23/4/10

ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΑΙ ΒΕΣΤΑΛΗ

Στην αρχαία Ρώμη οι Βεστάλες συντηρούσαν την ιερή φλόγα στο ναό της Εστίας, στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ιέρειες της Vesta, θεάς της οικογενειακής εστίας, οι παρθένες Vestales κρατούσαν αμόλυντη την πόλη. Παραβίαση του καθήκοντος, ιεροσυλία της σαρκικής αγάπης και σβήσιμο της φλόγας σπίλωναν ανεπανόρθωτα την καθαρότητα της φυλής. Η ατίμωση επέφερε ως μέγιστη τιμωρία την καταδίκη της μνήμης. Κι όχι μόνον ολική εξάλειψη του ονόματος αλλά και ενταφιασμό πριν τον θάνατο.


DAMNATIO MEMORIAE
C…
VIRGINI VESTALI MAXIMAE

Λευκό το Φόρουμ κ’ έρημο απ’ το φεγγάρι κάτου.
Στην ησυχία, ένα σκυλί θρηνητικά αλυχτάει
κάπου μακρυά. Κατάμονη στο Ιερό η Βεστάλη,
το φως της Ρώμης ζωντανό μεσ’ στη νυχτιά φυλάει.
Άξαφνα, σ’ ένα θόρυβο που ακούστηκε, πετιέται,
σωριάζει ξύλα στη φωτιά κι αθόρυβα έξω βγαίνει:
δεν ξέρει πως είναι στιγμές οι ώρες της Αγάπης
και σε μιά πλάναν αγκαλιά – πρώτη φορά – ξεχνιέται.
Τί κι αν εσβήστηκε η φωτιά στο Ιερό, Βεστάλη,
τί κι αν σε θάψουν ζωντανή κι από το άγαλμά σου
το βέβηλο θα σβήσουνε, Ποντίφισσα, όνομά σου ;
Μιά τέτοια νύχτα τη ζωή ολάκερην αξίζει...

Τη γλύκα που απ’ την ηδονή στα χείλια σου έχει ανθίσει,
αν και νεκρή, μιά μέλισσα θα ’ρθεί να την τρυγήσει.



Όμως τί κι αν η θεά απέσυρε πρόσκαιρα την προστασία της από την πόλη... Η Μεγάλη Μητέρα επιβλέπει την αγνότητα στη γη. Τα δάκρυα δεν ωφελούν άπιστη Βεστάλη και θα σε θάψουν ζωντανή. Και τη φωτιά της Εστίας μια μέλισσα της Δήμητρας θα ξανανάψει. Το νέκταρ απ’ το άνθος σου, κάποια συλλέκτρια θα φέρει στην κυψέλη. Κι εγώ θα περιμένω εκεί μεταμορφωμένος σε κηφήνα. Για χάρη του Μέγιστου Ποντίφικα και του Ρωμαϊκού Λαού θα τιμήσω το μέλι που θα παραχθεί...



Ο πίνακας: Lachrymae, του Lord Leighton. Λατινικά δάκρυα.
Το ποίημα: Του Κώστα Ουράνη από την συλλογή ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ.
Η μέλισσα: Σύμβολο μυητικής ανάστασης. Μέλισσες - ιέρειες της Δήμητρας και της Αρτεμης.

1/4/10

ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗ

«Κλαγγή μεγάλη έβγαζαν τα όπλα αυτών που έρχονταν, γιατί χτυπούσαν κάθε τόσο στα κλαριά των καρυδιών και των βαλανιδιών. Στους θώρακες οι κρίκοι αναπηδούσαν και στις ασπίδες πάνω τα δόρατα χτυπούσαν. Το δάσος όλο αντιλαλεί, το σίδερο ασπίδων και θωράκων αντηχεί.»
.....
«Α, συγχώρα με, Κύριέ μου και Θεέ μου! Είναι άγγελοι αυτοί που αντικρύζω εδώ!»
…..
«Εγώ θα λατρέψω τούτον εδώ κι όλους τους αγγέλους ύστερα απ’ αυτόν. Πέφτει ευθύς γονατιστός και λέει στη σειρά όλες τις προσευχές που του ’χει μάθει η μάνα του.»
.....
«Είσαι ο Θεός;
Όχι! Πώς είναι δυνατόν;
Και ποιός είσαι λοιπόν;
Ένας ιππότης.
Ιππότης; Δεν το χω ξανακούσει το όνομα αυτό κι ούτ’ έχω δει κανέναν που έτσι να τον λέγαν. Μα είσαι ωραιότερος απ’ το Θεό. Και να σου μοιάσω θα ’θελα. Πλασμένος σαν εσένα, έτσι αστραφτερός να ήμουνα κι εγώ!»
…..
«Μητέρα σώπα! Γιατί σήμερα, περνώντας από το Γκαστ Φορέ, είδα τα ωραιότερα πλάσματα που υπάρχουν. Είναι πιό όμορφα απ’ όσο θαρρώ πως είν’ ο ίδιος ο Θεός κι όλοι του οι αγγέλοι».


