31/12/07

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Δεν είναι καν δωμάτιο. Μοιάζει περισσότερο με μεγάλη ντουλάπα. Άδυτο, απαραβίαστο και φυλασσόμενο. Ακριβώς απ’ έξω, δίπλα στην είσοδο, φρουρούν τρείς Αρχάγγελοι και μαζί τους, τέταρτος, ο Μέγας Αποστάτης με τις μαύρες φτερούγες. Ο ιεροφάντης το επισκέπτεται όταν υπάρχει ανάγκη. Ανεβαίνει τρία σκαλιά, λέει το σύνθημα στους αρχαγγέλους, ξεκλειδώνει την πόρτα πίσω από τις σιδερένιες σπείρες και βρίσκεται εκεί... μόνος στο προσωπικό του άβατο.


Στο εσωτερικό του δωματίου, περιμετρικά κι από το πάτωμα έως την οροφή, είναι εντοιχισμένη μιά ξύλινη βιβλιοθήκη. Ένα μικρό παράθυρο από υαλότουβλα διυλίζει το φως πριν αυτό φωτίσει τα εκθέματα. Όλα τα ράφια είναι γεμάτα. Τα εκθέματα είναι ψηφίδες από κάποιο χαμένο μωσαϊκό που  αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, ψηφίδα δίπλα σε ψηφίδα. Γεμάτα τα ράφια κι όμως αυτός πάντα βρίσκει χώρο για να τοποθετήσει νέα εκθέματα.

Εκεί, απομονωμένος ο μύστης, καθώς τακτοποιεί τελετουργικά τις ψηφίδες, κάποιον επικαλείται και συναντά. Ο αποδέκτης της επίκλησης δεν είναι άγνωστος θεός, δεν είναι καν γνωστός δαίμονας. Είναι μόνον ένα θλιμένο, μικρό αγόρι, που τον επισκέπτεται από το παρελθόν. Ένα μικρό αγόρι που κάποτε ξέφευγε από το χέρι των γονιών του γιά να καθίσει καταγής, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στις βιτρίνες των παιχνιδιών. Που ζήλευε την «μεγάλη παιχνιδομπουλντόζα», δώρο στον μικρό του αδελφό όταν αυτός κάποτε είχε αρρωστήσει. Που ζούσε φανταστικές μάχες με τα πολύτιμα στρατιωτάκια του ανάμεσα στα μικροαστικά έπιπλα. Που λυπόταν όταν τέλειωναν τα Χριστούγεννα, γιατί του έπαιρναν τα καλά του παιχνίδια και τα έκρυβαν μέχρι την επόμενη χρονιά - να μην του αποσπούν την προσοχή από τα μαθήματα.

Ο μύστης στο δωματιάκι, ανακαλεί και προστατεύει ότι πολυτιμότερο έχει: την παιδική ψυχή του.

Τα ράφια είναι γεμάτα παιχνίδια. Τσίγκινα, ξύλινα, πλαστικά, χάρτινα, υφασμάτινα, πορσελάνινα, κουρδιστά, μηχανικά, ηλεκτρικά, συνηθισμένα, σπάνια, περίεργα, ακατάλληλα, απρόβλεπτα, σύνθετα, απλά, εύθραυστα, φθηνά, ακριβά, παλαιά, καινούργια. Δεν έχει σημασία το είδος, το υλικό, η τιμή. Μόνον να είναι όμορφα και καλοφτιαγμένα και να αντιστοιχούν σε κομμάτια της προσωπικής του μυθολογίας. 
Τα παιχνίδια του λένε πολλά για εκείνον. Για την Ψυχανάλυση και την Ιστορία της Τέχνης, τον Πόλεμο και τηΜεταφυσική. Τα επιλέγει με προσοχή και τα εντάσσει σε μαγικές συνθέσεις. Πρόσφατα, βρήκε σε ξεχασμένα κιβώτια, ακόμη και κάποια από τα παιχνίδια που του έκρυβαν παλιά. Κι αργά ή γρήγορα, η πλήρης εικόνα θα συμπληρωθεί. Ένα μονάχα για πάντα θα του λείπει. 
Το αγαπημένο του υποβρύχιο, εκείνο που βυθιζόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, που το έχασε παίζοντας στη θάλασσα... πάνε 35 χρόνια τώρα...






