15/11/09

ΗΡΩΕΣ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ

«Καλέ μου φίλε, αν ήταν ξεφεύγοντας από τον πόλεμο να μείνουμε για πάντα αγέραστοι κι αθάνατοι, ούτε κι εγώ θα πολεμούσα ανάμεσα στους πρώτους, ούτε κι εσένα θα σε ετοίμαζα για τη μάχη που δοξάζει τους άντρες. Τώρα όμως έτσι κι αλλιώς χίλιοι θάνατοι στέκονται από πάνω μας, που δεν μπορεί να τους ξεφύγει ούτε να γλυτώσει απ’ αυτούς ο άνθρωπος.
Ας πάμε λοιπόν να δώσουμε σε κάποιον δόξα ή κάποιος να δώσει σε μας.»

Αυτά λέει ο ισόθεος Σαρπηδόνας στον αγαπημένο του εξάδελφο Γλαύκο για να τον παρακινήσει μπροστά στο τείχος των Αχαιών. Και μέσα σε τρείς προτάσεις περιγράφει ξεκάθαρα το ηρωικό ιδεώδες.

Οι θνητοί, ήρωες βασιλιάδες αγαπούν τη χαρά της ζωής και θα επιδοκίμαζαν την άφθαρτη νεότητα και τη σωματική αθανασία. Όμως, περιπολώντας στα σύνορα του θανάτου παρατηρούν την τραγική ανθρώπινη φύση νηφάλια και καθαρά. Και κατανοούν πως κανείς δεν ξεφεύγει από το σκληρό πεπρωμένο των θνητών.
Αφού είμαστε καταραμένοι να γερνάμε, ας προσφέρουμε νέοι ακόμη και δυνατοί, το καθαρό αίμα μας στη γη. Αφού ο θάνατος μας παραμονεύει με χίλιους τρόπους, ας χαθούμε επιλέγοντας μόνοι μας το χρόνο, σε κάποια ωραία, πολεμική σκηνή.

Ο Σαρπηδόνας και ο Γλαύκος έπεσαν στη μάχη και κέρδισαν την αναγνώριση των αντρών. Πήραν κι έδωσαν δόξα στους ήρωες των Αχαιών και στο τέλος είχαν τον τιμημένο θάνατο που αποζητούσαν, πρώτα ο Σαρπηδόνας από τον Πάτροκλο, έπειτα ο Γλαύκος από τον Τελαμώνιο Αία.


Αντίθετα, εμείς γερνάμε και πεθαίνουμε με κάποιον από τους χίλιους, ατιμωτικούς θανάτους και κανείς δεν θα θυμάται στο μέλλον τη θηλυκή μας εποχή.
Θλίβομαι για τη κακή μας μοίρα. Οι ψυχές μας, αιώνια δυστυχισμένες θα περιφέρονται στον Άδη δίχως καμμιά ελπίδα να εξαγνιστούν στην ιερή μάχη, δίχως ποτέ να τιμήσουν το εξιλαστήριο σπαθί.




Το κείμενο: Ομήρου ΙΛΙΑΔΑ (Μ 322-328), σε μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή.
Οι φωτογραφίες: Μυκηναϊκά χάλκινα εγχειρίδια. Διακόσμηση παράστασης κυνηγιού λεόντων με χρυσό και άργυρο σε νιέλο, χρυσών λεόντων σε νιέλο και σπειρών από χρυσό και νιέλο (1600-1500 π.Χ.).

1/11/09

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΣΣΩΝ

Ταξίδευα μόνος κάπου προς τα Πυρηναία, του Αγίου Αλδεβαράν. Μαύρος ιππότης δίχως οικόσημο, χαμένος στις σκέψεις μου θαύμαζα το λειψό φεγγάρι στον σκοτεινό ουρανό. Η ανταύγεια μιάς φλόγας και η απόμακρη μουσική με παρέσυραν στον χερσότοπο έξω από το μονοπάτι. Κι εκεί, ανάμεσα στα ρείκια τις είδα ξαφνικά, σαν σε παράσταση στημένη γιά μένα μοναχά.

