22/12/10

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Από μικρός, περίμενα πάντοτε με ανυπομονησία την περίοδο των Χριστουγέννων. Κανένα θρησκευτικό συναίσθημα δεν ένοιωθα, ούτε τους ψεύτικους αγγέλους συμπαθούσα, ούτε ενθουσιαζόμουν με τη φάτνη, το άστρο και τους προσκυνητές. Έλαμπα μόνον από χαρά όταν έφτανε η ώρα να στολίσουμε το καθιερωμένο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο και να παίξουμε με τα «καλά» παιχνίδια.


Το Δέντρο μου ζέσταινε την καρδιά για λόγους, που τότε ακόμη δεν μπορούσα να κατανοήσω. Ξεφύτρωνε χειμωνιάτικα μέσα στο σπίτι μας από το πουθενά καταλύοντας τα διακριτά σύνορα της πόλης με την εξοχή και με συνάρπαζε σαν προβολή και σύμβολο του δάσους.
Η προγονική, παγανιστική λατρεία της άγριας φύσης και τα μυστήρια της ιερής Βαλανιδιάς θα προστίθονταν πολύ αργότερα στα γνωστικά μου ενδιαφέροντα. Εκείνη, η πρώτη αγάπη των δέντρων ήταν έμφυτη και παρορμητική.

Όσο για τα παιχνίδια, αυτά απαγορεύονταν κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου και μονάχα τέτοια εποχή οι γονείς μας επανεμφάνιζαν τη μεγάλη τους κούτα από την αποθήκη που φυλάσσονταν την υπόλοιπη χρονιά.
Το βράδι της παραμονής της 25ης Δεκεμβρίου ξεσφράγιζα ο ίδιος με λαχτάρα το μαγικό κιβώτιο κι ελευθέρωνα το Πνεύμα των Χριστουγέννων με την αλλοπρόσαλλη ακολουθία του από μηχανικά παιχνίδια. Ο αγαθός, μακρυμάλλης γίγαντας φορούσε ένα βαθυπράσινο μανδύα με μπορντούρα από άσπρη γούνα και είχε στο κεφάλι του στεφάνι από γκυ και παγοκρύσταλλα. Στη μέση του είχε ζωσμένο ένα σκουριασμένο, άδειο θηκάρι και στο χέρι του κρατούσε το Κέρας της Αμάλθειας. Εγώ τον καλωσόριζα με όλη τη δύναμη της παιδικής ψυχής μου κι εκείνος με τη σειρά του άφηνε να ξεπηδήσουν από το κέρας τα θαυμαστά παιχνίδια.

Τα παιχνίδια ήταν κυρίως μεταλλικά, κουρδιστά ή με μπαταρίες και το καθένα είχε την δική του γοητεία: το τραίνο σφύριζε κι έβγαζε τούφες μαύρου καπνού, ο ιπτάμενος δίσκος περιστρεφόταν καθώς αναβόσβηναν τα πολύχρωμα φώτα του, ο εύθυμος καουμπόης σήκωνε στα πίσω πόδια το άλογό του, το ανοιχτό αυτοκίνητο μετέφερε ένα τετραμελές, ποπ συγκρότημα που έπαιζε μουσική κι άλλα πολλά μεταμορφώνονταν στη φαντασία μου κι έπαιρναν κι έδιναν ζωή. Ποτέ δεν τα χόρτασα αυτά τα παιχνίδια κι ας τα ξανάβλεπα κάθε Χριστούγεννα. Πριν προλάβω να τα χαρώ, τέλειωνε η γιορτή κι αυτόματα επέστρεφαν μέσα στο κιβώτιο και πίσω στο σκοτεινό υπόγειο.

Τα χρόνια πέρασαν και τα παλιά παιχνίδια χάθηκαν, όμως ο αγαθός Άγιος με τον βαθυπράσινο μανδύα δεν έπαψε να με επισκέπτεται στα όνειρα και στις αναμνήσεις.
Τιμώ σήμερα με πλήρη συναίσθηση το αρχέγονο Πνεύμα του, γνωρίζοντας πλέον σε βάθος τη σημασία των τελευταίων ημερών στην πορεία του Ήλιου, τον τρόπο που ο άξονας των κόσμων μέσω του ιερού Δέντρου ενώνει τη γη με τον ουρανό αλλά και τον σύνδεσμο των παιχνιδιών με την εποχή της αθωότητας.

Και πέρα απ’ όλα αυτά, γιορτάζω τα Χριστουγέννα σαν καθολικό σύμβολο αργίας ενάντια στην εργασιακή ηθική των κυρίαρχων Προτεσταντών του σύγχρονου κόσμου... σαν σταθερά επαναλαμβανόμενη υπόμνηση πως η καταναγκαστική εργασία δεν αξίζει σε ελεύθερους ανθρώπους.


Βεβαίως, το Δέντρο που στολίζω δεν έχει ούτε φάτνη στη βάση, ούτε αστέρι στην κορυφή... Έχει στις ρίζες του θαμμένη την Βασίλισσα του χιονιού, γκυ από κεραυνό πλεγμένο γύρω απ’ τον κορμό του, έναν χρυσό Ήλιο καρφωμένο στο πιό ψηλό κλαδί και στ' άλλα του κλαδιά μεστούς καρπούς από παιχνίδια...





