«If we two took the same path, surely one of us would have to slay the other, one fine day»
Σταράτα λόγια, λόγια που δεν λέγονται αψήφιστα, ιδίως όταν αυτοί που τα μοιράζονται είναι οι δυο διασημότεροι ήρωες των ιστοριών Μαγείας και Ξίφους.
Το πρωτόλειο του Έλρικ στα αμερικάνικα κόμικς δεν μπορούσε παρά να είναι επεισοδιακό. Ο τετρακοσιοστός εικοστός όγδοος Μάγος-Αυτοκράτορας του Μελνιμπονέ εμφανίστηκε μέσα σε μιά λάμψη εκτυφλωτικού φωτός στο δεύτερο καρέ της ενδέκατης σελίδας, του δέκατου τέταρτου τεύχους, του εμβληματικού κόμικ της δεκαετίας του ’70, Conan the Barbarian.
Το Conan the Barbarian διένυε την πρώτη του εκδοτική περίοδο. Τα ουδέτερα σενάρια του Roy Thomas είχαν επιτρέψει την σταδιακή ιδιοποίηση του Κιμμέριου από τον Barry Windsor-Smith και τον ρομαντικό εξευγενισμό του με ένα τρόπο που ο ίδιος ο Robert Howard δύσκολα θα επιδοκίμαζε.
Ο Κόναν είχε ήδη το δικό του κοινό και μια σκηνική παρουσία που πλέον αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα βαρβαρικά εξώφυλλα του Frazetta και στην Προραφαηλίτικη κληρονομιά του Smith. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τον Έλρικ.
Δημιουργός της αρχικής εικόνας του καταραμένου Μελνιμπόνιου ήταν ο Jim Cawthorn, ο σημαντικότερος συνεργάτης του Michael Moorcock. Όμως αν και η πρώτη εικονογραφημένη εκδοχή του είχε παρουσιαστεί σε ένα στριπ του Philippe Druillet στο άσημο, γαλλικό περιοδικό, Moi Aussi ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο αλμπίνος δεν είχε βρεί ακόμη τον ιδανικό του ιμπρεσάριο στην ένατη τέχνη.
Η έκτακτη σύμπραξη των δύο πρωταθλητών οφείλεται στον σεναριογράφο Roy Thomas, ο οποίος ζήτησε από τον Moorcock την ευγενική παρέμβαση του ασπρομάλλη ήρωά του στις περιπέτειες του Κιμμέριου.
Ο Βρετανός συγγραφέας ανταποκρίθηκε, στέλνοντας με τη βοήθεια του Cawthorn, μια ιστορία αρκετά μεγάλη για να δημοσιευτεί σε δύο συνέχειες. Στην πλοκή της μετέφερε την κοσμική σύγκρουση των Αρχόντων του Νόμου και του Χάους από το αχανές Πολυσύμπαν στους αγριότοπους της Υβοριανής εποχής.
Ο Βρετανός συγγραφέας ανταποκρίθηκε, στέλνοντας με τη βοήθεια του Cawthorn, μια ιστορία αρκετά μεγάλη για να δημοσιευτεί σε δύο συνέχειες. Στην πλοκή της μετέφερε την κοσμική σύγκρουση των Αρχόντων του Νόμου και του Χάους από το αχανές Πολυσύμπαν στους αγριότοπους της Υβοριανής εποχής.
Ωστόσο, τo σενάριο των Moorcock και Cawthorn σε προσαρμογή του Thomas ήταν μάλλον συμβατικό και το εικαστικό μέρος, αν εξαιρέσουμε κάποια εντυπωσιακά καρέ, από τις πιo μέτριες δουλειές του Barry Smith. Ο νεαρός, επίσης Βρετανός καλλιτέχνης, προσπάθησε ευσυνείδητα να σχεδιάσει συνδυαστικά τους δυο αντίθετους χαρακτήρες, όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών. Αυτό συνέβει εν μέρει γιατί ο Smith αντί να πειραματιστεί στο δικό του ύφος, στήριξε την απεικόνιση του Έλρικ στα εξώφυλλα του Jack Gaughan της πρώτης αμερικανικής έκδοσης των βιβλίων Stormbringer και The Stealer Of Souls που αδικούσαν τον αλμπίνο. Και είναι ίσως ειρωνία της τύχης πως αν και το όνομά του συνδέθηκε με τον Κιμμέριο, ο ίδιος συμμεριζόταν λόγω ιδιοσυγκρασίας περισσότερο τον αγωνιώδη σκεπτικισμό του Έλρικ.
