15/5/09

ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

« ..... Και μετά θαρθεί ο Κάπρος της Κορνουάλλης και θα πατήσει το σβέρκο των βαρβάρων. Ο Κάπρος θα γίνει κύριος του Ωκεανού και αφέντης πάνω από τα δάση της Γαλατίας. Κι ο Κάπρος θα χαθεί αλλά δε θα χαθεί και το τέλος του θάναι για όλους ένα μυστήριο. Και το όνομα του Κάπρου θα είναι πάντα στα χείλη του λαού του και τα κατορθώματά του θάναι ψωμί και κρασί στο στόμα αυτών που δηγιούνται ιστορίες .....
..... Ώσπου ναρθεί ο Κάπρος για δεύτερη φορά από τη χώρα που δεν την ξέρει κανείς.....
»



Νωρίς εκείνο το πρωί θα βρίσκομαι στο αλσύλλιο ανάμεσα στους δύο λόφους, στο ερειπωμένο ερημητήριο δίπλα στο ξωκλήσι. Θα διασχίσω το δάσος με τις οξιές και θα φτάσω στη γυάλινη λίμνη πριν το πρώτο φως σκορπίσει την ομίχλη.
Εγώ ήμουν τότε ο τελευταίος, εγώ μονάχα ξέρω που έριξα το θρυλικό Σπαθί.
Θα περιμένω στην ακτή παρατηρώντας την επιφάνεια του διάφανου νερού να διακρίνω τη στιγμή, που ο κύκλος του μεγάλου χρόνου θα ολοκληρωθεί. Κι όταν η λίμνη μοιάζει με υδάτινο ουρανό πάνω στη γη, ένα χέρι με σιδερένιο γάντι μέσα από το νερό, όπως παλιά θα εμφανιστεί. Η Κυρά της Λίμνης θα επιστρέψει το Εξκάλιμπερ από τη μήτρα της ανυπαρξίας στο φως του κόσμου, στη νέα μας ζωή. Θα πιάσω με τα δύο χέρια τη λαβή και τρείς φορές στον άνεμο θα το βαφτίσω, στρέφοντας προς τη φλογισμένη ανατολή. Πάνω στο υγρό ατσάλι, ο πρώτος Ήλιος ανελέητος θα αποκαλυφθεί.
 


Έπειτα, πίσω στο ξέφωτο του δάσους θα γυρίσω, να το καρφώσω στον πέτρινο βωμό και τη θέση μου να πάρω στου Κάπρου τη σιωπηλή γραμμή. Και οι εκατόν πενήντα σύντροφοι της Παλαιάς Φρουράς θα είναι εκεί, άγιοι κι αμαρτωλοί από τον ουρανό κι από τη γη.
Πρώτα με σεβασμό θα προσφερθούν οι οφειλόμενες χοές. Το αίμα θα ποτίσει τη κόψη του Σπαθιού και θα κοκκινίσει τον βράχο στην υποδοχή. Μετά με κλωνάρια και καρπούς από πεύκα και βελανιδιές θα στολίσουμε τις πανοπλίες και θα καλύψουμε με μούρα και κάστανα κι άγρια σταφύλια τις ασπίδες. Τα πράσινα και χρυσαφιά λάβαρα του Μαύρου Άστρου θα υψωθούν και μανιασμένη θύελλα θα ξεσπάσει.
Και μέσα στη καταιγίδα θα σπάσουμε τις κούφιες πέτρες για να ξυπνήσουν οι κοιμισμένοι Δράκοι. Καιόμενος ανάμεσά τους, ο αναγεννημένος Κάπρος θα μας κεράσει άρτο και οίνο και η αρχαία συμφωνία θα σφραγιστεί.



Κι όταν τελειώσει η τελετή, θ’ανοίξουμε τις πύλες του καθαρτηρίου να ελευθερώσουμε τις έκπτωτες ψυχές. Όχι πιά αγνή αγάπη και γλυκερές μπαλάντες ούτε άγια δισκοπότηρα και κούφια ηθική. Θα ζήσουμε στ’ αλήθεια τούτη τη φορά για να δημιουργήσουμε με σκληρότητα τον Κόσμο από την αρχή.
Οι Ιππότες της Αυγής σιωπηλά θα καλπάσουν στην ανοιξιάτικη φωτιά του χορταριού, στα σκοτεινά όνειρα, στα ξεχασμένα έθιμα και στις φθαρμένες παραδόσεις.
Κι όταν θα ’χουμε σπείρει πιά μια νέα, υπεράνθρωπη φυλή, άξια να κατοικήσει τη γη, θα επιστρέψω στο δάσος με τις οξιές, λίγο πριν τη δύση. Μόνος μου στο λυκόφως, θα βυθιστώ στη γυάλινη λίμνη να ξαναδώσω πίσω το Σπαθί.

