μέρες, στις ιαματικές αναμνήσεις των Χριστουγέννων των παιδικών μου χρόνων. Στις αναμνήσεις αυτές, κάποτε βρίσκω παρηγοριά, ποτέ όμως λύτρωση.

Τα Χριστούγεννα, περνούσα το εορταστικό δεκαπενθήμερο των σχολικών διακοπών πάντοτε στην Αθήνα, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας μου. Στη διάρκεια αυτής της ξέγνοιαστης περιόδου, μεγάλη χαρά μου έδινε η καθιερωμένη επίσκεψη στην λαμπερή καρδιά της πόλης. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, η στολισμένη Αθήνα έμοιαζε ακόμη εκθαμβωτική στα αθώα μάτια ενός πιτσιρικά από την άχαρη επαρχία.

Ο παππούς φόραγε τα καλά του, το καπέλο και το παλτό του, μ’ έπαιρνε από το χέρι και με το αστικό λεωφορείο κατεβαίναμε στο φωταγωγημένο κέντρο των Αθηνών. Πρώτος σταθμός ήταν η κεντρική αγορά για τις προμήθειες του γιορτινού τραπεζιού. Έπειτα ακολουθούσε περίπατος στις φανταχτερές βιτρίνες έως το μεγάλο πολυκατάστημα της εποχής, το εμβληματικό ΜΙΝΙΟΝ των παιχνιδιών. Εκεί, χάζευα θαμπωμένος για κάμποση ώρα στον όροφο με τα σκηνικά των παραμυθιών που στήνονταν επ’ ευκαιρία της προβολής της νέας, κάθε φορά, ταινίας του Ντίσνεϋ. Κι αργότερα, όταν τέλειωνε ο χρόνος που μου αναλογούσε, ακολουθούσα τον παππού στην τακτική του επίσκεψη στο γραφείο του αγαπημένου του υιού - και δικού μου θείου.


Λίγα οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα, ανεβαίναμε με το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο ενός πολυσύχναστου κτιρίου, κι αφού προσπερνούσαμε διάφορους καλοντυμένους υπαλλήλους διασχίζοντας μια πολύβουη αίθουσα, κάποια κομψή γραμματέας ανακοίνωνε την αιφνίδια παρουσία μας στο ιδιαίτερο γραφείο του προϊσταμένου συγγενή μας.
Το γεγονός όμως που μου κινούσε την περιέργεια, ήταν πως από τη στιγμή που μπαίναμε στον ανελκυστήρα, ο παππούς επαναλάμβανε μονολογώντας φωναχτά, σαν μαγική επωδό, τον κομπαστικό έπαινο: Σπουδαίε γιέ μου! γιέ μου Διευθυντή! γιέ μου Διοικητή!

Η αδιάκριτη επωδός που επαναλαμβανόταν κάθε φορά που επισκεπτόμασταν το γραφείο του θείου μου, μου φαινόταν από τότε εξεζητημένη και κάπως υπερβολική. Ο δάσκαλος παππούς μου ήταν συνήθως φειδωλός στους επαίνους και συγκρατημένος στους χαρακτηρισμούς, και σίγουρα δεν συνήθιζε υπνοβατικούς μονολόγους.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω την αλήθεια πίσω από την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του. Σε κάποια πρόσφατη ανταλλαγή αναμνήσεων με τον συνταξιούχο πλέον θείο μου, έλαβα επιτέλους την απάντηση στην παιδική μου απορία.

Ο παππούς είχε κατέβει στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ΄30, φτωχός νεαρός από τα αραιοκατοικημένα χωριά του ορεινού όγκου της Γκιώνας, στη Δωρίδα. Στερημένο χωριατόπαιδο που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Διδασκαλείο του Αιγίου, έχοντας βιώσει την σχεδόν απόλυτη ένδεια, πωλούσε για να επιβιώσει μέχρι τον διορισμό του, προϊόντα μαναβικής. Λεμόνια, που κουβαλούσε μέσα στην μοναδική του πουκαμίσα, στο πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από την πόρτα του επιβλητικού τραπεζικού ιδρύματος, που κατά μια σπάνια σύμπτωση με διδακτικούς συμβολισμούς, ο αριστούχος γιός του αργότερα θα καταλάμβανε τα ύπατα αξιώματα.

