Συναντήθηκαν για πρώτη φορά δίπλα
στην κρυστάλλινη λίμνη, πάνω σ’ ένα πλάτωμα, που προσέφερε απεριόριστη θέα στο υδάτινο
τοπίο. Κοιτάχτηκαν αναζητώντας σημάδια αναγνώρισης και συγκρατημένοι
αγκαλιάστηκαν κι αντάλλαξαν ευγενικούς χαιρετισμούς.
Αργότερα, γνώρισαν τις θυγατέρες τους, έφαγαν μαζί ψωμί, άκουσαν μουσική, διηγήθηκαν ιστορίες, αντάλλαξαν οικόσημα και στο τέλος χώρισαν σφίγγοντας τα χέρια.
Μια αδιόρατη θλίψη τους χαρακτήριζε. Βασανίζονταν δίχως συντρόφους, σε χρόνια σκοτεινά, ανάμεσα σε νέους ανθρώπους, με άλλες απόψεις, με περίεργα πρόσωπα. Κι ούτε λευκοί και κόκκινοι δράκοι μάχονταν στον ουρανό, ούτε περήφανα παγώνια με πολύχρωμα φτερά ζωντάνευαν τους κήπους.
Blow trumpet, for the world is white with May;
Blow trumpet, the long night hath roll’d away!
Blow thro’ the living world – “Let the King
reign.”
Όμως ήταν Άνοιξη και απαλύνθηκε
η θλίψη μας από τη χαρά της συνάντησης. Γιατί πιστεύαμε πως ήμασταν
χαμένοι μα ξαναβρεθήκαμε. Γιατί κλείσαμε παλιές εκκρεμότητες κι ανοίξαμε μια νέα διαθήκη. Γιατί επιβεβαιώσαμε πως στα σύνορα του χρόνου, ακόμη περιπολεί η Φρουρά του Κυρίου.
Η εικόνα: Peacock and Dragon.
Σχέδιο σε ύφασμα, του William Morris.
Οι στίχοι: Από το μεγάλο ποίημα
Idylls of the King
(The Coming of Arthur), του Alfred, Lord Tennyson.
Ο τόπος: Ταιριαστός αν και άτοπος. Τεχνητή λίμνη με επενδυμένο με μάρμαρο, τοξωτό φράγμα.
Ο χρόνος: Συγκεκριμένος αν και αόριστος. Δέκατη μέρα του μήνα Μαϊου
του δέκατου τρίτου έτους της τρίτης χιλιετίας.