Κάποτε στη Δύση, απρόσμενη συνάντηση έλαβε μέρος στην αρχή της εποχής των θαυμάτων. Πέντε σιδερόφραχτοι ιππότες με πολύχρωμα λάβαρα, με μαύρα στολίδια και ασημένιες πανοπλίες διέσχιζαν καλπάζοντας το Δάσος της Επαγγελίας όταν ένα αγροτόπαιδο πετάχτηκε άξαφνα μπροστά τους, μέσα από τις σκιές. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να προσεύχεται σαν να είδε δαίμονες να βγαίνουν από τα έγκατα της κόλασης...

Όμως δεν υπάρχει κατάλληλη προσευχή που να δεσμεύει το πεπρωμένο. Ο πρώτος από τους συντρόφους τον πλησίασε καθησυχαστικά. Το αγόρι ήταν αγαθό, άβγαλτο, με φωτεινά μάτια. Θαμπώθηκε από τις στολές και τα χρώματα και ρωτούσε να μάθει γιά τα δόρατα, τους θώρακες και τις ασπίδες. Οι αφελείς του ερωτήσεις προκάλεσαν αμηχανία στους μοιραίους ιππότες της αναπόφευκτης στιγμής.

Η συνάντηση έληξε σύντομα μα πέρασαν αιώνες για να συνειδητοποιήσω πως εκείνος ο απλοϊκός Ουαλός ήταν ο επερχόμενος Βασιλιάς του Γκράαλ. Υπηρετώντας κάποια θεία ειρωνεία, ο εκλεκτός που στο μέλλοντα χρόνο δεν θα έθετε τις κρίσιμες ερωτήσεις στο ιερό κάστρο, ρωτούσε τότε στο δάσος να μάθει τα προφανή.

Ο «γιός της χήρας» γύρισε μεταμορφωμένος στο σπίτι του και μέσα σε τρείς μέρες ξεκίνησε για το ταξίδι του στον κόσμο. Θα χριζόταν σύντομα ιππότης και στο τέλος της πολύχρονης αναζήτησής του, Φύλακας της Λόγχης και Κύριος του Δισκοπότηρου.
Συχνά από τότε συλλογίζομαι τα ανυπόκριτα λόγια του ακολουθώντας κι εγώ το ταπεινό μου μονοπάτι: Είναι οι ιππότες της γης ωραιότεροι από τις διάπυρες διατάξεις των ουρανών...

Με την πρόταση αυτή ανοίγει ουσιαστικά το πρώτο κεφάλαιο του ιερού Ευαγγελίου της Φρουράς. Όλα είναι γραμμένα εκεί με γοτθικό ύφος και λατινική αυστηρότητα, με κέλτικες τριάδες και ελληνικά γράμματα.
Στην αρχή, αιρετική θεολογία για την ομορφιά των όπλων, την ανώτερη αρρενωπή πνευματικότητα και το υπερβατικό νόημα της πολεμικής ηθικής.
Έπειτα, αποκάλυψη για τους μύθους της δημιουργίας που φυλάσσονται σφραγισμένοι μέσα στο μαύρο σίδερο, για την ψυχή της λόγχης και για την ανδρική υπερηφάνεια που στοιχειώνει το ατσάλινο σπαθί.
Στο τέλος, κατήχηση για το απόλυτο πνεύμα της σύγκρουσης, την ηλιακή δόξα και την ψυχρή τιμή.

Ζούμε σε μιά σκοτεινή εποχή, όμως δεν χάθηκαν οι μαγικοί σπόροι της αυγής. Η καλλιέργεια της ιδέας του ωραίου καρποφορεί στην εγγύτητα του θανάτου στη μάχη. Και στην προσμονή μας ενεδρεύουν οι φύλακες της επιστροφής: ιδανικοί ιππότες, μύστες της αρχέγονης λατρείας του ξίφους, εκπεσμένοι άγγελοι, αριστοκράτες της ένοπλης αισθητικής.





Εμπροσθοφυλακή: Απόκρυφο εδάφιο από το ΚΑΤΑ ΠΑΡΣΙΦΑΛ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ.
Οι εικόνες: Ιππότες από τον Codex Manesse. Walther von Metze, Hartmann von Aue, Ulrich von Gutenburg, Heinrich von Rugge, Ulrich von Lichtenstein.
Τα αποσπάσματα: Από το ημιτελές έργο του Κρετιέν ντε Τρουά, ΠΑΡΣΙΦΑΛ (ή Το έπος του Γκράαλ).