Προφανώς, ανεβαίνοντας με εκείνο το ασανσέρ, ο περήφανος παππούς μου ένοιωθε την μέθη της ταχείας ανόδου της επόμενης γενιάς προς την ανώτερη κοινωνική και οικονομική θέση που αξιοκρατικά και κατ’ εξαίρεση, μπορούσε να διεκδικήσει στα πλαίσια του αστικού φιλελευθερισμού.
Και μάλλον, αναλογιζόταν με δικαιολογημένη αυταρέσκεια, την αξία της δικής του συνεισφοράς...







Η φωτογραφία: Η πηγή. Στη βόρεια Φωκίδα, στην ορεινή Δωρίδα. Στο δάσος, στο βουνό, στον Μόρνο ποταμό.
Η κοινωνιολογική παρατήρηση: Η κοινωνική κινητικότητα υπήρξε ένα από τα επωφελή επακόλουθα της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς καταργήθηκε η εκ ταξικής καταγωγής, παράλογη κατάταξη των ανθρώπων. Παραμένει όμως ανοιχτό, το ζητούμενο της δίκαιης ιεραρχίας, που θα βασίζεται στην φυσική νομοτέλεια της βιολογίας και όχι στις χυδαίες αξιώσεις της τεχνητής οικονομοκρατίας.

23/9/19

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ

Τον θησαυρό ζητούσα ωχρός να βρω του κόσμου
Στίχους που μέσα τους η θλίψη η πιο βαθιά
Κι αβέβαια πράγματα κυλούσαν και βαριά –
Τότε ένας άγγελος γυμνός στάθηκε εμπρός μου:

Στον βυθισμένο μου στις έγνοιες λογισμό
Έφερνε αυτός άνθη ακριβά από τα δικά του
Κι ήταν λουλούδια αμυγδαλιάς τα δάχτυλά του
Και ρόδα· ρόδα του στολίζαν τον λαιμό.

Κάποτε ο κόσμος μου φαινόταν περισσότερο συμβατός, πιο ασφαλής, γεμάτος υποσχέσεις. Ένας φρουρός άγγελος με προστάτευε από απρόσμενες επιθέσεις, ασύμμετρες απειλές, μοιραία χτυπήματα. Και πίστευα πως ήμουν ο εκλεκτός κληρονόμος κάποιας αρχαίας παρακαταθήκης, που σύντομα θα μου παραδιδόταν σ’ έναν αστραφτερό ναό, σε μια θεσπέσια τελετή.


Δος μου την πνοή τη γιορτινή και τη μεγάλη
Που ξανανιώνει δος μου πάλι τη φωτιά
Που τα φτερά τα παιδικά μου τα πλατιά
Στης πρώτης σήκωνε θυσίας την αιθάλη.

Ας πλημμυρίσει τ’ άρωμά σου τη ζωή μου.
Κλείσε με ολόκληρο βαθιά μεσ’ στα ιερά σου!
Ένα ψιχίο κι απ’ την πλούσια τράπεζά σου!
Έτσι απ’ τη μαύρη σ’ ικετεύω φυλακή μου.

Τα χρόνια όμως πέρασαν χωρίς να μου ανατεθεί η ιερή αποστολή, δίχως να συναισθανθώ την υπερβατική επαλήθευση. Νιώθω πλέον τα πρώτα σημάδια της φυσικής φθοράς κι όλα τριγύρω μου φαίνονται ανούσια, τιποτένια, μηδαμινά. Η ασπίδα μου ραγίζει, και παρά τις δραματικές παρακλήσεις μου, ο ουράνιος φύλακας το προστατευτικό ξίφος χαμηλώνει, κοιτώντας με επιτιμητικά.
Υποψιάζομαι πως μήτε τα ακατάλυτα αρχέτυπα ποτέ θα πλησιάσω, μήτε την απροσπέλαστη πατρίδα μας θα ξαναδώ.