...Κι όλα αυτά είναι γραμμένα στο Βιβλίο των Ψευδοπροφητειών του Ιππότη του Ήλιου...




H εισαγωγή: Από την προφητεία του Μέρλιν στην Ιστορία του Πύργου και των Δράκων (Νέννιος, γύρω στο 800, Historia Britonum και Γοδεφρείδος του Μονμάουθ, 1125, Historia Regum Britanniae από την συλλογή Μεσαιωνικών Θρύλων της Ουαλλίας του Ν. Κούρκουλου).
Ο Κάπρος της Κορνουάλλης: REX QUONDAM REXQUE FUTURUS.
Οι Δράκοι: Σύμφωνα με την παράδοση ο Κόκκινος των Κελτών, ο Λευκός των Γερμανών.
Οι φωτογραφίες: Από την ταινία EXCALIBUR (1981) του John Boorman. Η καλύτερη μέχρι σήμερα απεικόνιση του Κύκλου της Στρογγυλής Τραπέζης στην έβδομη τέχνη. Μοναδικός συνδυασμός αισθητικής και ιδεολογίας.
Το Σπαθί κι ο Δράκος: Κληρονομιά των Σαρματών στον μεσαιωνικό κόσμο των ιπποτών διά μέσου των ρωμαϊκών λεγεώνων που στάθμευαν στη Βρετανία. Οι Σαρμάτες θυσίαζαν στο θεϊκό Σπαθί που κάρφωναν στη γη λατρεύοντας τον θεό του πολέμου. Σαρματική προέλευση είχαν πιθανά και τα μακρόστενα Draco λάβαρα του ρωμαϊκού ιππικού, που αρχικά χρησίμευαν γιά να δείχνουν τη φορά του ανέμου. Σαρμάτες υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Βρετανίας έως και τα τέλη του 4ου αιώνα.
Ο Μπέντιβερ: Ο τελευταίος ιππότης που κράτησε κι έριξε στη θάλασσα το Εξκάλιμπερ.

1/5/09

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

« Ναι, ήμουν ένας βασιλιάς μυθικός,
Θρονιασμένος πάνω σ’ ένα βράχο ψηλό,
Σκήπτρο μου ήταν ένα κρίνο λυγερό,
Από άστρα λαμπερά ήταν η
κορόνα μου »

Ένας λευκός κύκνος σέρνει με χρυσή αλυσίδα μιά βάρκα στον ποταμό Εσκώ. Όρθιος στέκεται μέσα ο Λόενγκριν, ο γιός του Πάρσιφαλ των Ιπποτών του Δισκοπότηρου. Αντίθετα με την παράδοση, η βάρκα δεν πλευρίζει στις όχθες του ποταμού, στη μυθική Βραβάντη του 10ου αιώνα αλλά συνεχίζει την πορεία της στα ρεύματα του χρόνου. Σχεδόν εννιακόσια χρόνια αργότερα ο Ιππότης του Κύκνου φτάνει στους κήπους του παλατιού Λίντερχοφ, στο τεχνητό σπήλαιο της Αφροδίτης όπου ο Τάνχωυζερ κοιμάται ακόμη αμέριμνος στην αγκαλιά της Χόλντα.
Ο Λόενγκριν κι ο Τάνχωυζερ έχουν να εκτελέσουν ιερή αποστολή. Μαζί θα στέψουν το νεαρό πρίγκιπα της Βαυαρίας με τον μαύρο κύκνο, την άρπα και το καρφωμένο στο δένδρο σπαθί.


Ο Λούντβιχ έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα, σε λάθος εποχή. Καταραμένος από μάγισσα, γεννήθηκε αντί ιππότης των παραμυθιών, γαλαζοαίματος της παρακμής. Περήφανος, ωραίος, αυτάρεσκος και επιβλητικός - με ύψος ένα και ενενήντα - στέφτηκε δεκαοκτώ χρονών βασιλιάς της Βαυαρίας. Οι ειδήμονες αργότερα θα τον αποκαλούσαν βασιλιά των παραμυθιών, βασιλιά κύκνο και τρελό βασιλιά, στην αρχή όμως της βασιλείας του θα τον μνημόνευαν ως ιεροφάντη της βαγκνερικής μουσικής.

