Οι ιππότες με τους λευκούς μανδύες με κοίταξαν με προσμονή. Δεν είχα γνωστό οικόσημο ούτε ξεχώριζαν επίσημα στη μαύρη πανοπλία μου. Γιά μιά στιγμή ίσως να πίστεψαν πως ήμουν εγώ ο αναμενόμενος, εκείνος που αιώνες τώρα έχει χαθεί.
Όμως εγώ την Λόγχη του Πεπρωμένου ποτέ μου δεν αντίκρυσα. Δεν είμαι αθώος με αγνή καρδιά ούτε έγινα ποτέ σοφός μέσω του οίκτου. Δεν είμαι αυτός, που κάποτε ανύποπτος σκότωσε τον κύκνο. Και η όμορφη Κούντρυ εύκολα με τα καταραμένα κάλλη της, στον κήπο του Κλίνγκσορ θα μ’ είχε αποπλανήσει.
Οι φασματικοί ιππότες του σταυρού χάθηκαν πίσω από την Αγία Τράπεζα κι έμεινα μόνος με τις σκέψεις μου. Άκουγα αιθέρια μουσική στο ημίφως, σαν κάποια μακρυνή ορχήστρα να πρόβαρε την βαγκνερική μελωδία της Μαγείας της Μεγάλης Παρασκευής. Συλλογιζόμουν την αγρύπνια των όπλων μου στο ανυπόστατο παρεκκλήσι και τον άγιο Πάρσιφαλ με τη μαύρη πανοπλία. Οι Φύλακες του Γκράαλ ακόμη τον περιμένουν γιά να γιατρέψει την ανίερη πληγή.
Πέρασε η ώρα... πέρασαν τα χρόνια και η έρημη χώρα παραμένη άγονη και ξερή. Δίχως Μετάληψη και συγχώρεση φόρεσα πάλι τη μάσκα και το παλτό και βγήκα στο δρόμο, αντιμέτωπος με το εξωτερικό χάος και την εσωτερική σκοτεινιά. Ο αγώνας συνεχίζεται μέσα κι έξω, κάτω και πάνω, στη γη και τον ουρανό, μέχρι το τέλος του Χρόνου. Σε κάποια νέα Σκηνική Τελετουργία, ο Ήλιος μέσα στο Δισκοπότηρο θα ξαναγεννηθεί ...
Η φωτογραφία: Από την πρόσφατη επίσκεψή μου στην εκκλησία των Τευτόνων Ιπποτών στη Βιέννη.
Οι αναφορές: Παραπομπές στην μυθολογία του Γκράαλ.
Ο υπότιτλος: Moral Rearmament.