Ωστόσο, στη ροή του χρόνου, συμβαίνουν κρίσιμα γεγονότα που συχνά περνούν απαρατήρητα στην πεζή καθημερινότητα, ενώ προμηνύουν σημαντικές αλλαγές σ’ έναν άλλον, ανώτερο κόσμο.
Μπορώ να τα διακρίνω καθαρά μόνον όταν θυμώνω. Ανάμεσα στους άθλιους, σε τούτη τη μαύρη φυλακή, η γνήσια οργή επανανοηματοδοτεί τόσο την κληρονομιά όσο και την αποστολή.

Ίσως δεν έχουν ακόμη όλα χαθεί. Διαρκής είναι η επαγρύπνιση ώστε έγκαιρα να αναγνωρίσω τις επερχόμενες ενσαρκώσεις των απεσταλμένων του ουρανού: αυτών που θα είναι αληθινοί ήρωες της μετάπτωσης, ποιητές της απώλειας και ταυτόχρονα πολεμιστές της ανάκτησης.






Οι στίχοι: Οι δύο πρώτες στροφές από τα ποιήματα ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ Ι και ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ ΙΙ του μεγάλου Γερμανού ποιητή Stefan George (1868 – 1933). Μετάφραση του Γ. Βαρθαλίτη.
Η φωτογραφία: Το μυθικό τραίνο του Τελευταίου Βασιλιά (King Ludwig II, 1845 – 1886). Από παλαιότερη επίσκεψή μου στο Σιδηροδρομικό Μουσείο της Νυρεμβέργης.

6/7/19

Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΦΛΟΓΑ (ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥ HEAVY METAL)

« Οι MANOWAR βγαίνουν μέσα απ’ το σκοτάδι για να φωτίσουν τη νύχτα και να πολεμήσουν το θάνατο. Ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται μπροστά μας, ένας κόσμος τόσο καινούργιος όσο και παλιός. Καινούργιος γιατί τώρα φανερώθηκε στα μάτια μας, παλιός γιατί προϋπήρχε χαμένος βαθιά στην ομίχλη του παρελθόντος. Ο κόσμος των MANOWAR, ο κόσμος των αετών και των ματωμένων σπαθιών. Σκεφτείτε για λίγο το βλοσυρό βλέμμα του Κόναν του Βάρβαρου, τη λάμα του σπαθιού που λάμπει στον ήλιο, τη μυρωδιά του θανάτου κι έπειτα αφήστε τον ήχο από το Blood of my enemies να κυριαρχήσει στις αισθήσεις σας και να σας μεταδώσει το ρίγος της μάχης... »
 
 
Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΦΛΟΓΑ. Με αυτόν τον επιβλητικό τίτλο, εκείνο το μακρυνό καλοκαίρι του 1986, ένας σκληροπυρηνικός εικοσάχρονος χεβυμεταλλάς, αυτοαποκαλούμενος «Πολέμαρχος», ονομάτιζε το πρώτο του κείμενο που θα δημοσιευόταν σε έντυπο ευρείας κυκλοφορίας. Τυπικά, το κείμενο είχε σαν θέμα την μουσική μπάντα των Manowar, όμως στην ουσία, με το πομπώδες ύφος του παρέπεμπε σε ιδεολογικό μανιφέστο.    
Στην εισαγωγή του, συμπυκνωμένα σε λίγες γραμμές βρίσκονταν όλα τα ιδιαίτερα συστατικά του Επικού Heavy Metal: η ομίχλη του παρελθόντος, οι αετοί στον ουρανό, τα σπαθιά που λάμπουν στον ήλιο, το βλοσυρό βλέμμα του Κιμέριου, το φως μέσα στο σκοτάδι, η αιώνια σύγκρουση με τις δυνάμεις του θανάτου, ο πολεμικός ήχος που μεταδίδει το ρίγος της μάχης.