Ο βασιλιάς αναζήτησε και συνάντησε τον Ριχάρδο Βάγκνερ αμέσως μετά τη στέψη του κι από τότε έγινε μόνιμος χορηγός και προστάτης του. Η διαφορά ηλικίας - ο συνθέτης ήταν τότε πενηνταενός - ευνόησε μιά έντονη, πλατωνική σχέση. Η αγάπη τους είχε στο φόντο της τη γερμανική μυθολογία και στα πρόσωπά τους ο νέος Ζήγκφριντ συνάντησε ξανά τον γέρο Βόταν μέσα σε λατρευτικές εκδηλώσεις φιλίας και αφοσίωσης. Ο δεύτερος επιφανής του έρωτας ήταν η κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερη, εξαδέλφη του Ελισάβετ των Βίτελσμπαχ, αυτοκράτειρα της Αυστρίας. Αδυνατώντας να έχει την ίδια, αρραβωνιάστηκε από απόγνωση την εικοσάχρονη αδερφή της Σοφία, αν και τελικά απέφυγε να την παντρευτεί. Ο γάμος όπως και η κοινωνία και η πολιτική δεν κολάκευαν την εξεζητημένη αισθητική του.

Ο Λούντβιχ ήταν ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος, ευαίσθητος και ρομαντικός. Η πραγματική διακυβέρνηση της χώρας δεν τον ενδιέφερε. Την ίδια εποχή που οι Πρώσοι του Μπίσμαρκ προωθούσαν την ένωση όλων των γερμανικών κρατών, ο ίδιος παρακολουθούσε παγερά αδιάφορος την εγκόσμια πολιτική. Η Βαυαρία πάντως πολέμησε στο πλευρό της Αυστρίας το καλοκαίρι του 1866 και κατατροπώθηκε μαζί της.
Ο βασιλιάς παρέμενε δεσμώτης των ονείρων του κι έψαχνε να βρεί τρόπους να τα επιβάλλει στην πραγματικότητα. Έτσι ανακάλυψε την τέχνη των πύργων. Το κάστρο Λίντερχοφ άρχισε να κατασκευάζεται το 1868, το Νόισβανστάιν το1869, το Χέρρενκήμζέε το 1878. Έκανε ο ίδιος τα σχέδια αυτών των μυθικών προμαχώνων στον κόσμο της φθοράς και χρησιμοποιούσε το κρατικό θησαυροφυλάκιο γιά να χρηματοδοτήσει την ανέγερσή τους.

Τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής του κοιμόταν κατά την διάρκεια της ημέρας και ζούσε μόνον τη νύχτα. Ίππευε γιά ώρες στην καρδιά του σκοταδιού και αποσυρόταν με το φως της αυγής. Με άλογα, με έλκηθρα, με στοιχειωμένα τραίνα έτρεχε να ξεφύγει από τους κοινούς ανθρώπους και την τρέλα. Μαύρη αγνότητα και ανήθικη αγιοσύνη. Η αθωότητα και η ευτυχία δεν συμβιβάζονται με την καταραμένη τέχνη κι ο χρόνος είναι αδυσώπητος εχθρός της ομορφιάς.

« ...όποιος ψηλά στάθηκε στ’ ακρινά κορφοβούνια του κόσμου κι αγνάντεψε πέρα την καινούρια χώρα, της Νύχτας τα λημέρια – αληθινά δεν ξαναγυρίζει πίσω αυτός στου κόσμου τον σάλο, στη χώρα όπου σ’ αιώνια ταραχή φωλιάζει το Φως ... »


Ο Λούντβιχ ήταν πιά σαράντα χρονών και είχε γίνει βίαιος και μισάνθρωπος. Μισούσε την κοινοτοπία όσο και τους υπηκόους του κι έλεγε πως θα ήθελε ο λαός της Βαυαρίας να είχε ένα μόνον κεφάλι γιά να μπορούσε να το κόψει μεμιάς....