Το Πνεύμα των Χριστουγέννων: Το Φάντασμα των Φετινών Χριστουγέννων, από το περίφημο A Christmas Carol (1843) του Κάρολου Ντίκενς - εμβληματικό κείμενο της Βικτωριανής εποχής.
Χρονολογία μετάβασης: Η πενταετία 1973 - 1978.
Τα παιχνίδια των Χριστουγέννων: Στην πλειονότητά τους ήταν δώρα του καπετάνιου θείου μου, αγορασμένα σε ταξίδια στα πέρατα του κόσμου. Χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων, εκτός από το Τραίνο και τον Ιπτάμενο Δίσκο, που από τότε που τα ξαναβρήκα καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στη συλλογή μου.
Καταναγκαστική εργασία: Χρησιμοποιώ τον όρο με την κυριολεκτική του σημασία, συμπεριλαμβάνοντας κάθε είδος βιοποριστικής εργασίας.
Οι πίνακες: The Day before Christmas Eve (1892) και Christmas Μorning (1894) του Σουηδού ζωγράφου Carl Larsson.

1/12/10

ΠΥΡΑ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Ο ήρωας βασανιζόταν από αβάσταχτους πόνους, έσκιζε τις σάρκες του και σφάδαζε σαν πληγωμένο ζώο. Οι δικοί του άνθρωποι και ο γιός του Ύλλος τον μετέφεραν στην κορυφή της Οίτης κι εκεί στοίβαξαν ξύλα αγριελιάς και βελανιδιάς σ’ έναν μεγάλο σωρό. Όταν ο ετοιμοθάνατος ζήτησε να τον λυτρώσουν με μιά μεγάλη φωτιά, ο Ύλλος αρνήθηκε, δέχτηκε όμως ένας περαστικός κι άναψε τον σωρό.

Με αυτό τον τρόπο, εξαιτίας της ζήλιας μιας γυναίκας και του μίσους ενός τέρατος, υπέκυψε μέσα σε φοβερά βάσανα ο σπουδαιότερος ήρωας της φυλής μας. Ο μεγάλος πόνος ήταν η τελευταία του δοκιμασία πριν την αιώνια ζωή. Καθώς δυνάμωνε η φλόγα κι άστραφτε και βροντούσε, η εξαγνιστική δύναμη του πυρός απελευθέρωσε το θεϊκό πνεύμα από την θνητή σάρκα και μέσα σ’ ένα σύννεφο ο ημίθεος ανελήφθη στον ουρανό και δίπλα στον Πατέρα του στάθηκε πιά σαν «ήρως και θεός».
Επαληθεύτηκε έτσι για άλλη μια φορά το καθολικό δόγμα του Ευαγγελίου των Μαχών πως η οδύνη προηγείται πάντα της Βασιλείας των Ουρανών.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς νύχτωνε και φυσούσε κι εγώ συνεπαρμένος ακόμη από την φορτισμένη ατμόσφαιρα του μύθου, ψηλάφιζα τις γκρίζες πέτρες που οριοθετούν το sanctum sanctorum των πολεμιστών στον ελλαδικό χώρο.
Στο μαγικό βουνό, εκεί κοντά στη μεγάλη καταβόθρα που οδηγεί στον Άδη, άθεος πάντα και ορθολογιστής, προσευχήθηκα στον Σωτήρα για δύναμη, τραχύτητα και αντοχή. Κι έπειτα έσφιξα τα δόντια και πήρα τον δρόμο της επιστροφής...





Οι φωτογραφίες: Από το πρόσφατο προσκύνημά μου στον ιερό τόπο της Αναλήψεως του Σωτήρος, κοντά στο χωριό Παύλιανη. Στην τοποθεσία διατηρούνται ελάχιστα τμήματα από δωρικό ναό του 3ου αιώνα π.Χ.
Η γυναίκα, το τέρας, ο περαστικός: Η Δηιάνειρα, ο Κένταυρος Νέσσος, ο Φιλοκτήτης. Η ιστορία με τον χιτώνα και το μολυσμένο αίμα είναι ευρύτατα διαδεδομένη και γνωστή. Ο Φιλοκτήτης, σαν δώρο για την πράξη του, πήρε το τόξο και τα βέλη του ήρωα.
Η λατρεία του Ηρακλή: Στρατιωτική λατρεία του Ρωμαϊκού Κόσμου κατά την περίοδο των τεσσάρων πρώτων αιώνων μ.Χ. Ο Έλληνας θεάνθρωπος λατρευόταν επίσημα στη Ρώμη με κέντρο τον Μέγιστο Βωμό από τα τέλη ήδη του τέταρτου αιώνα π.Χ. Στο πρόσωπό του ενσαρκωνόταν η πίστη στον αγώνα τόσο στον πραγματικό κόσμο όσο και στον κόσμο των ιδεών, στο κοσμικό και στο μετακοσμικό επίπεδο. Οι κοινοί άνθρωποι επικαλούνταν τον Ηρακλή σαν πρότυπο και προστάτη και οι αυτοκράτορες - όπως ο Ιουλιανός - ενθάρρυναν την λατρεία του σαν αντίδοτο στην θρησκευτική παρακμή. Ο Ηρακλής ήταν πρότυπο αρετής και σταθερότητας για τους στωικούς και βέβαια συμβόλιζε τις ανθρώπινες δυνατότητες εξομοίωσης προς τους θεούς.