 
Το ηχητικό και στιχουργικό πλαίσιο ήταν ιδεολογικά και αισθητικά εγγενές στη φύση της σκληρής μουσικής, ήδη από την πρώτη εμφάνιση του ιδιώματος. Το Σφυρί των Θεών αποκάλυπτε τον ορίζοντα της νίκης στον ουρανό του Heavy Metal από τότε που οι Βρετανοί Led Zeppelin ξεκινούσαν τις συναυλίες τους με το Immigrant Song. Οι Αμερικανοί Manowar μεγιστοποίησαν το προϋπάρχον δυναμικό, και με το ίδιο Σφυρί έφτασαν στην καρδιά της ισχύος και μετέφρασαν το πολεμοχαρές μήνυμα.
Εν τούτοις, μόνον στην Ελλάδα και για ξεχωριστούς λόγους που άπτονται της κοινωνιολογίας και της ιστορικής παράδοσης της χώρας, ένα πλήθος εφήβων θα προσλάμβανε φανατικά το παραπάνω πλαίσιο και θα βίωνε την προφανή συγγένεια των μουσικών προτιμήσεων, με όρους σχεδόν πολιτικού κινήματος.
 
 
Ο «Πολέμαρχος» ήταν ο δημιουργός και ιδεολογικός καθοδηγητής αυτής της μαζικής ψευδαίσθησης που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1986 με την Αθάνατη Φλόγα, την συνειδητή διαφοροποίηση και συνεπώς γένεση ως υποείδος του Επικού Heavy Metal. Έχοντας από την αρχή διακρίνει εκείνα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ταίριαζαν με την προσωπική ιδιοσυγκρασία του, ο «Πολέμαρχος» ταξινόμησε και επανένωσε επιλεκτικά τα βασικά δεδομένα, ξεδιπλώνοντας μια φαντασιακή ανάγνωση της αντιδραστικής νεολαίας εναντίον του σύγχρονου κόσμου.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, ο ίδιος μέσα από μια πλειάδα κειμένων, κριτικών και ομολογιών, θα επαναλάμβανε, θα υπονοούσε, θα διευκρίνιζε και τελικά θα εμπέδωνε τις εκκεντρικές, προσωπικές του απόψεις, στην εγχώρια νεανική ποπ κουλτούρα.
Έτσι, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, σε μια πρωτοφανή κλίμακα, που ίσως επηρέασε έμμεσα ακόμη και ακροατήρια άλλων χωρών, ο «Πολέμαρχος» αναβάπτισε το Heavy Metal με ένα εκρηκτικό μίγμα ελιτισμού, φυλετισμού, φαλλοκρατίας, μιλιταριστικού ρομαντισμού και ηρωικής φαντασίας, που διατηρεί την επίδρασή του έως σήμερα.
 
Ο Sun «Χ» Knight θα συνόψιζε αργότερα με σαφήνεια σε μια πρόταση, την κεντρική ιδέα για την αυθεντική μουσική της λευκής νεολαίας, στην πρώτη WAR FLAG OF THE SUN: Πιστεύουμε στη δύναμη του Heavy Metal σαν φορέα μουσικών και ιδεολογικών πλαισίων, που αντιπροσωπεύουν τα πραγματικά, προγονικά – λησμονημένα όμως σήμερα – πρότυπα της Ευρώπης...


