15/7/09

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Νόμιζα πως θα την αντίκρυζα Βαλκυρία στην τελευταία μάχη των ουρανών και απρόσμενα τη συνάντησα νεαρή κυρία σε ένα κοινότυπο γραφείο στη γη. Ωραία και προσεκτική, έξυπνη κι ευγενική, καλλιεργημένη και θηλυκή. Όταν την αναγνώρισα, ασυναίσθητα αναθεώρησα την μεταφυσική του έρωτα και των φύλων και αποκήρυξα τις αιτιολογημένες διδαχές του Σοπεγχάουερ γιά τις γυναίκες. Κεραυνόπληκτος, απαρνήθηκα το πνευματικό δισκοπότηρο και ζήτησα έλεος στον μόνο αληθινό κόσμο των αισθήσεων.


Αχ!... ωραία κυρία δίχως έλεος...
Τι δεν θα έκανα γιά να μονοπωλήσω τις σκέψεις και τα αισθήματά σου. Η καρδιά μου σφίγγεται, το μυαλό θολώνει, το στομάχι πονάει. Σε επιθυμώ σφοδρά με τρόπο ευγενικό αλλά και τρόπο πρόστυχο και ταπεινωτικό. Λάμπει στα μάτια μου ο πόθος, ανάμεσα στα πόδια σου άπληστα να χωθώ.

Όμως, όπως δυστυχώς συνηθίζεται στις ιπποτικές ιστορίες και στα τραγούδια των τρουβαδούρων, η Κυρία ανήκει σε κάποιον άλλον. Κι ενώ εγώ πετώ στα σύννεφα αναζητώντας ευνοϊκούς οιωνούς καρποφορίας και συγκομιδής, ο άλλος πραγματικά την οργώνει και τη σπέρνει στη γη.

Μοναδική παρηγοριά βρίσκω στον καθαρό έρωτα του Δάντη και του Πετράρχη... ανάθεμα στην προβηγγιανή domna, στη Βεατρίκη και τη Λάουρα.
Κρύβομαι από τον ήλιο και προσεύχομαι στη θεά του φεγγαριού να με λυπηθεί και να με σώσει. Γιατί από μαύρος ιππότης των σπαθιών, μεταμορφώνομαι σιγά σιγά σε πολύχρωμο ζονγκλέρ της καρδιάς, ανάξιο λόγου και φαιδρό γελωτοποιό.




Η εικόνα: Έργο τoυ Michael William Kaluta. Από την εικονογράφιση του Never Say Die στο άλμπουμ Nativity In Black, Part II: A Tribute to Black Sabbath.
Η Βαλκυρία: Στην τελευταία μάχη, υπερβατική Δέσποινα των Λογισμών. Η γυναίκα του κειμένου, αναπάντεχη ενσάρκωσή της και δυνητική σωτηρία μου στη γη.

3/7/09

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΑΤΣΑΛΙ

«...Τι επιθυμείς πάνω απ’ όλα ;»
«Μπροστά στον ήλιο... που θα δύει πίσω από την κορυφή ενός λόφου, γεμάτος ευλαβική λατρεία... κοιτάζοντας πέρα την αστραφτερή θάλασσα, κάτω από ενα ψηλό ευγενικό πεύκο... να σκοτωθώ μονάχος».
...........
...Πέρα από τα ξερά ρείκια, πέρα από το ψηλό χορτάρι, πέρα από τα χαμηλά κλαδιά απλωνόταν η νυχτερινή θάλασσα. Αν και δεν είχε φεγγάρι, η θάλασσα αντικαθρέφτιζε το αχνό φως του ουρανού και τα νερά λαμπύριζαν μαύρα.
............
«Έχει πολλή ώρα ακόμα ώσπου να βγει ο ήλιος», μονολόγησε ο Ισάο, «και δεν μπορώ να περιμένω. Δεν υπάρχει λαμπερός δίσκος που ν’ ανατέλλει. Δεν υπάρχει κάποιο αρχοντικό πεύκο να με σκεπάσει με τον ίσκιο του. Ούτε θάλασσα ν’ αστράφτει».
...........
...Αμέσως μετά, με μια δυνατή κίνηση έμπηξε το μαχαίρι στο στομάχι του. Ακριβώς τη στιγμή που η λεπίδα έσκιζε τη σάρκα του, ο λαμπερός δίσκος του ήλιου τινάχτηκε ψηλά κι έγινε συντρίμμια πίσω από τα βλέφαρά του.
»


