Ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας, είχε ήδη διανύσει μια πολυτάραχη πορεία όταν έφτασε η ώρα της τελικής κρίσης. Η ώρα αυτή είναι για τους αληθινούς άντρες η πιό σπουδαία, όταν ή σκυφτός οπισθοχωρείς ή όρθιος περνάς κατευθείαν από το πεδίο της τιμής στο αρχαίο λιβάδι των ασφοδελών. Ο Παπαφλέσσας ήταν από τη φύση του άνθρωπος ανυποχώρητος κι αγύριστο κεφάλι. Στην ώρα της ανάγκης έκανε γρήγορα την επιλογή, έβγαλε την αρχοντική του φορεσιά, έβαλε το σπαθί και τα πιστόλια στο ζωνάρι και διάλεξε με παρρησία τον θάνατο του πολεμιστή.
«Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραϊμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά! ». Κι έτσι έφτασε στο Μανιάκι, να πολεμήσει τους αράπηδες, να πεθάνει και να δοξαστεί. Χωρίς δισταγμούς, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς ενδοιασμούς. Κι όταν οι δικοί του τον προτρέπανε ν’ ανέβει στα ψηλώματα του βουνού για μεγαλύτερη ασφάλεια τους απαντούσε πως... «εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι από τα ψηλώματα, ήρθα να πολεμήσω... Καθήστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες! ».
Ο Γρηγόριος Δικαίος ήταν φτιαγμένος από εκείνη την ξεχωριστή στόφα των εκκεντρικών, δανδήδων πολεμιστών, που μανιωδώς στοιχειώνουν την προσωπική μου μυθολογία. Άνθρωπος ασυγκράτητος, ορμητικός και τυχοδιώκτης έγινε μοναχός για λόγους ωφελιμιστικούς, για να μπορεί να απολαμβάνει μεγαλύτερα προνόμια και ελευθερία στο καθεστώς της τουρκοκρατίας. Αλαζόνας, γυναικάς και φίλαρχος, για λόγους προσωπικού συμφέροντος συγκρούστηκε κατά περιόδους τόσο με Έλληνες επισκόπους όσο και με Τούρκους αγάδες και τελικά αναγκάστηκε να φύγει από την Πελοπόννησο όταν εξαιτίας του διαλύθηκε κάποιο σημαντικό συνοικέσιο. Είναι αξιομνημόνευτο το ανέκδοτο που λέει ότι φεύγοντας φώναξε στους Τούρκους διώκτες του πως θα επέστρεφε κάποτε ή σαν δεσπότης ή σαν πασάς...
Μέσω Ζακύνθου έφτασε στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί άρχισε να συχνάζει στο Πατριαρχείο προσπαθώντας να ανελιχτεί στην ιεραρχία της Εκκλησίας ενώ ταυτόχρονα ζούσε «κοσμικά» και «προκλητικά». Οι Τουρκικές αρχές τον γνώριζαν όχι ως επαναστάτη και συνωμότη αλλά ως ταραξία και διαφθορέα, που «κάθε νύχτα φέρνει γυναίκας εις το σπίτι του». Αναφέρεται ακόμη και περιστατικό κακομεταχείρισης ενός μουσουλμάνου υπηρέτη του, ο οποίος κατήγγειλε κάποτε στην Τουρκική αστυνομία πως ο Παπαφλέσσας τον χτύπησε γιατί δεν πρόσεξε την σαπουνάδα με την οποία έπλενε κάθε πρωί την γενειάδα του.
Στην Πόλη χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και τελικά μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία από τον Αναγνωστόπουλο με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Αρμόδιος. Στάλθηκε έπειτα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για να διαδόσει τις ιδέες της Εταιρίας και στο Βουκουρέστι αδερφοποιήθηκε με τους οπλαρχηγούς Γεωργάκη Ολύμπιο και Ιωάννη Φαρμάκη. Σαν επαναστάτης, ο Παπαφλέσας βρήκε τον πραγματικό εαυτό του. Ο ζήλος του για την πατρίδα ήταν υπέρμετρος και τρομερός. Έφτασε μέχρι του σημείου να σκοπεύει να κηρύξει την επανάσταση δίχως την έγκριση της Φιλικής Εταιρίας, σε συνεργασία με τον Ολύμπιο στη Μολδοβλαχία και τον Φαρμάκη στη Μακεδονία και την Στερεά. Η ηγεσία της Εταιρίας πρόλαβε την τελευταία στιγμή να ματαιώσει το πρόωρο κίνημά του αλλά ήταν φανερό πως με δυσκολία θα τον συγκρατούσαν.