                                                                                                            

 

Το κείμενο της εισαγωγής: Από το πρώτο κείμενο του Πολέμαρχου (ΧwΠ), Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΦΛΟΓΑ (πρώτο επίσης αφιέρωμα στους Manowar, στο εικοστό τεύχος του μουσικού περιοδικού HEAVY METAL, Ιούλιος – Αύγουστος 1986).
Ο λεκτικός ονοματισμός του Επικού Heavy Metal έγινε συγκεκριμένος στη φράση « ...Τα Gloves of Metal και Secret of Steel... Οι συνθέσεις αυτές είναι ουσιαστικά οι πρώτες από το παρακλάδι που ονομάζουμε επικό Heavy Metal… ».
Τα διάσπαρτα, κωμικά λάθη μεταγραφής από τα πρωτότυπα κείμενα εκείνης της περιόδου, πιστοποιούν πως οι ανυποψίαστες δακτυλογράφοι όντως δεν καταλάβαιναν τι διάβαζαν στα αρχικά χειρόγραφά μου.
Το πρώτο εξώφυλλο: Ο ΧwΠ επέβαλε τους Manowar στο εξώφυλλο του 28ου τεύχους του περιοδικού HEAVY METAL, ως κυρίαρχο πρότυπο του αληθινού Heavy Metal.
Όπως έγραφε στον χαιρετισμό του του ίδιου τεύχους: «Το εξώφυλλο με τους Manowar ελπίζω να σας λέει πολλά. Το Hard στηριζόταν πάντα σε σκληρούς πυρήνες οπαδών, έτσι επέζησε κι έτσι θα επιζήσει στο μέλλον. Όλοι οι άλλοι το περιτριγυρίζουν επιφανειακά, χωρίς να μπορούν να αγγίξουν και να καταλάβουν την βαθύτερη φύση του. Μην ξεχνάτε ποτέ ότι εμείς είμαστε Warriors. Η φωτιά είναι ακόμη κατακόκκινη. Keep on fighting.»
Επίσης, βαθμολόγησε με 10/10, ως Δίσκο του μήνα το FIGHTING THE WORLD, και αφιέρωσε την δισκοκριτική «στον αδελφό μου Θύμιο, τον φανατικότερο ίσως οπαδό και υποστηρικτή των MANOWAR στην Ελλάδα.»
 
 
Ο Πολεμιστής: CONAN του BWS.
Οι φωτογραφίες:           
- Οι δύο πρώτες σελίδες από το πεντασέλιδο άρθρο Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΦΛΟΓΑ (Ιούλιος 1986).
- Ο ΧwΠ, σημαιοφόρος, στις 16/08/1986, στο Donington Park.
- Το εξώφυλλο του τεύχους νο 28 (Απρίλιος 1987).
Η πρόσφατη συναυλία (14/6): Πού αλλού θα ανανεώναμε τους όρκους μας όλοι μαζί...
Live to die on that final day
Gods, monsters and men 
Will die together in the end.
Bridge of Death: Το Προσκλητήριο (WAR FLAG – SOL INVICTUS, 7/11/2008).
 

24/12/18

ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

Κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, κάπου σε μια απομακρυσμένη συνοικία της πόλης, επαναλαμβάνεται μια φαινομενικά άτονη κι αδιάφορη σκηνή. Ένας άγνωστος μεσήλικας εμφανίζεται ξαφνικά, πριν το μεσημέρι, στο μικρό καφενείο της υποβαθμισμένης γειτονιάς. Μπαίνει αθόρυβα στο χώρο, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω του, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος. Κάθεται κοντά στη τζαμαρία, προτιμώντας ένα απόμερο τραπεζάκι με θέα στην παράπλευρη διασταύρωση των δρόμων και παραγγέλνει κάτι να πιεί. Η θέση του είναι συγκεκριμένη, η θέα της θέσης «πανοραμική»: ακριβώς απέναντι ένα εγκαταλειμμένο από χρόνια ψιλικατζίδικο κι ένα άφρακτο οικόπεδο με χώμα και χαλίκια.  