Το πρωϊ της 25ης Νοεμβρίου 1970 ο συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα με την βοήθεια τεσσάρων συντρόφων του από την Εταιρία της Ασπίδας εισέβαλε στο Αρχηγείο του Στρατού, στην καρδιά του Τόκυο. Κρατώντας όμηρο έναν σημαντικό στρατηγό, εκφώνησε επαναστατικό λόγο στους συγκεντρωμένους στρατιώτες των Δυνάμεων Αυτοάμυνας ενάντια στο εκφυλισμένο, μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιαπωνίας και αμέσως μετά αυτοκτόνησε με τον τελετουργικό τρόπο σεπούκου των Σαμουράι. Το προηγούμενο βράδυ είχε υπογράψει το τελευταίο μέρος της μεγάλης, συγγραφικής τετραλογίας του.
Έφτασε έτσι ηθελημένα και ταιριαστά, νέος ακόμη και δυνατός, στο τέλος του διττού Δρόμου του Λόγιου και του Πολεμιστή.

«Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ιαπωνικής ιστορίας: το χρυσάνθεμο και το ξίφος. Μετά τον πόλεμο η ισορροπία ανάμεσα στα δύο χάθηκε. Το ξίφος περιφρονείται από το 1945. Το ιδανικό μου είναι να αποκαταστήσω την ισορροπία. Να αναβιώσω την παράδοση των Σαμουράι, μέσα από τη λογοτεχνία μου και τη δράση μου. »

Ο Μισίμα όπως και ο λογοτεχνικός του ήρωας Ισάο, θα παρέδιδε ο ίδιος το μήνυμα της γης στον ουρανό με μιά αποφασιστική πράξη αγνότητας. Σύμφωνα με τα λόγια του, θα μεταμορφωνόταν σε αγγελιοφόρο δράκοντα, θεϊκό ανεμοστρόβιλο, να βυθιστεί μέσα στον ήλιο...
Ο Ήλιος και το Ατσάλι απέτρεψαν την καταδίκη της φθοράς. Τα πέντε σημάδια της παρακμής ενός αγγέλου πριν τον θάνατο, δεν πρόλαβαν να τον σφραγίσουν.

Ο τελευταίος Σαμουράι πλέει αιώνια πιά στη σεληνιακή Θάλασσα της Γονιμότητας πάνω ακόμη κι από τους Θεούς Ανέμους, που προστατεύουν τα ιαπωνικά νησιά.
Κι εγώ γράφω γι’ αυτόν μέσα στην ασφάλεια του δωματίου μελέτης στο σπίτι μου, μακρυά από κάθε κρίση ζωής και θανάτου, δίχως να έχω γνωρίσει την υπέρτατη αγάπη ούτε και τη χαρά του πολεμιστή. Παράταιρο μνημόσυνο γιά να ξορκίσω τη ντροπή μου...




Η εισαγωγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιούκιο Μισίμα, ΑΦΗΝΙΑΣΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ, δεύτερο μέρος της τετραλογίας Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ (1965-1970).
Γιούκιο Μισίμα: Κιμιτάκε Χιραόκα (1925-1970). Ο σημαντικότερος λογοτέχνης της Ιαπωνίας του εικοστού αιώνα. Δυτικοτραφής, δανδής και αισθητιστής. Θαυμαστής του Όσκαρ Ουάιλντ και ταυτόχρονα υπέρμαχος του Μπουσίντο. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο προέρχεται από το όνομα του χιονιού και την πόλη Μισίμα, όπου και η καλύτερη θέα της χιονισμένης κορυφής του όρους Φούτζι.
Ο τίτλος: Από το ομώνυμο, αυτοβιογραφικό έργο του.
Η φωτογραφία: Ο συγγραφέας στο σπίτι του, στο Τόκυο (1966).
Η Εταιρία της Ασπίδας: Ο προσωπικός στρατός του Μισίμα. Παραστρατιωτική οργάνωση πανεπιστημιακών φοιτητών γιά την υπεράσπιση του κώδικα ηθικής των Σαμουράι.