Whose woods these are I think I know.
His house is in the village though;
He will not see me stopping here
To watch his woods fill up with snow.
Κάποτε, με θράσος στην καρδιά του Χειμώνα αναζητούσα το δισκοπότηρο του Ήλιου. Στην πιό σκοτεινή νύχτα του χρόνου, αργοπορημένος έφτασα στην εφαπτόμενη των κόσμων. Ασεβής και βέβηλος αντίκρυσα τον κρυστάλλινο καθεδρικό και ξεπέζεψα στο πλάτωμα ανάμεσα στη λίμνη και το δάσος.
Χιόνιζε ασταμάτητα και το σφοδρό κρύο διαπερνούσε την πανοπλία και τη σάρκα κι έφθανε στα μαύρα βάθη της ψυχής μου. Λευκό σάβανο κάλυπτε τη φύση και οι νιφάδες χόρευαν αλλόκοτα κάτω από το απόκοσμο φως του φεγγαριού.
Κι ένοιωσα τότε μαγεμένος από την ονειρική ομορφιά, τη σιωπηλή γαλήνη, το σβήσιμο του κόσμου στο σκοτεινό τοπίο. Έκλεισα τα μάτια και υπνωτισμένος αποζήτησα τη λύτρωση ανάμεσα στα λευκά σύμβολα του θανάτου, πέρα από τον πόνο και τη σκληρότητα των διαστάσεων της ύλης. Γονάτισα μπροστά στο διάφανο παλάτι καθώς η θλιβερή ειρήνη μου απομυζούσε τη ζωή.
Η Βασίλισσα του Χιονιού με προσκαλούσε με το σκήπτρο της σελήνης στη λύπη, στη σιωπή, στης αθωότητας τη φυλακή. Αιώνιο καταφύγιο υποσχόταν και ήμουν έτοιμος να παραδοθώ. Χαμένος μέσα στο παγωμένο δάσος ήθελα να ξεχάσω και να ξεχαστώ.
My little horse must think it queer
To stop without a farmhouse near
Between the woods and frozen lake
The darkest evening of the year.
He gives his harness bells a shake
To ask if there is some mistake.
The only other sound’s the sweep
Of easy wind and downy flake.
Και τότε, δίπλα στη λίμνη είδα μιά φασματική μορφή να με πλησίαζει με γοργά βήματα δίχως καν να πατάει στη γη. Ο μαυροντυμένος καλόγερος, ξυπόλυτος και κουκουλοφόρος, με κίτρινο πρόσωπο, έμοιαζε στον θεριστή των ψυχών.
Τον αναγνώρισα και χάρηκα αν και είχα χίλια χρόνια να τον δω. Ο Μαύρος Μοναχός, πρώτος αγγελιοφόρος του Εωσφόρου και φύλακας της φαντασίας μου είχε έρθει να με σώσει από το σκοτάδι της ανυπαρξίας ανοίγοντας ξανά το λαμπερό μονοπάτι της ματαιοδοξίας.
Στην άκρη του κενού στάθηκε δίπλα μου και μου επανέλαβε όλες τις διεγερτικές του κολακείες... πως είμαι από τους εκλεκτούς που υπηρετούν την αιώνια αλήθεια, πως οι ιδέες μου είναι αφιερωμένες στο λογικό και το ωραίο, πως ζω συνειδητά κι ελεύθερα αναζητώντας την υπέρτατη αρχή. Μου θύμησε την έκσταση και την ιδιοφυία, την έξαψη και τη χαρά της ανώτερης ζωής. Μου έδειξε και τον μακρύ δρόμο, που πρέπει να κάνω πριν παραιτηθώ κι έπειτα χάθηκε ξαφνικά σαν ψεύτικος αντικατοπτρισμός.
The woods are lovely, dark and deep.
But I have promises to keep,
And miles to go before I sleep,
And miles to go before I sleep.
Ξύπνησα άρρωστος και χλωμός μα εξιλεωμένος. Ίππευσα κι απομακρύνθηκα γοργά μέσα στην ομίχλη. Σώθηκα από τον ανίερο απόστολο της μεγαλομανίας κι ας μην πίστεψα λέξη από τ' απατηλά του λόγια. Ξέρω καλά πως είμαι αιχμάλωτος κι αμαρτωλός. Έχω ακόμη μπροστά μου χίλια χρόνια ποινής να εκτίσω, πριν επιστρέψω στον Κύριο του φωτός...
Το ποίημα: Stopping By Woods On A Snowy Evening. Του Αμερικανού ποιητή Ρόμπερτ Φροστ (1874 - 1963).
Οι πίνακες: Winter Landscape with Church και Winter Landscape του Caspar David Friedrich (1774 - 1840).
Ο Μαύρος Μοναχός: Από το ομώνυμο διήγημα του Ρώσου διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ (1860 - 1904). Λέει κάπου ο Μοναχός στον μάγιστρο Κοβρίν: «Υπάρχω στη φαντασία σου, αλλά η φαντασία σου είναι ένα τμήμα της φύσης, δηλαδή υπάρχω και στη φύση ».
Η Βασίλισσα του Χιονιού: Από το ομώνυμο παραμύθι του Δανού συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805 - 1875).
Οι εικονιζόμενοι πρωταγωνιστές: Φιγούρες του Pieter Bruegel (1525 - 1569) από τα έργα Ο Χριστός και η μοιχαλίδα (η Λευκή Βασίλισσα) και Ο Μισάνθρωπος (ο Μαύρος Μοναχός ).