«Έτυχε ποτέ να δεις μια πόλη που
να μοιάζει με αυτή;» ρωτούσε ο Κουμπλάι Χαν τον Μάρκο Πόλο βγάζοντας το γεμάτο
δαχτυλίδια χέρι έξω από το μεταξωτό κουβούκλιο του αυτοκρατορικού βουκένταυρου
για να δείξει τις γέφυρες που κυρτώνουν πάνω από τα κανάλια, τα πριγκιπικά
παλάτια με τα μαρμάρινα κατώφλια που βυθίζονται στο νερό, το πηγαινέλα των
ελαφρών πλεούμενων που σεργιανάνε σε τεθλασμένες γραμμές σπρωγμένα από μακριά
κουπιά, τις φορτηγίδες που ξεφορτώνουν καλάθια με ζαρζαβατικά στις πλατείες των
αγορών, τα μπαλκόνια, τις αλτάνες, τους τρούλους, τα καμπαναριά, τους κήπους
των νησιών που πρασινίζουν στο γκρίζο της λιμνοθάλασσας.
...
«Όχι, κύριε», απάντησε ο Μάρκο,
«ποτέ δεν θα φανταζόμουνα ότι υπάρχει μια πόλη σαν κι αυτή».
Με μοναδικό σκοπό την σωτηρία της ψυχής μου, τον περασμένο Αύγουστο επισκέφτηκα ξανά τη Βενετία. Προσδοκώντας συγχώρεση από τους παγανιστικούς θεούς της παράδοξης θρησκείας μου, για τρίτη φορά αναζήτησα σημεία και σύμβολα στον μοναδικό εγκόσμιο τόπο όπου επιτελείται η μυσταγωγική σύντηξη του ιερού με το αισθητικό κι όπου η δόξα του παρελθόντος διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία από το ανούσιο παρόν.
Η Βενετία είναι η ωραιότερη πόλη της Ευρώπης, ένα απέραντο υπαίθριο μουσείο με πλήθος αριστουργημάτων, σπάνιο χωνευτήρι των τεχνοτροπιών της βυζαντινής κληρονομιάς, της αναγέννησης, του μπαρόκ και, κυρίως, της αρχιτεκτονικής του γοτθικού ρυθμού. Ως μοναδικό θησαυροφυλάκιο της τέχνης, αποτελεί για τους αιρετικούς ένα από τα σημαντικότερα καταφύγια απόδρασης από τον σύγχρονο κόσμο.
Κι εγώ,
καθώς με δυσκολία ανέχομαι πλέον την αθλιότητα που με περιβάλλει, χρειάζομαι όλο
και περισσότερο σημάδια επιβεβαίωσης πως παραμένω με το μέρος του δίκαιου και του
ιδανικού. Σημάδια, που βρίσκονται ακόμη διάσπαρτα στη Βενετία, ορατά μόνο σε
εκείνους που μπορούν να τα διακρίνουν ανάμεσα στο ανυπόφορο πλήθος των
ανυποψίαστων τουριστών που μαζικά συρρέουν στην πόλη. Σημάδια κρυμμένα στους
ναούς και στα palazzo, στα
κανάλια και στις αποβάθρες, στους δρόμους και στις πλατείες, στις εσωτερικές
αυλές και στις σοφίτες, στα κιονόκρανα και στις υδρορροές, στους τρούλους, στα
αετώματα, στα εμβλήματα...
Ξετυλίγοντας τον μίτο ανάμεσα στα κανάλια, συμπεριφέρομαι σαν επίδοξος τοπιογράφος που μελετάει την χωροταξία, τους όγκους των κτιρίων, τις φωτοσκιάσεις, την προοπτική και τα σημεία φυγής. Διαλέγω οπτικές γωνίες, προσέχω τη λάμψη των χρωμάτων, εξαντλώ τις εικόνες, παρατηρώ για ώρα τις λεπτομέρειες στα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τις περίτεχνα διακοσμημένες προσόψεις των κτιρίων, τα οξύκορφα τόξα, τους λαξευμένους στα παράθυρα θόλους σε σχήμα τριφυλλιού, τα συμπλέγματα των κιόνων, ακόμη και τα φύκια στα μάρμαρα, στις γλιστερές σκάλες των παλατιών που κατεβαίνουν στο νερό του Μεγάλου Καναλιού. Αφοσιωμένος στην προσωπική μου μυθολογία, ακολουθώ το αόρατο νήμα που συνδέει τις αναρίθμητες γυναίκες και τον Manfred του Μπάιρον, τα εμμονικά σκαριφήματα και το The Stones of Venice του Ράσκιν, τον θρυλικό Tristan και την νεκρική γόνδολα του Βάγκνερ.
Βιάζομαι, γιατί ο χρόνος είναι
δανεικός και πρέπει να συμπληρώσω τις οφειλές μου από τις προηγούμενες
διαμονές. Μετακινούμαι με σχέδιο, από το μπαρόκ παλάτι Κα Ρετζονίκο και τον
καμπούρη Πουλτσινέλα του Τιέπολο, στην γοτθική εκκλησία Σάντα Μαρία Γκλοριόζα
ντέι Φράρι και την γλυκιά Ασούντα του Τιτσιάνο, κι από το μουσείο Κορέρ και την
γυμνή Ευρυδίκη του Κανόβα, στην Σκουόλα ντι Σαν Τζόρτζιο ντέλι Σκιαβόνι και τον
ξανθό ιππότη με τη μαύρη πανοπλία του Καρπάτσιο. Εκεί, στη μικρή Σκουόλα των
Δαλματών, το προσκύνημα καταλήγει σε ιερή ενατένιση μπροστά στον Άγιο Γεώργιο
που σκοτώνει το Δράκοντα.
Η ακαταμάχητη έλξη μου για τη
Βενετία, οφείλεται στην τεράστια σαγήνη που ασκεί στις δυνάμεις της φαντασίας.
Η Γαληνοτάτη με επηρεάζει με έναν απαράμιλλο τρόπο που σε κανέναν άλλο τόπο δεν
θα ήταν δυνατός.
Το ταξίδι
τελειώνει. Πάνω από τις αρχαίες παλίρροιες, αιωρούνται οι δοξασίες των ανώτερων
κόσμων. Τα κανάλια είναι θολά, τα παλάτια διάφανα, κι ακούγεται μια απόκοσμη
μουσική από σάλπιγγες και τύμπανα. Φεύγοντας ρίχνω μια τελευταία ματιά στην
κεντρική Πλατεία. Οι τουρίστες εξαφανίζονται. Μέσα από το φασματικό παραπέτασμα
ξεπροβάλλει το Φτερωτό Λιοντάρι με το Ευαγγέλιο και το Σπαθί, και πίσω του η πολυπληθής
ακολουθία του από αρσενικά παγώνια σε έξαρση.
«Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου;» ήταν στο σημείο εκείνο η ερώτηση του Χαν, ερώτηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: «Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς το μέλλον σου;»
Και η απάντηση του Μάρκο: «Το
αλλού είναι ένας αντίστροφος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που
είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που ποτέ δεν είχε και που ποτέ δεν θα
έχει».
Υπομένω αναγκαστικά την
ασυνάρτητη εποχή μας. Και ταξιδεύω αναζητώντας το «λίγο», που είναι πραγματικά
δικό μας στην ανεξάντλητη δόξα που πηγάζει από το παρελθόν. Αυτό το πολύτιμο
λίγο που απομένει στο πενιχρό παρόν, ίσως εμπεριέχει την μοναδική δυνατή
διέξοδο προς ένα ζωογόνο και ισχυρό μέλλον.
Τα κείμενα: Από τους διαλόγους του Μάρκο Πόλο με τον Κουμπλάι Χαν,
στο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, Οι Αόρατες Πόλεις.
Οι φωτογραφίες:
- Πανοπλία ιππότη από το Οπλοστάσιο του Παλατιού των Δόγηδων,
- Όχθη του Μεγάλου Καναλιού,
- St George Slaying the Dragon (Oil on canvas,
141x360 cm) από την Scuola di San Giorgio degli Schiavoni,
- Λέων της Βενετίας, από το Ναυτικό Μουσείο, δίπλα στο Αρσενάλε.
- Λέων της Βενετίας, από το Ναυτικό Μουσείο, δίπλα στο Αρσενάλε.
Vittore Carpaccio: Δέκα χρόνια πριν, το
δεύτερο ταξίδι στη Βενετία και ιδιαίτερα οι πίνακες του Καρπάτσιο για τον κύκλο της
Αγίας Ούρσουλας που βρίσκονται στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας, προκάλεσαν κατά
κάποιο τρόπο την επιστροφή μου στην Πολεμική Σημαία
(βλ. αρχική ανάρτηση WAR FLAG, 12/10/2007, Οι Ούννοι
του Carpaccio). Σήμερα, πάλι οι πίνακες του Καρπάτσιο, αυτή τη φορά για
τον κύκλο του Αγίου Γεωργίου, στη Σκουόλα των Δαλματών,
σηματοδοτούν το τέλος αυτής της περιόδου.
Η τελευταία ανάρτηση: Οι δημοσιεύσεις θα περιοριστούν. Η τελευταία
ανάρτηση όμως, ακόμη δεν έχει γραφτεί.