15/9/10

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Απ’ όλους τους Έλληνες νεορομαντικούς ποιητές του περασμένου αιώνα, ο Κώστας Ουράνης είναι ο αγαπημένος μου.
Η πρώτη μου γνωριμία με την ποίησή του οφείλεται στην φιλόλογο μητέρα μου, που συνήθιζε να απαγγέλει στίχους του σ’ εμένα και τον αδερφό μου όταν ήμασταν μικροί για να μας εντυπωσιάσει. Αργότερα μελέτησα μόνος μου τις συλλογές του ξεπερνώντας την μέτρια SPLEEN (1912) για να βυθιστώ στην αισθαντική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ (1920) κι έπειτα οι ΑΠΟΔΗΜΙΕΣ, ποιήματα δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά, που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στην μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του.

Ο Ουράνης γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Λεωνίδιο, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Σπούδασε στο εξωτερικό αν και δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του. Διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα το 1920 και επέστρεψε στην Αθήνα το 1924. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο σαν απεσταλμένος ανταποκριτής και δημοσιογράφος. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη φορά με Πορτογαλλίδα και τη δεύτερη με γνωστή Ελληνίδα κριτικό. Αρρώστησε νεαρός από φυματίωση και νοσηλεύτηκε γιά δύο χρόνια σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Δεν ξεπέρασε ποτέ τα προβλήματα υγείας στα χρόνια που ακολούθησαν και τελικά πέθανε από καρδιακή προσβολή σε σανατόριο στην Αττική, το 1953.

Ο Ουράνης είχε προσωπικότητα μποέμ και κοσμοπολίτη και ήταν θαυμαστής του Μπωντλαίρ και των συμβολιστών. Θιασώτης του ευρωπαϊκού πολιτισμού και κληρονόμος των ιπποτικών ιδεωδών αλλά και αναγκαστικά δέσμιος του νεωτερικού κόσμου και των κοινωνικών συμβάσεων δεν έπαψε να βασανίζεται από μεταφυσική νοσταλγία και τάσεις φυγής. Οικονομικά ευκατάστατος αστός μπορούσε να ταξιδεύει με άνεση στην φυσική γεωγραφία του κόσμου του όχι όμως και να ξεφύγει από την εποχή του.

Καταφεύγω συχνά στα ποιήματά του, που με συναρπάζουν και με παρασύρουν σε ρομαντικά αδιέξοδα: Δον Κιχώτης, Ιουλιανός, Edward VI, η Φράγκισσα, Ζωή, η Ζωντανή Νεκρή, η Αγάπη, Απόγονος, Vita Nuova και τόσα άλλα, που συνδέουν παρελθόν και μέλλον υπηρετώντας τον υψηλό σκοπό της Ποίησης. Στα καλύτερά του, στους τελευταίους στίχους αποκαλύπτονται στους μυημένους αναγνώστες σημαντικά θραύσματα της αλήθειας και του νοήματος του Κόσμου.
Από τις παράξενες αγάπες του έως τους θλιβερούς απολογισμούς του, ο Ουράνης επαναπροσδιορίζει με τον δικό του τρόπο έννοιες, συναισθήματα και διαθέσεις όπως η μελαγχολία και η αξιοπρέπεια, κυρίως η επιθυμία επιστροφής προς την αληθινή μας πατρίδα.
Οι τρόποι έκφρασης, τα θέματα, ο υποκειμενισμός του, οι φιλολογικές του επιρροές με αντιπροσωπεύουν σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιες φορές αυτοβιογραφούμαι επιλέγοντας φράσεις και νοήματα μέσα από τους στίχους του.


ΜΑΣΚΕΣ
Γιά να ’μαι ευχάριστος σε όλους,
-κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτε με μάσκες
που αρέσουνε το πρόσωπό μου

κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πια να μη μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπό μου
να πω ποιό είναι μήτ’ εγώ!

Έτσι, ο θάνατος σα θα ’ρθει,
δε θα ’ναι η στέρηση μεγάλη:
θ’ αφήσω μιάν ανυπαρξία
γιά να περάσω σε μιάν άλλη...