Ο επισκέπτης παρατηρεί διεξοδικά τα πρόσωπα των υπέργηρων θαμώνων του καφενείου, λες και κάποιους αναγνωρίζει, λές και κάποιους προσπαθεί να θυμηθεί, κι έπειτα κατευθύνει την προσοχή του στο άχαρο εξωτερικό θέαμα. Κοιτάζει σαν να ονειροπολεί, σαν κάτι αόρατο να βρίσκεται εκεί έξω, που μόνον ο ίδιος, κανείς άλλος δεν μπορεί να αντιληφθεί.
Οι γέροντες ανταλλάσσουν φωναχτά φαιδρές ιστορίες και κρυφοκοιτάζουν τον ξένο με δικαιολογημένη περιέργεια. Αναρωτιούνται ποιός άραγε να είναι αυτός ο απρόσμενος εισβολέας στον μονότονο μικρόκοσμο της καθημερινής τους συνήθειας. Ακόμη και η σερβιτόρα, του φέρνει γρήγορα την απόδειξη πληρωμής, φοβούμενη τον έλεγχο εφοριακού που παριστάνει τον πελάτη.

Ο χρόνος περνάει γρήγορα, και στη συμβατική ώρα του οικογενειακού φαγητού, οι λιγοστοί αργόσχολοι αποσύρονται σαν συνεννοημένοι, όλοι μαζί. Ο άγνωστος όμως δεν μετακινείται από τη θέση του. Το βλέμμα του παραμένει προσηλωμένο στο ανούσιο οπτικό πεδίο, που οριοθετείται από το απέναντι άκτιστο οικόπεδο και το εγκαταλειμμένο μαγαζί. Ώσπου επιτέλους, κάποτε αποφασίζει πως η επίσκεψή του τέλειωσε, κι αθόρυβα όπως ήρθε, κι αυτός αποχωρεί.

Ο χωροχρόνος είναι σχετικός και η αλήθεια κατοικεί στα μάτια του παρατηρητή. Δίπλα στις νεόκτιστες πολυκατοικίες που αντικατέστησαν το σπίτι και το περιβόλι του αγαπημένου του παππού, σαν από θαύμα, ένα συγκεκριμένο τοπίο ξέφυγε από τον οδοστρωτήρα του χρόνου: Το μαγαζάκι που ο μικρός εγγονός διάλεγε τα πρώτα του εικονογραφημένα περιοδικά, το οικόπεδο που συναντούσε τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, το καφενείο που παρακολουθούσε τον παππού να παίζει τάβλι την πρωτοχρονιά. Ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα αναλλοίωτου χώρου, ζωτικά όμως για την ιαματική ψευδαίσθηση σαράντα χρόνων επιστροφής στο παρελθόν.

Τον εαυτό του παιδί, την πρόσκαιρη εξιλέωση γυρεύει ο άγνωστος επισκέπτης από το πουθενά. Όλα τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων, μάταια προσπαθεί να συνοψίσει μέσα σε μια μακρόσυρτη, στοχαστική ματιά...

25/10/18

THE DELUGE

Το καλοκαίρι του 2006 μετακόμισα στο σπίτι που ζω σήμερα, πιεσμένος από την μόνιμη ανάγκη των συλλεκτών για ζωτικό χώρο. Η δύσκολη διαδικασία της μεταφοράς ολοκληρώθηκε δίχως απώλειες και εγκαταστάθηκα ευχαριστημένος στην καινούργια μου κατοικία, παραβλέποντας τον κοσμογονικό μύθο της απαραίτητης θυσίας που ιεροποιεί την θεμελίωση κάθε νέας τοποθεσίας. Ανύποπτος, νόμιζα περιττό και παρωχημένο το παραδοσιακό τίμημα που καταξιώνει την επανίδρυση ενός χώρου στους κύκλους της ζωής.