Την εποχή που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προσπαθούσε να δημιουργήσει τακτικό στρατό με τον
Μαύρο Λόχο των εθελοντών της Οδησσού και να διαβεί τον Προύθο, ο Δικαίος έφτασε ως απεσταλμένος του στην Ελλάδα κι αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος απόστολος και προφήτης της Ελληνικής Επανάστασης. Καιροσκόπος, ενθουσιώδης και εριστικός, συνηθισμένος να προπαγανδίζει, να υπερβάλει, να μιλάει για πράγματα ανύπαρκτα και φοβερά, κατέπλησσε τα πλήθη και προβλημάτιζε τους διστακτικούς πρόκριτους που ζητούσαν όχι μόνον επαρκείς διαβεβαιώσεις αλλά και εξασφαλισμένα αποτελέσματα. Ο Φωτάκος στην βιογραφία του, γράφει πως «είχε τόσην πειθώ εις τας ομιλίας του ώστε επίστευε πολλάκις και ο ίδιος την απάτη ως πράγμα»...! Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αναποφάσιστοι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, αν μπορούσαν, θα τον πρόδιδαν και θα τον σκότωναν από την αρχή.
Ο Παπαφλέσσας ήταν πανταχού παρών, λαμβάνοντας συνεχώς μέρος σε σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις, περιοδείες στρατολόγησης και πολιτικές δραστηριότητες. Έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, συμμετείχε στην Α' Συνέλευση της Επιδαύρου και ξανά στην Β' Συνέλευση του Άστρους και εκλέχτηκε υπουργός των Εσωτερικών στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Παρέμενε ραδιούργος και απείθαρχος με σταθερή ροπή προς τις σαρκικές ηδονές και τον έκλυτο βίο. Τα επίθετα που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί του και τον συνόδευαν σε όλη την πορεία του είναι χαρακτηριστικά της ιδιόρρυθμης ιδιοσυγκρασίας του: απατεών και εξωλέστατος, αποπλανημένος παληοκαλόγερος, ασήμαντος Πολιανίτης, κακοπαπαφλέσσας...
Στις εμφύλιες διενέξεις επίσης δεν έκρυβε τις διαθέσεις του. Όταν ξεκίνησε ο δεύτερος εμφύλιος από τους κατοίκους της Αρκαδίας που αρνήθηκαν να καταβάλλουν φόρους, ήταν ο Παπαφλέσσας ο πρώτος που ηγήθηκε της επιχείρησης καταστολής. Αργότερα πάλι αυτός ήταν που ζήτησε την παράδοση των όπλων των Δεληγιανναίων πριν τους φυλακίσει. Ούτε τον Κολοκοτρώνη δίστασε να κυνηγήσει αν και προηγουμένως είχε βρεθεί στην ίδια παράταξη μαζί του ενάντια στους κοτζαμπάσηδες. Όμως, όταν ο Ιμπραήμ άρχισε να καταστρέφει την Πελοπόννησο, ο ίδιος άνθρωπος πήρε το βάρος της ιστορικής ευθύνης στην πλάτη του.
Μέσα σε μια κατάσταση γενικευμένης κατάρρευσης, φυγομαχίας και δειλίας, ο Παπαφλέσσας - εν ενεργεία υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας - στάθηκε άξια στο ύψος των περιστάσεων. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Κουντουργιώτη και με τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς να αρνούνται να πολεμήσουν, ο Γρηγόριος Δικαίος έφτασε αποφασισμένος με λίγους καπεταναίους και 1500 άντρες στο Μανιάκι. Ενισχύσεις που περίμενε δεν τον υποστήριξαν και επιπλέον υποχώρησε πριν τη μάχη ο δειλός οπλαρχηγός Καπετανάκης μόλις συνειδητοποίησε την μεγάλη δύναμη του εχθρού. Πολλοί άλλοι λιγόψυχοι τον μιμήθηκαν και δεν απέμειναν πάνω από τριακόσιοι - κατ’ άλλους εκατον πενήντα ή εξακόσιοι - αριθμός μάλλον σημαδιακός. Κι έτσι, αυτός που τον αποκάλεσαν και Αλκιβιάδη του νεώτερου Ελληνισμού, στο τέλος συνάντησε μόνος του το πεπρωμένο, όρθιος και στα ίσα. Καθώς μας λέει το δημοτικό τραγούδι, μια μπαταργιά του ρίξανε πικρή, φαρμακωμένη...
