«Καλέ μου φίλε, αν ήταν ξεφεύγοντας από τον πόλεμο να μείνουμε για πάντα αγέραστοι κι αθάνατοι, ούτε κι εγώ θα πολεμούσα ανάμεσα στους πρώτους, ούτε κι εσένα θα σε ετοίμαζα για τη μάχη που δοξάζει τους άντρες. Τώρα όμως έτσι κι αλλιώς χίλιοι θάνατοι στέκονται από πάνω μας, που δεν μπορεί να τους ξεφύγει ούτε να γλυτώσει απ’ αυτούς ο άνθρωπος.
Ας πάμε λοιπόν να δώσουμε σε κάποιον δόξα ή κάποιος να δώσει σε μας.»
Αυτά λέει ο ισόθεος Σαρπηδόνας στον αγαπημένο του εξάδελφο Γλαύκο για να τον παρακινήσει μπροστά στο τείχος των Αχαιών. Και μέσα σε τρείς προτάσεις περιγράφει ξεκάθαρα το ηρωικό ιδεώδες.
Οι θνητοί, ήρωες βασιλιάδες αγαπούν τη χαρά της ζωής και θα επιδοκίμαζαν την άφθαρτη νεότητα και τη σωματική αθανασία. Όμως, περιπολώντας στα σύνορα του θανάτου παρατηρούν την τραγική ανθρώπινη φύση νηφάλια και καθαρά. Και κατανοούν πως κανείς δεν ξεφεύγει από το σκληρό πεπρωμένο των θνητών.
Αφού είμαστε καταραμένοι να γερνάμε, ας προσφέρουμε νέοι ακόμη και δυνατοί, το καθαρό αίμα μας στη γη. Αφού ο θάνατος μας παραμονεύει με χίλιους τρόπους, ας χαθούμε επιλέγοντας μόνοι μας το χρόνο, σε κάποια ωραία, πολεμική σκηνή.
Ο Σαρπηδόνας και ο Γλαύκος έπεσαν στη μάχη και κέρδισαν την αναγνώριση των αντρών. Πήραν κι έδωσαν δόξα στους ήρωες των Αχαιών και στο τέλος είχαν τον τιμημένο θάνατο που αποζητούσαν, πρώτα ο Σαρπηδόνας από τον Πάτροκλο, έπειτα ο Γλαύκος από τον Τελαμώνιο Αία.
Αντίθετα, εμείς γερνάμε και πεθαίνουμε με κάποιον από τους χίλιους, ατιμωτικούς θανάτους και κανείς δεν θα θυμάται στο μέλλον τη θηλυκή μας εποχή.
Θλίβομαι για τη κακή μας μοίρα. Οι ψυχές μας, αιώνια δυστυχισμένες θα περιφέρονται στον Άδη δίχως καμμιά ελπίδα να εξαγνιστούν στην ιερή μάχη, δίχως ποτέ να τιμήσουν το εξιλαστήριο σπαθί.
Το κείμενο: Ομήρου ΙΛΙΑΔΑ (Μ 322-328), σε μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή.
Οι φωτογραφίες: Μυκηναϊκά χάλκινα εγχειρίδια. Διακόσμηση παράστασης κυνηγιού λεόντων με χρυσό και άργυρο σε νιέλο, χρυσών λεόντων σε νιέλο και σπειρών από χρυσό και νιέλο (1600-1500 π.Χ.).