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Ψυχή μου, μένε αδιάφορη στα γύρω σου και σ’ όλους
Τους ανθρώπους που αγκομαχάν σέρνοντας τη ζωή τους,
Σ’ εκείνους όπου απ’ τη χαρά σα με κρασί μεθάνε
Κι όσους στην ίδια στέκουνται ψηλά εκτίμησή τους
Σ’ όσους τον πόνο τους μπροστά στον κόσμον όλον κλαίνε
Γιά προς τον άδειον ουρανό τα χέρια τους υψώνουν
Και σ’ όλους όσους στη ζωή βάλαν σκοπό να φτάσουν
Και σέρνουνται, παρακαλούν, προδίνουνε, ιδρώνουν.
Πέρνα από μέσα τους ψυχρή και μακρυνή ως κυρία
Που, όταν στο δρόμο οι πρόστυχοι ζητάν να της μιλήσουν,
Μαζώνεται ακατάδεχτη γιά να μην της αγγίσουν
Κι απ’ τον εξώστη της Ζωής κοίταζε μεσ’ στον κόσμο,
Έτσι καθώς οι ευγενείς τους χωρικούς κοιτάζαν,
Όταν κάτου απ’ τους πύργους των, τις σκόλες, διασκεδάζαν.

ΑΔΕΙΑ ΖΩΗ
Την άδεια, την ακίνητη ζωή μου
κοιτάω μ’ ένα βλέμμα νυσταγμένο:
- είμαι σα μάταιη βάρδια σ’ ένα πλοίο
από καιρό πολύ παροπλισμένο.

Σα βρώμικα νερά και λιμνασμένα
με ζώνουν οι συνήθειες κ’ οι ρουτίνες
- κι ούτε θυμάμαι πιά να είχα ακούσει
να με καλούν στο πέλαγος Σειρήνες...

Ανώφελα - το ξέρω! - κι αν σαλεύουν
κάποτε πόθων, μέσα μου, φτερά:
δε μέλλεται ν’ αστράψει στη ζωή μου
κανείς μεγάλος πόνος ή χαρά.

Άβουλος, με τους ίδιους τους ανθρώπους
τις ίδιες άδειες μέρες θε να ζήσω,
μ’ ένα σαράκι - πάντα - να με τρώει:
νικήθηκα χωρίς να πολεμήσω...


Οι Μάσκες αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις και η Αξιοπρέπεια δύσκολα διακρίνεται από την ψυχρότητα και την υπεροψία. Έτσι κι αλλοιώς Άδεια ζωή θα ζήσουμε σε βρωμερή ειρήνη. Ο μεγάλος πόλεμος που λαχταρούσαμε δεν έγινε ποτέ, η σημαία είναι ψεύτικη και οι υποσχέσεις κενές.

Kι εγώ σαν ένας ευγενής, στερνός της γενεάς μου, ρεμβάζω σε μιά παλαιή και σάπια πολυθρόνα, με σταυρωμένα τα λεπτά και κέρινά μου χέρια... ανάμεσα σ’ έπιπλα γοτθικά και σε τοιχογραφίες, διαβάζοντας παλαιικά βιβλία κ’ ιστορίες... νοιώθοντας όχι ως να πέθανα σε περασμένες εποχές... μα ως να μην έζησα ποτές...!



Ο Κώστας Ουράνης: Ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Το αληθινό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του το 1908. Έγινε γνωστός εκτός από τα ποιήματα και γιά τα ταξιδιωτικά του βιβλία.
Τα Ποιήματα: Επανακυκλοφόρησαν από το Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» τον Νοέμβριο του 2009 ακολουθώντας πιστά την πρώτη, μεταθανάτια, συγκεντρωτική έκδοση που είχε επιμεληθεί η δεύτερη σύζυγός του, το 1953.
ΜΑΣΚΕΣ – ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ – ΑΔΕΙΑ ΖΩΗ: Αυτοβιογραφία. Νικήθηκα κι εγώ χωρίς να πολεμήσω...
Η τελευταία φράση του κειμένου: Άσκηση αντιγραφής από επιλεγμένους στίχους του ποιητή.