Η τοποθεσία του θανάτου του, οι τρείς λόφοι κοντά στο Μανιάκι που αποκαλούνται ταμπούρια του Παπαφλέσσα, είναι ιερός τόπος ψυχικής ανάτασης και περισυλλογής. Ο Παπαφλέσσας ήταν αντιφατικός αλλά και μεγαλειώδης χαρακτήρας κι όπως ήξερε να απολαμβάνει τη ζωή έτσι δεν χαράμισε και τον θάνατό του.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Αμερικανού γιατρού Χάου, που υπήρξε αυτόπτης της Επανάστασης και τον συνάντησε κάτω από εντελώς διαφορετικές περιστάσεις. Ο Χάου εξιστορεί πως ζούσε πολυτελώς ο Παπαφλέσσας σαν υπουργός των Εσωτερικών στο Ναύπλιο με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια και «επανεπαύετο ανακεκλιμένος και εδέχετο ορθίους τους κομίζοντας την υπηρεσίαν υπαλλήλους...». Μας λέει όμως επίσης πως τον είδε το βράδι πριν την τελευταία μάχη, ζωσμένο με το σπαθί και τα πιστόλια «...ωπλισμένον μέχρις οδόντων, καθήμενον παρά την πυράν επί μιας καρπέτας κατά γης εστρωμένης και ρεμβάζοντα επί τη θέα των φλογών... Ήτο δε και τότε τόσον εύθετος, όσον ήτο και ότε ανεπαύετο επί του ανακλίντρου εν Ναυπλίω».
«...Εγώ άπαξ ορκίστηκα να χύσω το αίμα μου για την ανάγκη της πατρίδας και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε στο θεό η πρώτη μπάλα του Ιμβραήμ να με πάρει στο κεφάλι διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να την διαβάζεις καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς ». Ανατρέχουμε ακόμη σήμερα στην τελευταία επιστολή που έγραψε στον αδερφό του. Την διαβάζουμε μάλλον παράφωνα κάτω από τη βαριά ντροπή που μας πλακώνει, αλλά τον θυμόμαστε με συγκίνηση και δακρύζουμε από περηφάνεια.
Αϊντε ρε Παπαφλέσσα... που είσαι να δεις την κατάντια μας... Έχουν περάσει 186 χρόνια από τότε που εσύ πέρασες σαν ήρωας τα ταμπούρια των Ιλυσσίων και οι «σκατόβλαχοι» τρέχουν ακόμη να κρυφτούν! Παρηγορήσου όμως εκεί στον Άδη που τριγυρνάς, γιατί τουλάχιστον εμείς μάθαμε την αλήθεια και μετρήσαμε με σεβασμό το μέγεθός σου. Λάμπει η σκιά σου μέσα στο σκοτάδι καθώς με «ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ» προετοιμάζουμε μελλοντικές σπονδές.
Στοιχεία, φράσεις και περιστατικά: Όπως συμβαίνει σε όλα τα κείμενα της Πολεμικής Σημαίας, οι αναφορές και τα γεγονότα ελέγχονται με βάση τις ιστορικές πηγές. Το ηθικό δίδαγμα όμως καθώς και η υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων φέρουν την ιδιαίτερη σφραγίδα της προπαγάνδας των ιδεών.
Η εικόνα: Προσωπογραφία του Παπαφλέσσα. Λιθογραφία του Adam Friedel ("The Greeks. Twenty four portraits,
(in four parts of six portraits each), of the principal leaders and personages
who have made themselves most conspicuous in the Greek Revolution", Λονδίνο, 1826).
Μικρό χρονολόγιο: Ο Γρηγόριος Δικαίος γεννήθηκε στην Πολιανή της Μεσσηνίας το 1788. Φοίτησε από το 1808 στη Σχολή της Δημητσάνας κι έπειτα έγινε Μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς, το 1816. Έφυγε κυνηγημένος από την Πελοπόννησο το 1817. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία το 1818. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο στα τέλη του 1820. Τον Ιούλιο του 1823 ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών στη νεοσύστατη κυβέρνηση. Σκοτώθηκε μαχόμενος στο Μανιάκι στις 20 Μαϊου του 1825, σε ηλικία 37 ετών.