Τα κρατικά έσοδα συνέχιζαν να μετατρέπονται σε κάστρα και οι συνετοί τραπεζίτες και διαχειριστές του ανησυχούσαν γιά πιθανή χρεοκοπία. Οι γιατροί του Μονάχου με την σύμφωνη γνώμη των υπουργών της κυβέρνησης και της βασιλικής οικογένειας αποφάνθηκαν πως ο βασιλιάς ήταν φρενοβλαβής. Τον συνέλαβαν και τον απομόνωσαν στο ανάκτορο του Μπέργκ, στις όχθες της λίμνης Στάρνμπεργκ, μετατρέποντας μιά πτέρυγα του ανακτόρου σε νευρολογική κλινική.
Την δεύτερη μέρα του εγκλεισμού του, το απόγευμα μιάς βροχερής Κυριακής του Ιουνίου, ζήτησε να κάνει ένα περίπατο στον κήπο. Λίγο αργότερα αυτοκτόνησε στα ρηχά νερά της λίμνης αφού πρώτα έπνιξε τον γιατρό-δεσμοφύλακα που τον συνόδευε.

Ο τρελός βασιλιάς παραμένει στο πέρασμα των χρόνων, σκοτεινό είδωλο των ρομαντικών. Γεννήθηκε ψεύτικος ηγεμόνας του κόσμου τούτου αλλά χρίστηκε με τη στάση του αληθινός πρίγκιπας των θρύλων. Πραγματοποίησε τις αλλόκοτες επιθυμίες του κι έγινε ο τελευταίος βασιλιάς που εμείς αναγνωρίζουμε.
Γιατί ενώ εμείς επιθυμούμε μιά τελευταία έξοδο διαφυγής στην χώρα των ψευδαισθήσεων, αυτός αντίθετα οχύρωσε την είσοδο του μύθου στην άχαρη καθημερινότητα. Γιατί στο Βασίλειο των αισθητικών αξιών και γιά την Μεταφυσική του Ωραίου, αυτός θεμελίωσε τον Πύργο του Αναγεννημένου Κύκνου.

Στο κάστρο του Μοντσαλβάτ, ο Πάρσιφαλ πρωτοστατεί στην λειτουργία του Γκράαλ φορώντας τη μαύρη πανοπλία του. Στα ονόματα που επαναλαμβάνει πριν ξεσκεπάσει το Ιερό Δισκοπότηρο, αμέσως μετά τον Ριχάρδο Βάγκνερ, τελευταίον πάντα μνημονεύει τον Τρελό Βασιλιά.



Ο Βασιλιάς: Ludwig II (Ludwig Friedrich Wilhelm της δυναστείας των Βίτελσμπαχ, 1845-1886), γιός του Μαξιμιλιανού Β΄ Ιωσήφ της Βαυαρίας και ανηψιός του Όθωνα Α΄ της Ελλάδος. Η διακυβέρνηση της Βαυαρίας παραχωρήθηκε στον Όθωνα Α΄ Βίτελσμπαχ το 1180 από τον Σταυροφόρο Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄ Μπαρμπαρόσα.
Οι φωτογραφίες: Ο Λούντβιχ στα 1867, μαύροι Κύκνοι στο νερό και στον αέρα, το κάστρο Neuschwanstein σε δική μου φωτογραφική αποτύπωση.
Το Neuschwanstein (New Swan Stone): Το τελευταίο κάστρο του Γκράαλ στον υλικό κόσμο.
Οι στίχοι της εισαγωγής: Της Μαύρης Αυτοκρατόρισσας Ελισάβετ (1837-1898), στη μνήμη του εξαδέλφου της Λουδοβίκου.
Οι στίχοι της Νύχτας: Του μεγάλου ποιητή Νovalis (1772-1801) από τους Ύμνους στη Νύχτα. Μετάφραση του Γ. Ν. Πολίτη.
Η κινηματογραφική ταινία: Του Λουκίνο Βισκόντι. ΛΟΥΝΤΒΙΧ (Το λυκόφως των Θεών, 1972).
Οι βασικές Όπερες αναφοράς: Του Ρίχαρντ Βάγκνερ. ΤΑΝΧΩΥΖΕΡ, πρωτοπαρουσιάστηκε στις 19 Οκτωβρίου 1845 στη Δρέσδη. ΛΟΕΝΓΚΡΙΝ, πρωτοπαρουσιάστηκε στις 28 Αυγούστου 1850 στη Βαϊμάρη. ΠΑΡΣΙΦΑΛ, πρωτοπαρουσιάστηκε στις 26 Ιουλίου 1882 στο Μπαϋρόυτ.
Η ανανέωση μιας υπόσχεσης: Το προσωπικό μου προσκύνημα στον πύργο του βασιλιά. Το πραγματοποίησα τελικά, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.