Η εικόνα: Ο πρώτος φρουρός. Αρχάγγελος Μιχαήλ, του Christopher Moeller.
Το χαμένο υποβρύχιο: Γιαπωνέζικο, μεταλλικό παιχνίδι με μπαταρίες, δώρο αγαπημένου θείου, καπετάνιου.
Η ηθική των παιχνιδιών: Σύμφωνα με το κείμενο του Baudelaire.

Το μυστικό: Mη έχοντας μαζί του την ψυχή του, ο ιππότης είναι απρόσβλητος και ανάλγητος. Δεν γνωρίζει φόβο ούτε έλεος.

27/12/07

Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ SIGRUN

Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή.

Αίμα έτρεχε από τις πληγές μου, η ζωή έφευγε από μέσα μου κι όμως εγώ τη θαύμαζα. Θαύμαζα το ωχρό πρόσωπo, τα κορακίσια μαλλιά, τον αλαβάστρινο λαιμό. Σκυμμένη πάνω μου, με κοιτούσε σιωπηλά και μιά πρωτόγνωρη θλίψη με πλημμύριζε. Έρωτας κεραυνοβόλος, που πονούσε. Με φίλησε με φωτιά στο στόμα, μου δάγκωσε τα χείλη, έκαιγε... και την
αγάπησα.

Η αναπνοή μου έβγαινε κοφτά και προσπαθούσα να σηκωθώ. Αβάσταχτη κούραση με καθήλωνε. Ομίχλη στο μυαλό, παγωνιά στην ψυχή, πόνος στο κορμί. Έβρεχε ασταμάτητα. Μπροστά μαύρο δάσος και μαύρα βουνά, πίσω αγριεμένη θάλασσα και βραχώδης ακτή. Μόνος μου, κανένας άλλος, ασπίδα τσακισμένη, σπασμένο σπαθί.

Έσφιξα το μικρό σφυρί στο λαιμό μου και προσευχήθηκα στον κοκκινομάλλη Θεό.


Την είδα καλύτερα καθώς ανασηκώθηκε. Γυναίκα - Κύκνος με θώρακα, με τις φτερούγες στο κράνος. Κρατούσε δόρυ με ματωμένη αιχμή. Πισωπάτησε και μου έγνεψε γελώντας να την ακολουθήσω, να καβαλικέψω μαζί της το άγριο άλογό της.

Αίμα συνέχιζε να τρέχει από τις πληγές μου κι εγώ την ποθούσα. Όσο περισσότερο αίμα τόσο μεγαλύτερος πόθος. Πόθος γιά τη γυναίκα... και μιά παράξενη υπόσχεση στα μάτια της... υπόσχεση χαράς μάχης αιώνιας στον ουρανό ...
Σύρθηκα να την πλησιάσω, να απαντήσω στο κάλεσμα.

Και τότε, άστραψε κάτι μέσα στα σύννεφα, σάλπισε απόμακρο κέρας.
Η αγαπημένη, με κοίταξε με απελπισμένα μάτια κι έπειτα κάλπασε μακριά, πάνω από τα κύματα.


Από τότε μεγάλη αγωνία με βασανίζει. Σκοτεινή υποψία με κατατρέχει... πως βιάστηκε να με κερδίσει. Πώς το αίμα που γυάλιζε στο δόρυ της ήταν δικό μου αίμα.

Το πρόσωπο της με στοιχειώνει. Εκείνο το ωχρό πρόσωπο, τα κορακίσια μαλλιά, ο αλαβάστρινος λαιμός. Φοβάμαι μήπως δεν την ξαναδώ. Φοβάμαι μήπως δεν άξιζα, μήπως πεθάνω απόλεμος, γέρος και μαλθακός σε μαλακό κρεβάτι.

Γιατί τότε δίκαια, οι 540 θύρες της Μεγάλης Σάλας θα μείνουν κλειστές γιά μένα. Και ποτέ δίπλα στον μονόφθαλμο Πατέρα δεν θα λάβω μέρος στην τελική μεγάλη μάχη...

Αγία Βαλκυρία μου ... μη με ξεχνάς καθώς καλπάζεις ...



SIGRUN HOGNADOTTIR: Μία από τις επώνυμες Βαλκυρίες. Αναφέρεται στο δεύτερο μέρος της ιστορίας των Βόλσουνγκ.
Οι Ρούνοι : ΓΟΥΙΝ της χαράς , ΘΟΡΝ του αγκαθιού, ΣΙΓΚΕΛ του Ήλιου.

