1/2/13

ΠΕΡΑ ΑΠΟ Τ’ ΑΓΡΙΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΝΙΑΣ


Πέρα, μακριά απ’ τα βουνά της καταχνιάς
σπηλιές παλιές, λαγούμι βουλιαγμένο.
Προτού χαράξει η μέρα ξεκινάς
να βρείς χλωμό χρυσάφι μαγεμένο.

Ξέραν οι νάνοι οι παλιοί τα μαγικά
και τα σφυριά τους σήμαντρα ηχούσαν.
Βαθιά, όπου πλάσματα κοιμούνται μυστικά,
Μες στις στοές των λόφων κατοικούσαν.

Για τον αρχαίο των ξωτικών το βασιλιά
σμιλεύαν το χρυσάφι στα σκοτάδια
και κλείσανε το φως μες στα παλιά,
που το σπαθί του στόλιζαν, πετράδια.

Η ταινία τέλειωσε, άναψαν τα φώτα και οι θεατές άρχισαν βιαστικά ν’ αποχωρούν από την αίθουσα. Όμως εγώ, συνεπαρμένος από τη μουσική και τις εικόνες, παρέμενα αμετακίνητος στη θέση μου. Με βλέμμα απλανές ήμουν χαμένος σε κόσμους μακρινούς και μαγεμένους...
 
Κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού ούρλιαζε η θύελα και μούγκριζε η καταιγίδα. Οι αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό και οι κεραυνοί μονομαχούσαν με τους Γίγαντες. Αιχμάλωτος της φαντασίας μου, είχα μετά από χρόνια επιστρέψει στη Μέση Γη. Και σκαρφάλωνα στ’ άγρια βουνά ακολουθώντας απρόσκλητος τον τελευταίο πρίγκιπα των Νάνων.

 
Τους θαύμαζα και τους σεβόμουνα τους Νάνους με τις βαθιές φωνές και τα βαριά τσεκούρια. Ήταν υπερόπτες και αυθάδεις, πεισματάρηδες και σκληρόκαρδοι, άπληστοι και μνησίκακοι αλλά επίσης αξεπέραστοι τεχνίτες, περήφανοι πολεμιστές, αφοσιωμένοι και ευγνώμονες φίλοι.
 
Άκουγα τα σφυριά που αντηχούσαν στα υπόγεια σιδηρουργεία κι έφερνα με δέος στη μνήμη μου τα ορυχεία και τις σήραγγες, τα ανάκτορα και τα εργαστήρια, τους θησαυρούς με τα πολύτιμα πετράδια και το χλωμό χρυσάφι. Θυμόμουν τα τραγούδια κάτω από τα βουνά και γνώριζα τους θρύλους για τους Επτά Προπάτορες, τον Πρώτο Οίκο των Μακρυγένηδων του Ντούριν, το Καζάντ-ντουμ, το μίθριλ, τα ρουνικά φεγγαρογράμματα, τα Επτά Δαχτυλίδια, τους αρχαίους βασιλιάδες και τα τρομερά σπαθιά.
Ένιωθα τον άσβεστο πόθο της επιστροφής που έτρεφαν οι Νάνοι στα σωθικά τους κι έλαμπε και στα δικά μου μάτια το φως του λίθου της καρδιάς του Βουνού της Μοναξιάς.
 
Μύθος, παράδοση και αλαζονεία - οι αξίνες έσκαβαν βαθιά μέσα στα μεταλλεία. Ώσπου ο δράκοντας άνοιξε τα μάτια του κι ο νοικιασμένος χρόνος μου τελείωσε. Επανήλθα στην γκρίζα πραγματικότητα διατηρώντας την θολή ανάμνηση των υψηλών και των σπουδαίων. Κι έφερα μαζί μου λίγες από τις στάχτες της εκδίκησης, που σιγόκαιγαν στην καρδιά του Θόριν.

Τραγουδούσα παράφωνα το τραγούδι των Νάνων φεύγοντας από τον κινηματογράφο για τον δικό μου κόσμο της σκοτεινιάς. Μ’ έτρωγε πάλι η παλιά λαχτάρα να ξαναζήσω... την κλεμμένη, την άγραφη ζωή μου να πάρω πίσω...

Πέρα από τ’ άγρια βουνά της καταχνιάς
προτού χαράξει η αυγή θα ξεκινήσω,
απ’ τις βαθιές σπηλιές της σκοτεινιάς
να πάρω το κλεμμένο μου χρυσάφι πίσω.

 




 
Η ταινία: THE HOBBIT: AN UNEXPECTED JOURNEY. Εξαιρετική κινηματογραφική απόδοση από τον σκηνοθέτη Peter Jackson των έξι πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου του J.R.R. Tolkien, «The Hobbit, or There and Back Again».
Το τραγούδι των Νάνων: Οι τρείς πρώτες και η τελευταία στροφή, σε μετάφραση Α. Γαβριηλίδη - Χ. Δεληγιάννη.
Η φωτογραφία: Νόρι, Φίλι, Ντόρι, Μπόφουρ, Γκλόιν, Ντουάλιν, Θόριν Δρύασπις, Μπάλιν, Όιν, Μπόμπουρ, Μπίφουρ, Όρι, Κίλι.
Θόριν Δρύασπις: Εξόριστος πρίγκιπας του Έρεμπορ, γιός του Θράιν Β΄ και εγγονός του Θρόρ, βασιλιά κάτω από το Βουνό. Τελευταίος κληρονόμος του Οίκου του Ντούριν.
Η δημιουργία των Νάνων: Οι Επτά Προπάτορες των Νάνων πλάστηκαν κάτω από τα βουνά της Μέσης Γης από τον Άουλε, τον σιδηρουργό των θεών. Δημιουργήθηκαν την Εποχή της Σκοτεινιάς, όμως άνοιξαν τα μάτια τους πολύ αργότερα, την Εποχή των Αστεριών, μετά τα αγαπημένα Ξωτικά του Έρου.
Η Καρδιά του Βουνού: Το Άρκενστοουν. Το πετράδι του Βουνού της Μοναξιάς.
Μικρό Χρονολόγιο: Η Τρίτη Εποχή του Ήλιου αρχίζει αμέσως μετά την ήττα του Σάουρον από τον Έλεντιλ και τον Γκιλ-γκάλαντ το έτος 3441 της Δεύτερης Εποχής. Το Βασίλειο των Νάνων του Έρεμπορ ιδρύθηκε το έτος 1999 της Τρίτης Εποχής από τον βασιλιά Θράιν Α΄ και καταστράφηκε το έτος 2770 από τον δράκο Σμάουγκ. Η συνάντηση στο σπίτι του Μπίλμπο έγινε στις 26 Απριλίου του 2941. Η Τρίτη Εποχή τελειώνει το έτος 3021 όταν ο Φρόντο, ο Μπίλμπο και οι Τρείς Δαχτυλιδοφόροι φεύγουν πέρα από τη θάλασσα, εγκαταλείποντας οριστικά τη Μέση Γη.