Δυστυχώς όμως, στην αρχή του χειμώνα που ακολούθησε, μια καταρρακτώδης βροχή έφερε την καταστροφή. Ατυχείς συγκυρίες είχαν καθυστερήσει για μήνες την επανατοποθέτηση πολλών πραγμάτων, μεταξύ των οποίων και της δισκοθήκης μου που προσωρινά παρέμενε τακτοποιημένη στα χαρτόκουτα της μετακόμισης, στο υπόγειο. Καθώς τα έργα διευθέτησης του περιβάλλοντος χώρου δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί, το νερό της βροχής πέρασε μέσα από τα κουφώματα, στο εσωτερικό του υπογείου. Οι κούτες βράχηκαν και η υγρασία διέβρωσε ύπουλα τα χαρτόνια των δίσκων που δεν προστατεύονταν από πλαστικά καλύμματα.
Η συμφορά υπήρξε συγκλονιστική. Εξώφυλλα που για δεκαετίες διατηρούσα ευλαβικά σχεδόν άθικτα, σαν την πρώτη μέρα της αγοράς τους, μετατράπηκαν σε μια αποκρουστική χαρτόμαζα. Εκδικητικοί Τρίτωνες μου επέβαλαν με κατακλυσμό, το πρόστιμο της ξεχασμένης τελετής θεμελίωσης.


From the depths of the ocean
Came the spawn of the deep
From the wrath of Poseidon
Tritons rose from the sea 
 
Για χρόνια μετά την πλημμύρα, επανειλημμένα προσπάθησα να προσεγγίσω τις κατεστραμένες κούτες στην αποθήκη, ώστε να ξεχωρίσω τους ανέπαφους δίσκους από εκείνους με τα κολλημένα εξώφυλλα. Πάντοτε, η απογοήτευση που μου προκαλούσε το ανυπόφορο θέαμα, με απέτρεπε από κάθε περαιτέρω ενέργεια αποκατάστασης.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο η υλική καταστροφή που με συνέθλιβε όσο η σκληρή συνειδητοποίηση πως κάπου ανάμεσα στη φαντασιακή αύρα της heavy metal δισκοθήκης μου είχα εγκαταλείψει ένα σημαντικό κομμάτι της εφηβείας μου. Με το ξεκαθάρισμα, θα έπρεπε πλέον να το ανασυστήσω όχι ως ζωντανή ιστορία, αλλά ως απλή συλλογή αναμνηστικών αντικειμένων μιας άλλης εποχής.

Πρόσφατα, ξεπέρασα επιτέλους τον φόβο της απώλειας του περασμένου νοήματος και αποδέχτηκα την σκληρή τιμωρία των φθοροποιών δυνάμεων της εντροπίας. Ξεκίνησα λοιπόν να καταγράφω, να διαχωρίζω και να επαναταξινομώ τα εναπομείναντα βινύλια τριών δεκαετιών ρομαντικών ψευδαισθήσεων.
Στο τέλος της ημέρας, στο κάτω κάτω της γραφής, οι πολύτιμες συλλογές μας μπορεί να μην αντιστρέφουν τον χρόνο, αλλά ακόμη και φθαρμένες παραμένουν σύμβολα ιδεολογικής δραστηριότητας και τεκμήρια πολιτιστικού ελιτισμού. Αποκαλύπτουν τη μεταφυσική σχέση μεταξύ πραγμάτων και ιδεών. Και μας υπενθυμίζουν πώς και γιατί γίναμε αυτοί που είμαστε σήμερα.





Η κοσμική ειρωνία: Από τα πρώτα άλμπουμ της συλλογής των 80’s που ανέσυρα, το The Deluge, ανέπαφο και γυαλιστερό.
The Deluge (1986): Πέμπτο LP των αμερικανών Manilla Road. Ατμοσφαιρική και γνήσια, αν και δίχως ιδιαίτερες αξιώσεις, σκληρή μουσική.
Η εικόνα: Το εξώφυλλο του LP, έργο του Eric Larnoy.
Οι στίχοι: Του Mark W. Shelton. Πρώτη στροφή του The Drowned Lands.
Η αφιέρωση στο οπισθόφυλλο: This album is dedicated to Jackes de Molay. 
Ο χαιρετισμός: MAY THE LORDS OF LIGHT BE WITH YOU!