Ο Πίνακας : Wildride του Frank Frazetta.
Τι κρίμα ! : που δεν πιστεύω στις ερμηνείες των ρουνικών διατάξεων.
Το 12o κείμενο: Πρόλαβα ... ένα γιά κάθε μήνα.

Το νόημα : Beauty without the beloved is like a sword through the heart (ROSSETTI)

23/12/07

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ MANFRED

Ο θάνατος μας καθορίζει. Αυτός είναι το μόνο αναπόφευκτο στον κόσμο των θνητών και το τέλος των ψευδαισθήσεων. Όμως... αν δεν μπορούμε να νικήσουμε την εντροπία... ας πέσουμε τουλάχιστον πολεμώντας αμετανόητοι!

Old man ! ‘tis not so difficult to die.

Ο Υπεράνθρωπος του Φρήντριχ Νίτσε οφείλει πολλά στον Υπεράνθρωπο του Μπάϊρον. Ο φιλόσοφος που ήταν θαυμαστής του ποιητή, είχε εντυπωσιαστεί από τον εισαγωγικό μονόλογο του Μάνφρεντ, εκεί που αποκαλύπτει πως το Δένδρο της Ζωής δεν είναι το Δένδρο της Γνώσης και η θλίψη είναι γνώση... και η βαθύτερη γνώση είναι μόνον βαθύτερη θλίψη.
Ποιός είναι όμως ο Βυρωνικός Ήρωας ;
Ο Βυρωνικός ήρωας δεν είναι εκπρόσωπος γενικά του ανθρώπινου γένους, είναι εκδήλωση παρεκτροπής... σύμβολο της δυνατότητας των καλύτερων να ρυθμίζουν μόνοι τους τις αστοχίες τους, ένα επόμενο στάδιο στην εξέλιξη. Ανώτερος από τους κοινούς ανθρώπους και στα πάθη και στις δυνάμεις, μυστηριώδης και ζοφερός, αδιάφορος και αυτάρκης, απολιτικός και επαναστάτης, τηρώντας δικό του κώδικα αξιών, διατηρώντας την ανάμνηση ανείπωτης ενοχής, περιφρονώντας φυσικά και υπερφυσικά εμπόδια. Ερωτικός και μάχιμος, γνώστης και θλιμένος.

Θλίψη και γνώση... Ο Μάνφρεντ είναι ο πιό Φαουστικός ήρωας του Μπάϊρον. Ο ποιητής είχε όντως επηρεαστεί από τον πρώτο Φάουστ του Γκαίτε και είναι άξιο προσοχής ότι και ο Γκαίτε αργότερα, θα είναι υπό την επήρεια του Βυρωνικού ήρωα, όταν θα γράφει τον δεύτερο Φάουστ. Ο Μάνφρεντ δεν είναι όμως Φάουστ, απλά διδάχτηκε απ΄αυτόν τι πρέπει ν’ αποφεύγει...


Στο κάστρο του, στις υψηλότερες Άλπεις ο Μάνφρεντ καλεί τα επτά πνεύματα και τους ζητάει να... ξεχάσει. Στην πραγματικότητα θέλει ελευθερία, που σημαίνει λησμονιά από μεγάλη προδοσία. «Πρόδωσε» αυτήν την ίδια τη Θεά του έρωτα, την Αστάρτη. Μετά από αποτυχημένη προσπάθεια να αυτοκτονήσει ψηλά στα βράχια και αρνούμενος έπειτα να υπακούσει στη μάγισσα των Άλπεων, συνεχίζει αναζητώντας απαντήσεις και συναντά τον ίδιο τον Αριμάν στην αίθουσα του θρόνου του. Αργότερα, ένας Ηγούμενος τον επισκέπτεται στον πύργο του και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του. Δεν υπάρχει όμως λύτρωση ούτε κάθαρση, παρά μόνον αλαζονεία και ανταρσία, πίκρα και θυμός, ευγένεια και κατάρα, ανωτερότητα και θάνατος.
Προσέξτε τη στάση του Μάνφρεντ προς τον άρχοντα των δαιμόνων Αριμάν, όταν οι δαίμονες του ζητούν να γονατίσει:
« Πείτε σ’ αυτόν να υποκλιθεί εις τον ανώτερό του,
εις το υπέρτατο Άπειρο, εις τον Δημιουργό του
.. »
Συγκρίνετε τη στάση του προς τον ιερωμένο, όταν αυτός του ζητά να μετανοήσει:
«Οτι κι αν είμαι ή ήμουνα το ζήτημα είναι τέτοιο
ανάμεσα στον ουρανό και στον εαυτό μου μόνο.
Δεν επιλέγω έναν θνητό γιά μεσολαβητή μου.
»

Μόνον τον Ήλιο αποχαιρετά με σεβασμό ο Μάνφρεντ, για τελευταία φορά πριν δύσει...
« Ένδοξη Σφαίρα! ίνδαλμα της αρχεγόνου πλάσης
και της φυλής της σφριγηλής των άνοσων ανθρώπων
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σφαίρα πανενδοξότατη! που ήσουνα λατρεία,
προτού γνωσθεί το μυστικό σου μεσ’ στη δημιουργία!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γειά σου, λοιπόν, σε χαιρετώ! δεν θα ξαναντικρύσω
το φως σου το εσπερινό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εφυγε. Τον ακολουθώ.
»
 
Έτσι φτάνει η ώρα της αλήθειας και η τελευταία μάχη. Τον διεκδικούν και το Κακό και το Καλό, μα κανείς δεν πρόκειται να τον έχει. Στον μαύρο προσωπικό του δαίμονα υπενθυμίζει πως η ισχύς του δεν αγοράστηκε με συμβόλαιο ανταλλαγής ψυχής αλλά με υψηλή επιστήμη:
«Μακριά μου! όπως έζησα μονάχος θα πεθάνω.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Όσο έχω γήινη πνοή θα σας περιφρονάω -
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο νούς του ανθρώπου ο αθάνατος πάντοτε πιλογιέται
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
είναι η πηγή κάθε δεινού κι έχει δικό του τέλος,
ένας χωρόχρονος σωστός είναι στον εαυτό του.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Του εαυτού μου χαλαστής, ένα δικό μου επέκεινα
θα γίνω – τώρα πίσω! πίσω χαμένοι δαίμονες!
Του θανάτου το χέρι είν’ πάνω μου – αλλ’ όχι το δικό σας!
»
Από την άλλη πλευρά, ο αββάς περιμένει μιά προσευχή για συγχώρεση, κι όμως :
Manfred: Old man ! ‘tis not so difficult to die.
(Ο ΜΑΝΦΡΕΝΤ πεθαίνει)

Δεν είναι τόσο δύσκολο το πράγμα να πεθαίνεις...
Αυτά τα τελευταία λόγια της υπεράνθρωπης αυτοεπιβεβαίωσης, επισφραγίζουν την Απόλυτη Αντίσταση Εναντίον Όλων.



Ο Μπάϊρον ταυτιζόταν με τους ήρωές του. Ζούσε την ποίησή του. Ιδιαίτερα ωραίος άνδρας κι όμως εκ γενετής κουτσός. Εξαίρετος πυγμάχος και ξιφομάχος, ιππέας και κολυμβητής. Εραστής αμέτρητων γυναικών και κάποιες φορές εραστής ανδρών, ένοχος εραστής ακόμη και της ετεροθαλούς αδελφής του. Κυνηγός και κυνηγημένος, εξερευνητής του απαγορευμένου και αυτοκαταστροφικός, ποιητής, αμαρτωλός κι επαναστάτης.
Τι ποιό φυσικό ο Ποιητής να επιλέγει να πεθάνει σαν Στρατιώτης, στην ερειπωμένη χώρα των αθανάτων:
« Ζήτα – λιγότερο ζητήθη απ’ ότι ευρέθη –
τάφο στρατιώτη: το καλύτερο γιά σέ !
Κοίταξ’ έπειτα γύρω σου και διάλεξε τον τόπο
και βρές αναπαμό
»

Τη βραδιά που το πύρινο πνεύμα του Μπάϊρον έφυγε γιά τον Ήλιο, μιά φοβερή καταιγίδα με αέρα και βροχή μαινόταν πάνω από το Μεσολόγγι. Επειδή ήταν μαύρη νύχτα, ο Θεός φώτιζε με απανωτούς κεραυνούς και αστραπές το σκοτάδι. Σήμαινε έτσι το θάνατο του ήρωα και του έδειχνε το δρόμο.

« Δεν ήρθες με του τραγουδιού σου τον ωραίο θυμό
ήρθες την ίδια σου ζωή στης ιερής θυσίας
να φέρεις το βωμό,
κι αν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσίας
»

Στις 20 Απριλίου, ανατολή του Ήλιου, τριανταεφτά κανονιοβολισμοί για να συνοδεύουν τον Byron και τον Manfred. Να συνοδεύουν το ανυπόταχτο πνεύμα του στο δρόμο προς τον Ανίκητο Ήλιο, προς την πύρινη καρδιά του Θεού, εκεί που αναδημιουργείται η ζωή πέρα από το καλό και το κακό.
Παντοτινό μας πρότυπο, πάντα να μας φωτίζεις...!
 
 

MANFRED: Το πρώτο δραματικό ποίημα του Μπάϊρον (1816-17).
Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα του ΜΑΝΦΡΕΝΤ: Απόδοση του Αθ. Οικονόμου.
Τα τελευταία λόγια: Ο εκδότης τα είχε παραλείψει στην πρώτη έκδοση του έργου, προκαλώντας τον θυμό του Μπάϊρον.
Τετράστιχη στροφή 1η: Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος που έγραψε ο Μπάϊρον την ημέρα που συμπλήρωσε τα 36 (στις 22/01/1824) στο Μεσολόγγι. Απόδοση του Δ. Σταύρου.
Τετράστιχη στροφή 2η: Επίγραμμα του Κωστή Παλαμά.
Στις 20 Απριλίου: 19Απριλίου 1824 το βράδι, ο θάνατος του Μπάϊρον.
Η φωτογραφία: Προσκύνημα στο Μεσολόγγι.
Οι πίνακες: Oak Tree in Snow (1829), Dolmen in the Snow (1807) είναι του γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich.
Η αλήθεια για τη γνώση: Την αποκαλύπτει η πρώτη Μοίρα ...
«
Δεν είναι η γνώση χαρμονή κι όλη η επιστήμη
δεν είναι παρ' αντάλλαγμα της άγνοιας γιά εκείνο,
που άλλο είδος άγνοιας κομίζει στον που ξέρει
. »

17/12/07

INITIATION 2

Με άλικο κρασί τον πότιζε, βαρύ από κανέλλα και γαρύφαλλα και φίλτρα μαγικά για να ξεχάσει. Γιά σύμβολα περίεργα του μίλαγε. Γιά σπείρες κι άστρα και γιά τη χώρα του Ποτέ, εκεί που βασιλεύουν οι νεράιδες.
Τον Ήλιο...το Φεγγάρι...του έδειχνε σε σχέδια περίτεχνα, θολά στα κουρασμένα μάτια. Μισόκλεινε τα βλέφαρα, έγερνε το κεφάλι, να θυμηθεί κάτι που έπρεπε κι όμως δεν το θυμόταν. Κι αυτή, θλιμένη δίπλα του, μ' αγριεμένα μάτια, όλο την κούπα πρόσφερε με το άλικο κρασί.
Έπινε και ζαλιζόταν, ξέχναγε και χανόταν. Κεριά έκαιγαν στην ομίχλη και βαριές κουρτίνες χώριζαν το φως απ’τα φαντάσματα. Και κουδουνίζαν τα βραχιόλια της... τα λεπτά τα χέρια της νοήματα του έκαναν...το διάφανο κορμί της υποσχόταν ηδονή.


Κι εκείνος δάκρυζε και πάσχιζε να θυμηθεί, να καταλάβει τι συμβαίνει. Άκουγε αγγέλους μυστικά να τον καλούν και τη φωνή της σιγανά να τραγουδάει.
Δάκρυζε δίχως να ξέρει το γιατί ... έκλαιγε γιά χαμένα ιδανικά στα όνειρά του. Κι εκείνη τον βασάνιζε γλυκά με τη ματιά κι έγλειφε την αρμύρα από τα μάγουλά του. Ηλιοβασίλεμα στη λογική του, έμενε μόνον η καρδιά του...

Κι εκείνη έσκυβε και τον ρώταγε να πει τα μυστικά του. Ποιός ήταν, γιατί έκλαιγε γιατί ήταν μαύρη η αρματωσιά του. Έγλειφε τα δάκρυα πίνοντας την ψυχή του...και προσπαθούσε πονηρά ν’απομακρύνει το σπαθί του.
Κι αυτός συνέχιζε να κλαίει... γιατί αμυδρά θυμόταν τη γενιά του. Τους ωχρούς συντρόφους που χάθηκαν στο χρόνο, τις στοιχειωμένες μάχες, την ασπίδα που κρεμόταν στη γέρικη βελανιδιά, το κρυμμένο για πάντα δισκοπότηρο...

Και ο Ηλιος ανέτελλε και έδυε και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη, κι αυτός έμενε εκεί μιά σκουριασμένη πανοπλία ανάμεσα στους κισσούς, χωρίς μαντήλι στη λόγχη του, χωρίς έρωτα, χωρίς ούτε καν θάνατο...
Γιατί Αυτή... ήταν η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο και δυστυχώς γι’ αυτόν, η έμπνευσή του...


Σημείωση πρώτη: Το κείμενο είναι η άποψή μου - του Ιππότη - στο έξοχο κείμενο «Initiation» (12/12/07) της isis unveiled που...νομίζω πως το έγραψε εξαιτίας μου. Ακόμη κι αν δεν το έγραψε γιά μένα, πάντως την ευχαριστώ γιά την έμπνευση που μου έδωσε. Aν το επιτρέψει θα το αναδημοσιεύσω στην Πολεμική Σημαία...αν όχι διαβάστε το εκεί.
Σημείωση δεύτερη: ''Η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο'' (LA BELLE DAME SANS MERCI) είναι ένα υπέροχο ποίημα (1820) του Τζων Κητς που αποτελεί μόνιμη έμπνευση γιά όλους και στο οποίο θα επανέλθουμε στο μέλλον.
Σημείωση τρίτη: Ο πίνακας (1893) είναι ομώνυμο έργο του J. W. Waterhouse, εμπνευσμένο από το ποίημα του Keats.

Ιnitiation

της isisveiled (12/12/2007)

Σε τάσι ασημένιο σκαλιστό, όλη την νύχτα του δινε να πιει κρασί άλικο με κανέλλα και γαρύφαλλα. Κι αν πρόσεχες καλύτερα, θα έβλεπες και τα σκαλιστά εκείνα σύμβολα που έλεγαν για τις σπείρες και τα άστρα, για συμπτώσεις νοήμονες, για Ανατολή και Δύση, για Λυκόφως… Μα εκείνος στην δεύτερη γουλιά δεν μπορούσε να διακρίνει παρά τα περιγράμματα. Τις βαριές κουρτίνες να κρέμονται, και κέρινες στήλες να καίνε στο δωμάτιο, την όψη της λυγερή να σκύβει πάνω του. Μόνο τα χέρια της έβλεπε καθαρά ακόμα, καθώς πλησίαζαν με το τάσι γεμάτο το αρωματικό ποτό. Λευκά και λεπτά δάχτυλα, και βραχιόλια πολλά που συνόδευαν το ευχάριστο κουδούνισμα του μυαλού του με τον ήχο τους, καθώς ανασήκωνε το χέρι της.

Κι άκουγε πουλιά περίεργα μέσα στο δωμάτιο να κελαηδούν, κάτι να λένε, κι άλλοτε να κλαίνε μαγεμένα από την ίδια τους την φωνή. Δάκρυζε κι αυτός, κι εκείνη έσκυβε και έγλειφε την αλμύρα απ’ τα δάκρυα, αλλά άφηνε τις σταγόνες να κυλήσουν. Γιατί μέχρι να φτάσουν στο στόμα του είχαν γίνει γλυκά και μυρωδάτα. Σαν άνθη βιολέτας και μόσχος, σαν ηλιαχτίδες που λύγιζαν το ηλιοβασίλεμα στο βυσσινί του ουρανού.

Κι όλο τον ρώταγε χωρίς να μπορεί αυτός ν’ αποκριθεί πόσο καιρό κλαις?. Κάτι πήγαινε να ψελλίσει πως μα μόλις τώρα.. κι ύστερα θυμόταν πως πάνε κιόλας χρόνια που κλαίει και η αρματωσιά είχε αρχίσει να σκουριάζει απ’ τα δάκρυα. Κι έτσι δεν της απαντούσε… Μόνο έτρεχαν κι άλλο τα δάκρυα του στα μάγουλα και το στόμα του, στο χέρι της, στα μαλλιά της που όσο μούσκευαν γίνονταν μαύρα της νύχτας…

Μέχρι να πάψει να θυμάται του δινε να πιει. Κι όταν ήρθε η ώρα, και ο ήλιος ξαναβγήκε πανώριος, τον έντυσε μια νέα λαμπερή πανοπλία, έδεσε στην λόγχη του το μαντήλι της και του ψιθύρισε έρωτας, όπως θάνατος, και τον έστειλε στην μάχη.

14/12/07

TO ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΑΛΟΓΟ

Όταν το είδα πρώτη φορά - πάνε χρόνια τώρα - αισθάνθηκα πως είχα συναντήσει σε μέταλλο χυμένη, την ίδια την ιδέα της αυτοκίνησης. Το περιεργάστηκα, θαύμασα τις γραμμές του και σκέφτηκα: να μια μηχανή που ενώνει το μέλλον με το παρελθόν, τα μεγαλοφυή σχέδια του Leonardo da Vinci με την απόκοσμη αισθητική της φουτουριστικής Μητρόπολης του Fritz Lang.


Από τότε, το σιδερένιο άλογο έγινε για μένα ότι ο Πήγασος γιά τον Βελλεροφόντη.
Αυτό καβαλικεύω όταν κυνηγώ την δική μου Χίμαιρα, όταν πολεμώ τις δικές μου αμαζόνες, όταν λησμονώ τη θνητή μου φύση και προσπαθώ να φτάσω στον Όλυμπο.
Τρέχω μαζί του στις λεωφόρους των ονείρων, παίρνω μέρος σε φανταστικά πρωταθλήματα, κονταροχτυπιέμαι σαν άλλος κυρίαρχος Rosemeyer με τα «ασημένια βέλη». Δακρύζω από την πίεση του αέρα, αλλάζω ταχύτητες μανιασμένα, δαγκώνω το τιμόνι και τρέχω να ξεφύγω από τους διώκτες της γκρίζας πραγματικότητας. Γίνομαι ένα μαζί του, μιά ατσαλένια σφαίρα, που πετώντας πάει να σπάσει τα σύνορα του κόσμου.

Οδηγώ προς τον Ήλιο, να γλυτώσω, να επιστρέψω στον πατέρα. Ας με ελεήσει η μεγάλη και σκοτεινή Θεά . . .
Ο δρόμος χάνεται χωρίς στροφές μέσα στα σύννεφα, προσπερνώ πολύχρωμους ουρανούς, ακούω το κέρας του Χέιμνταλ και ξαφνικά βλέπω σε οράματα τις πύλες της Βαλχάλλα.

Το σιδερένιο άλογο ποτέ δεν θα το αποκτήσω. . .
Φρόντισα όμως στον κόσμο των θνητών να έχω δίπλα στο γραφείο μου το πιό πιστό του αντίγραφο και αν μη τι άλλο, να οδηγώ τον μακρινό του απόγονο.
Δεν σας κρύβω επίσης πως πολλές φορές φοβάμαι.
Φοβάμαι μήπως κι εμένα απότομα, σαν τον Βελλεροφόντη, κάποια μέρα οι Θεοί με γκρεμίσουν από το σιδερένιο άλογο και καταλήξω μοναχός να τριγυρνώ με σαλεμένα φρένα.


Σιδερένιο Άλογο: Αγωνιστικό μονοθέσιο ΑUTO UNION Type-C. Σχεδιάστηκε από τον Ferdinand Porsche. Μηχανή τοποθετημένη πίσω από τον οδηγό. Τελική ταχύτητα 340 km/h, 16-cylinder-V-engine, 520 hp. Κυριάρχησε στους αγώνες Grand Prix 1936-1937.
Rosemeyer Bernd: Πρωταθλητής Ευρώπης 1936 με Auto union type-C. Σκοτώθηκε στις αρχές του 1938 προσπαθώντας να σπάσει το όριο ταχύτητας.
Ασημένια βέλη : Aντίπαλα αγωνιστικά μονοθέσια Mercedes - Benz της εποχής.
Πιστό αντίγραφο: Mοντέλο CMC σε κλίμακα 1:18 αποτελούμενο από 1026 κομμάτια.
Η μουσική υπόκρουση : Eπικό Heavy Metal.

5/12/07

ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ

Οι θεοί των Ελλήνων έχουν ανθρώπινη μορφή και ανθρώπινα πάθη. Εποπτεύουν τον ανθρωποκεντρικό κόσμο που δημιούργησαν οι Έλληνες. Πάνω στην ελληνική πίστη γιά τις δυνατότητες του ανθρώπου ως ανώτερο είδος, θεμελιώθηκε ο δυτικός πολιτισμός.

Μέτρο όλων των πραγμάτων, ο Άνθρωπος. Ποιός όμως άνθρωπος ;
Γνώρισα την αρχέτυπη σύλληψη του ανθρώπου όταν αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου.
Αντίθετα από τα άλλα καταπληκτικά αγάλματα της ίδιας εποχής – τον Απόλλωνα του Kassel, τον Απόλλωνα του δυτικού αετώματος του ναού του Διός της Ολυμπίας, τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου – ο Δορυφόρος πάντα μου έδινε την εντύπωση πως παρίστανε άνθρωπο και όχι Θεό. Άνθρωπο όμως, που μπορούσε να κοιτάζει τους Θεούς στα μάτια σαν ισόθεος, μετέχοντας στην ολύμπια γαλήνη αν και δέσμιος στον ατελή κόσμο. Ο Δορυφόρος εκπέμπει την ισορροπία του Λόγου, το ιδεώδες του συνδυασμού σωματικών, ηθικών και πνευματικών δυνατοτήτων.
Ο Δορυφόρος είναι ίνδαλμα. Είναι ωραίος νέος σε «ηρωϊκή γυμνότητα», πολίτης, πολεμιστής, ελεύθερος άνδρας σε χαλαρή στάση ετοιμότητας προς δράση.
Ο Δορυφόρος είναι υπεράνθρωπος ήρωας του αέναου πολέμου ενάντια στην εντροπία του σύμπαντος.

Οι αναλογίες είναι υποδειγματικές, οι αντίρροπες δυνάμεις εξισορροπούνται, η συμμετρία του προέρχεται από ένα ευρύτερο πλαίσιο πίστης στους γενικούς νόμους της συμμετρίας. Ο ίδιος ο γλύπτης ονόμαζε τον Δορυφόρο «Κανών» γιατί τον θεωρούσε απόλυτο πρότυπο της ανδρικής μορφής.





Οι άνθρωποι κρίνονται από τα πρότυπά τους.
Σήμερα ζούμε σε ένα προβληματικό κόσμο, αποτέλεσμα της αποτυχημένης διεύρυνσης της δημοκρατίας των Ελλήνων. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας και η εναλλαγή των πολιτευμάτων κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού, οδήγησε στην τελική γελοιοποίηση της Πολιτικής Δημοκρατίας. Το αρχικό πολίτευμα ήταν φτιαγμένο (από και) γιά ελεύθερους ενήλικες άρρενες, συνηθισμένους σε συνθήκες υψηλής φυσικής, νοητικής, αισθητικής και ηθικής έντασης. Δεν ήταν διακυβέρνηση πλειοψηφίας που την διαμορφώνουν μέτοικοι, δούλοι και γυναίκες.


Όμως ποιοί είναι αυτοί οι «μέτοικοι-δούλοι-γυναίκες» στο σημερινό κόσμο; Γιατί άραγε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης διδάσκει στα Πολιτικά του πως «είναι φανερό ότι μερικοί άνθρωποι είναι από τη φύση τους ελεύθεροι και άλλοι δούλοι και ότι γιά τους τελευταίους η δουλεία είναι πρόσφορη και σωστή » ;
Οι αληθινοί πολίτες χάθηκαν πιά μέσα στους αριθμούς και την οχλοκρατία και δεν θα τους ξαναδούμε. Γιατί γιά να επιστρέψουν θα χρειαζόταν μιά νέα ανθρωπότητα, επανίδρυση της παιδείας και επαναπροσδιορισμός των βασικών κανόνων της κοινωνίας.
Περπατώ στη πόλη, δουλεύω, συζητώ, παρατηρώ γύρω μου τους σύγχρονους κατοίκους της χώρας, της Ευρώπης, του πλανήτη. Σκέπτομαι τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου και ντρέπομαι γιά την ανθρώπινη κατάντια.


Δεν εξαιρώ βεβαίως τον εαυτό μου. Στην καθημερινή μου ζωή είμαι δέσμιος της ανάγκης και των περιστάσεων. Ζω σε λάθος αιώνα, σε λάθος κοινωνία, σε λάθος κορμί. Δεν χαίρομαι, δεν χάνω όμως την ελπίδα. Οχι, όσο μπορώ φυσικά να αγγίζω τα αρχαία μάρμαρα και διανοητικά να συμμετέχω στις μάχες στα κλασικά αετώματα.


Ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου: Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο του χαμένου χάλκινου πρωτοτύπου του 440 π.Χ.