Στο κέντρο στέκει ο τραγόμορφος τροβαδούρος τραγουδώντας γιά την ωχρή Εκάτη και γύρω του οι μάγισσες χορεύουν κυκλικά με άσεμνες κινήσεις και γέλια τσιριχτά. Μαραμένες, φαλακρές γριές κι ανθοστολισμένες, νέες γυναίκες και μαζί τους στη σειρά, οι τρείς στρίγκλες αδελφές να χοροπηδούν μπροστά.


Μόνο με τις χωρικές χορεύουν
– οι άντρες τους βρωμοκοπάν, του κουρέα
μυρωδιές. Και χορεύουν, και χορεύουν γύρω - γύρω μοναχές,
και οι τρείς μια παρέα – ώσπου της Λιλλίθ να έρθουν
και να φέρουν το αψέντι, οβρηγοί και χορευτές·
και θεριεύει – χα ! το γλέντι: τρείς εκείνοι, τρείς αυτές –
το πήδημα παίρνει και δίνει· τρείς γκαβότες με τον νάνο,
τρείς λοξές με τον σπανό, τρείς καντρίλιες με τον τράγο
– να το πρώτο το εννιά.


Η μουσική μεταφέρει καβάλα στις άγριες νότες, εικόνες από την κόλαση των χριστιανών. Δαιμονικές συγχορδίες, η δακτυλοθεσία του σατανά, ο διάβολος χρησιμοποιεί στην κατάλληλη διάταξη εκτός από τα δέκα δάχτυλα και την μυτερή του ουρά.

...Δεκατρία τα βιολιά και κανένας βιολιτζής· χορδές τρείς,
τρία τα δοξάρια – τρία και τα παλικάρια...


Να το δεύτερο το εννιά. Ποιόν τρομάζουν, ποιόν γητεύουν, γιά ποιόν άραγε χορεύουν. Ψάχνω μα δεν βλέπω πουθενά τον ντόπιο μάγο, τον τρελό του χωριού, τον τσιγγάνο σιδερά.

Η σπορά του σκοταδιού δεν με τρομάζει. Γιατί ο δάσκαλός μου ήταν φημισμένος δόκτορας, μάγιστρος κι αλχημιστής. Αυτός με δίδαξε τα σημεία προστασίας «...το σημάδι, που σκύβει μπροστά του το μαύρο κοπάδι». Απ’ αυτόν άκουσα πρώτη φορά για τις βουρκόφλογες της νύχτας της Βαλπούργης στα βουνά του Χαρτς.
Τα λόγια του πάντα θα με θωρακίζουν «...τη ζάλη θέλω, τη χαρά που μας ξεσκίζει, το μίσος που αγαπά, τη θλίψη που δροσίζει».

Μιά σταχτιά γάτα με κοιτάζει με κακία κι ένας άσχημος φρύνος κοάζει ενοχλητικά. Ζώα σιχαμερά... δίχως δεύτερη σκέψη τους δίνω μιά δυνατή κλωτσιά. Κάνω με το σπαθί μου το σημάδι του σταυρού κι απομακρύνομαι γελώντας σιγανά... να ξεφύγω πριν τριτώσουν τα εννιά...





Ο κυκλικός χορός: ΜΑΚΒΕΘ (1606), του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Πρώτη Πράξη, Σκηνή ΙΙΙ. Μετάφραση του Γ. Χειμωνά.
Η δακτυλοθεσία του σατανά: Από «Το Λεξικό των Χαζάρων» του Μίλοραντ Πάβιτς - το ανδρικό αντίτυπο.
Ο πίνακας: Witches’ Sabbath (1789), του Francisco de Goya y Lucientes.
Ο δάσκαλος: Ο λογοτεχνικός Φάουστ (1790), του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε.