Τον θησαυρό ζητούσα ωχρός να βρω του κόσμου
Στίχους που μέσα τους η θλίψη η πιο βαθιά
Κι αβέβαια πράγματα κυλούσαν και βαριά –
Τότε ένας άγγελος γυμνός στάθηκε εμπρός μου:
Στον βυθισμένο μου στις έγνοιες λογισμό
Έφερνε αυτός άνθη ακριβά από τα δικά του
Κι ήταν λουλούδια αμυγδαλιάς τα δάχτυλά του
Και ρόδα· ρόδα του στολίζαν τον λαιμό.
Κάποτε ο
κόσμος μου φαινόταν περισσότερο συμβατός, πιο ασφαλής, γεμάτος υποσχέσεις. Ένας
φρουρός άγγελος με προστάτευε από απρόσμενες επιθέσεις, ασύμμετρες απειλές, μοιραία
χτυπήματα. Και πίστευα πως ήμουν ο
εκλεκτός κληρονόμος κάποιας αρχαίας παρακαταθήκης, που σύντομα θα μου
παραδιδόταν σ’ έναν αστραφτερό ναό, σε μια θεσπέσια τελετή.
Δος μου την πνοή τη γιορτινή και τη μεγάλη
Που ξανανιώνει δος μου πάλι τη φωτιά
Που τα φτερά τα παιδικά μου τα πλατιά
Στης πρώτης σήκωνε θυσίας την αιθάλη.
Ας πλημμυρίσει τ’ άρωμά σου τη ζωή μου.
Κλείσε με ολόκληρο βαθιά μεσ’ στα ιερά σου!
Ένα ψιχίο κι απ’ την πλούσια τράπεζά σου!
Έτσι απ’ τη μαύρη σ’ ικετεύω φυλακή μου.
Τα χρόνια όμως πέρασαν χωρίς να μου ανατεθεί η ιερή αποστολή, δίχως να συναισθανθώ την υπερβατική επαλήθευση. Νιώθω πλέον τα πρώτα σημάδια της φυσικής φθοράς κι όλα τριγύρω μου φαίνονται ανούσια, τιποτένια, μηδαμινά. Η ασπίδα μου ραγίζει, και παρά τις δραματικές παρακλήσεις μου, ο ουράνιος φύλακας το προστατευτικό ξίφος χαμηλώνει, κοιτώντας με επιτιμητικά.
Υποψιάζομαι πως μήτε τα ακατάλυτα αρχέτυπα ποτέ θα πλησιάσω, μήτε την απροσπέλαστη πατρίδα μας θα ξαναδώ.
Ωστόσο, στη ροή
του χρόνου, συμβαίνουν κρίσιμα γεγονότα που συχνά περνούν απαρατήρητα στην πεζή καθημερινότητα, ενώ προμηνύουν
σημαντικές αλλαγές σ’ έναν άλλον, ανώτερο κόσμο.
Μπορώ να τα διακρίνω καθαρά μόνον όταν θυμώνω. Ανάμεσα στους άθλιους, σε τούτη τη μαύρη φυλακή, η γνήσια οργή επανανοηματοδοτεί τόσο την κληρονομιά όσο και την αποστολή.
Ίσως δεν έχουν ακόμη όλα χαθεί. Διαρκής είναι η επαγρύπνιση ώστε έγκαιρα να αναγνωρίσω τις επερχόμενες ενσαρκώσεις των απεσταλμένων του ουρανού: αυτών που θα είναι αληθινοί ήρωες της μετάπτωσης, ποιητές της απώλειας και ταυτόχρονα πολεμιστές της ανάκτησης.
Μπορώ να τα διακρίνω καθαρά μόνον όταν θυμώνω. Ανάμεσα στους άθλιους, σε τούτη τη μαύρη φυλακή, η γνήσια οργή επανανοηματοδοτεί τόσο την κληρονομιά όσο και την αποστολή.
Ίσως δεν έχουν ακόμη όλα χαθεί. Διαρκής είναι η επαγρύπνιση ώστε έγκαιρα να αναγνωρίσω τις επερχόμενες ενσαρκώσεις των απεσταλμένων του ουρανού: αυτών που θα είναι αληθινοί ήρωες της μετάπτωσης, ποιητές της απώλειας και ταυτόχρονα πολεμιστές της ανάκτησης.
Οι
στίχοι: Οι δύο πρώτες
στροφές από τα ποιήματα ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ Ι και ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ ΙΙ του μεγάλου
Γερμανού ποιητή Stefan George (1868 – 1933). Μετάφραση
του Γ. Βαρθαλίτη.
Η φωτογραφία: Το μυθικό τραίνο του Τελευταίου Βασιλιά (King Ludwig II, 1845
– 1886). Από παλαιότερη επίσκεψή μου
στο Σιδηροδρομικό Μουσείο της Νυρεμβέργης.