22/12/09

NATALIS INVICTI

Εἴμαστε μεῖς ἅλλη γενιά, ἄλλο σπέρμα!
Χαλάσαμε πολὺ μιὰ νιὁτη πλέρια.
Τώρα, τοῦ ἡλιοῦ καθὼς μᾶς κρούει τὸ γέρμα,
στερνά, γιὰ πάντα σκώνουμε τὰ χέρια.
Κι ἀπέ, βαριὰ τὰ μπήγουμε μὲς στὰ ἔρμα
σπλάγχνα τῆς Γῆς καὶ στὰ φαρμακονέρια
τῆς Στόχασης: ψηλὰ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε,
πρέπει πολὺ βαθιὰ νὰ κατεβοῦμε.


Ξεπέσαμε βαθιά στη γη, μα πιo βαθιά δεν έχει. Τα οικόσημα έσβησαν, δίπλωσαν οι σημαίες, το αίμα έγινε νερό. Χωρίσαμε και χαθήκαμε, χάσαμε τα πάντα και δεν βρήκαμε τίποτα.
Άγνωστοι κι ανώνυμοι ακόμη και μεταξύ μας, άσκοπα περιφερόμαστε ανάμεσα στους άψυχους θνητούς. Μας καταδίκασαν σε γλυκερή ισότητα, συμπάθεια και διαρκή ειρήνη. Συνηθίσαμε στη σιωπή, δεσμώτες στη φυλακή της ύλης. Αλίμονο στους ηττημένους που ακμάζουν στην υποταγή.

Ποῦ πᾶμε; Ἀκούω πᾶσ᾿ ἄνοιξη τ᾿ ἀηδόνι
ὄλβια ζήση στὸ πάθος του νὰ βρίσκει.
Δὲν ἔχει χτὲς καὶ σήμερα. Ἡ Δωδώνη
κι ὁ Ἅγιος Τάφος βαθιά μας ὄρθιος μνήσκει.
Κι ἂν καταρρέουν οἱ πίστες, μεῖς αἰώνιοι
περνᾶμε ἀπ᾿ τὴ ζωὴ στὸ θάνατο ἴσκιοι
καὶ στὴ ζωὴ ἀπ᾿ τὸ θάνατον! Ὄχι ὄντα,
εἴμαστε Ἰδέες, ποὺ ζοῦνε πολεμώντα.

Όμως μην μας λυπάστε. Γιατί στα όνειρά μας αποκηρύξαμε τη σάρκα και θωρακίσαμε με ατσάλι τις ψυχές. Κι αν εμείς ζήσαμε λαθραία σ’ έναν κόσμο που δεν μας άξιζε, άλλοι στο μέλλον θα μας αγαπήσουν και στη μνήμη μας θα εκδικηθούν.
Ο Θεός θα ξαναγεννηθεί και θα μας ευλογήσει. Και τότε οι σκιές μας από τον Άδη στις έμπυρες σφαίρες θα επιστρέψουν για να καθαρθούν και να σταλούν ξανά στη μάχη. Αιώνιος πόλεμος είναι ο νέος κόσμος που προσδοκούμε. Ζωή μέσα στο θάνατο, τιμή μέσα στη πίστη, φως μέσα στο σκοτάδι, θάνατος μέσα στο φως.

Να μας φοβάστε. Γιατί δεν είμαστε όντα ... είμαστε Ιδέες, που ζούνε πολεμώντα ...




Οι ημ/νίες: 22η Δεκεμβρίου, η κάθοδος του Ήλιου στο νοτιότερο σημείο της τροχιάς του. 25η Δεκεμβρίου, το τέλος του χειμερινού ηλιοστασίου και η αναγέννηση του Ανίκητου Θεού. Ο Ήλιος που ξαναγεννιέται είναι ο θεός των νέων στρατιών.
Η εικόνα: Golden Gate από το The Flower Book (1882/1905) του Edward Burne-Jones. Η είσοδος του Ήλιου στον Κόσμο.
Οι στίχοι: Από το επικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, Ο Προσκυνητής (1919).

1/12/09

BLACK KNIGHT

Τέλειωσα το Σχολείο, το Γυμνάσιο, το Λύκειο, το Πολυτεχνείο, εκπλήρωσα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα κι έκανα οικογένεια.

Είμαι στοργικός σύζυγος και πατέρας, τηρώ τις κοινωνικές συμβάσεις και σέβομαι τους κανόνες. Εξασκώ αξιόπιστα το επάγγελμά μου, εξοφλώ τους λογαριασμούς και πληρώνω τους φόρους. Είμαι ενεργός πολίτης, ψηφίζω στις εκλογές, υπακούω στους νόμους. Συμμετέχω στην οικονομία της αγοράς, είμαι εργατικός, παράγω προϊόντα και κερδίζω χρήματα, ενημερώνω βιβλιάρια σε τραπεζικές καταθέσεις, ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ, καταναλώνω αγαθά και ανακυκλώνω τα σκουπίδια.

Είμαι ο στυλοβάτης αυτής της κοινωνίας, ο πειθήνιος πολίτης που στηρίζει το σύστημα, το πρότυπο του χειριστή που λειτουργεί τη μηχανή.


Κάθε βράδι πριν κοιμηθώ, ακονίζω δίπλα μου το αόρατο σπαθί.
Κάτω από το σάπιο δέρμα της υποταγής ο μαύρος ιππότης παρατηρεί, υπολογίζει, κάνει υπομονή. Στην καρδιά του σκοταδιού ονειρεύεται τον Ήλιο, στην άκρη της νύχτας οραματίζεται ένα νέο κόσμο... όταν ο στύλος θα κοπεί.




Ο πίνακας: Crusader, του αμερικανού ζωγράφου Justin Sweet.
Παραλλαγή στο ίδιο θέμα: ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ - Η ΜΑΣΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΦΥΡΙ.