Με άλικο κρασί τον πότιζε, βαρύ από κανέλλα και γαρύφαλλα και φίλτρα μαγικά για να ξεχάσει. Γιά σύμβολα περίεργα του μίλαγε. Γιά σπείρες κι άστρα και γιά τη χώρα του Ποτέ, εκεί που βασιλεύουν οι νεράιδες.
Τον Ήλιο...το Φεγγάρι...του έδειχνε σε σχέδια περίτεχνα, θολά στα κουρασμένα μάτια. Μισόκλεινε τα βλέφαρα, έγερνε το κεφάλι, να θυμηθεί κάτι που έπρεπε κι όμως δεν το θυμόταν. Κι αυτή, θλιμένη δίπλα του, μ' αγριεμένα μάτια, όλο την κούπα πρόσφερε με το άλικο κρασί.
Έπινε και ζαλιζόταν, ξέχναγε και χανόταν. Κεριά έκαιγαν στην ομίχλη και βαριές κουρτίνες χώριζαν το φως απ’τα φαντάσματα. Και κουδουνίζαν τα βραχιόλια της... τα λεπτά τα χέρια της νοήματα του έκαναν...το διάφανο κορμί της υποσχόταν ηδονή.
Κι εκείνος δάκρυζε και πάσχιζε να θυμηθεί, να καταλάβει τι συμβαίνει. Άκουγε αγγέλους μυστικά να τον καλούν και τη φωνή της σιγανά να τραγουδάει.
Δάκρυζε δίχως να ξέρει το γιατί ... έκλαιγε γιά χαμένα ιδανικά στα όνειρά του. Κι εκείνη τον βασάνιζε γλυκά με τη ματιά κι έγλειφε την αρμύρα από τα μάγουλά του. Ηλιοβασίλεμα στη λογική του, έμενε μόνον η καρδιά του...
Κι εκείνη έσκυβε και τον ρώταγε να πει τα μυστικά του. Ποιός ήταν, γιατί έκλαιγε γιατί ήταν μαύρη η αρματωσιά του. Έγλειφε τα δάκρυα πίνοντας την ψυχή του...και προσπαθούσε πονηρά ν’απομακρύνει το σπαθί του.
Κι αυτός συνέχιζε να κλαίει... γιατί αμυδρά θυμόταν τη γενιά του. Τους ωχρούς συντρόφους που χάθηκαν στο χρόνο, τις στοιχειωμένες μάχες, την ασπίδα που κρεμόταν στη γέρικη βελανιδιά, το κρυμμένο για πάντα δισκοπότηρο...
Και ο Ηλιος ανέτελλε και έδυε και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη, κι αυτός έμενε εκεί μιά σκουριασμένη πανοπλία ανάμεσα στους κισσούς, χωρίς μαντήλι στη λόγχη του, χωρίς έρωτα, χωρίς ούτε καν θάνατο...
Γιατί Αυτή... ήταν η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο και δυστυχώς γι’ αυτόν, η έμπνευσή του...
Σημείωση πρώτη: Το κείμενο είναι η άποψή μου - του Ιππότη - στο έξοχο κείμενο «Initiation» (12/12/07) της isis unveiled που...νομίζω πως το έγραψε εξαιτίας μου. Ακόμη κι αν δεν το έγραψε γιά μένα, πάντως την ευχαριστώ γιά την έμπνευση που μου έδωσε. Aν το επιτρέψει θα το αναδημοσιεύσω στην Πολεμική Σημαία...αν όχι διαβάστε το εκεί.
Σημείωση δεύτερη: ''Η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο'' (LA BELLE DAME SANS MERCI) είναι ένα υπέροχο ποίημα (1820) του Τζων Κητς που αποτελεί μόνιμη έμπνευση γιά όλους και στο οποίο θα επανέλθουμε στο μέλλον.
Σημείωση τρίτη: Ο πίνακας (1893) είναι ομώνυμο έργο του J. W. Waterhouse, εμπνευσμένο από το ποίημα του Keats.
Ιnitiation
της isisveiled (12/12/2007)
Σε τάσι ασημένιο σκαλιστό, όλη την νύχτα του δινε να πιει κρασί άλικο με κανέλλα και γαρύφαλλα. Κι αν πρόσεχες καλύτερα, θα έβλεπες και τα σκαλιστά εκείνα σύμβολα που έλεγαν για τις σπείρες και τα άστρα, για συμπτώσεις νοήμονες, για Ανατολή και Δύση, για Λυκόφως… Μα εκείνος στην δεύτερη γουλιά δεν μπορούσε να διακρίνει παρά τα περιγράμματα. Τις βαριές κουρτίνες να κρέμονται, και κέρινες στήλες να καίνε στο δωμάτιο, την όψη της λυγερή να σκύβει πάνω του. Μόνο τα χέρια της έβλεπε καθαρά ακόμα, καθώς πλησίαζαν με το τάσι γεμάτο το αρωματικό ποτό. Λευκά και λεπτά δάχτυλα, και βραχιόλια πολλά που συνόδευαν το ευχάριστο κουδούνισμα του μυαλού του με τον ήχο τους, καθώς ανασήκωνε το χέρι της.
Κι άκουγε πουλιά περίεργα μέσα στο δωμάτιο να κελαηδούν, κάτι να λένε, κι άλλοτε να κλαίνε μαγεμένα από την ίδια τους την φωνή. Δάκρυζε κι αυτός, κι εκείνη έσκυβε και έγλειφε την αλμύρα απ’ τα δάκρυα, αλλά άφηνε τις σταγόνες να κυλήσουν. Γιατί μέχρι να φτάσουν στο στόμα του είχαν γίνει γλυκά και μυρωδάτα. Σαν άνθη βιολέτας και μόσχος, σαν ηλιαχτίδες που λύγιζαν το ηλιοβασίλεμα στο βυσσινί του ουρανού.
Κι όλο τον ρώταγε χωρίς να μπορεί αυτός ν’ αποκριθεί πόσο καιρό κλαις?. Κάτι πήγαινε να ψελλίσει πως μα μόλις τώρα.. κι ύστερα θυμόταν πως πάνε κιόλας χρόνια που κλαίει και η αρματωσιά είχε αρχίσει να σκουριάζει απ’ τα δάκρυα. Κι έτσι δεν της απαντούσε… Μόνο έτρεχαν κι άλλο τα δάκρυα του στα μάγουλα και το στόμα του, στο χέρι της, στα μαλλιά της που όσο μούσκευαν γίνονταν μαύρα της νύχτας…
Μέχρι να πάψει να θυμάται του δινε να πιει. Κι όταν ήρθε η ώρα, και ο ήλιος ξαναβγήκε πανώριος, τον έντυσε μια νέα λαμπερή πανοπλία, έδεσε στην λόγχη του το μαντήλι της και του ψιθύρισε έρωτας, όπως θάνατος, και τον έστειλε στην μάχη.