Εν τούτοις, τα δύο τεύχη αποτελούν σημαντικό γεγονός στα χρονικά της fantasy παραφιλολογίας για τους εξής λόγους:
Κατ’ αρχήν, αυτή είναι η μοναδική φορά που ο Κιμμέριος συναντά τον Μελνιμπόνιο στα ίδια τοπία της φανταστικής λογοτεχνίας. Και παρά τις ατέλειες για τις οποίες μεμψιμοιρούμε, η συνάντηση έγινε υπό την επίβλεψη σπουδαίων δημιουργών.
Έπειτα, κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορίας ο Barry Smith ανακοίνωσε στη Μάρβελ την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το Conan the Barbarian. Απαυδησμένος από τους δεσμευτικούς περιορισμούς της βιομηχανίας των κόμικς, εκτονώνει συμβολικά τη δυσαρέσκειά του υιοθετώντας την πανταχού παρούσα στην αφήγηση, απέχθεια του Κόναν για τους μάγους και τη μαγγανεία. Και ο δισέλιδος επίλογος του δεύτερου τεύχους μοιάζει όχι μόνον σχεδιασμένος αλλά και γραμμένος από τον ίδιο, ως μια τελευταία εξομολόγηση προς τους θιασώτες και θαυμαστές του.
Κατ’ αρχήν, αυτή είναι η μοναδική φορά που ο Κιμμέριος συναντά τον Μελνιμπόνιο στα ίδια τοπία της φανταστικής λογοτεχνίας. Και παρά τις ατέλειες για τις οποίες μεμψιμοιρούμε, η συνάντηση έγινε υπό την επίβλεψη σπουδαίων δημιουργών.
Έπειτα, κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορίας ο Barry Smith ανακοίνωσε στη Μάρβελ την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το Conan the Barbarian. Απαυδησμένος από τους δεσμευτικούς περιορισμούς της βιομηχανίας των κόμικς, εκτονώνει συμβολικά τη δυσαρέσκειά του υιοθετώντας την πανταχού παρούσα στην αφήγηση, απέχθεια του Κόναν για τους μάγους και τη μαγγανεία. Και ο δισέλιδος επίλογος του δεύτερου τεύχους μοιάζει όχι μόνον σχεδιασμένος αλλά και γραμμένος από τον ίδιο, ως μια τελευταία εξομολόγηση προς τους θιασώτες και θαυμαστές του.
Ο Smith θα επέστρεφε λίγο αργότερα για να ολοκληρώσει τον κύκλο του με μερικές ακόμη, εξαιρετικές ιστορίες, όμως αυτή ήταν η αποφασιστική καμπή στην καριέρα του πριν αποχωρήσει οριστικά.
Όσοι είναι μυημένοι στα σπαθιά και τη μαγεία, χαίρονται το αίμα και τη σφαγή με την ίδια προδιάθεση που απολαμβάνουν τις αλληγορίες και τα σύμβολα. Και μέσα στη γιορτή οφείλουν να μπορούν να διακρίνουν την κατάλληλη στιγμή που πρέπει να σηκώσουν το ποτήρι σε μια τελευταία πρόποση. Για την τέχνη και τη φαντασία, για το παρελθόν και το μέλλον.
Στο τελευταίο, ολοσέλιδο καρέ και αφού υπογράψει στο πλακόστρωτο, ο Conan Windsor-Smith, έφιππος κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό στρέφει το βλέμμα προς τους αναγνώστες και με τον τρόπο του, τους αποχαιρετά:
«I’ll drink a toast, to both the living and the dead… …in the first tavern I find. ...Farewell»
Η αφορμή για το κείμενο: Η χρονική σύμπτωση του πρόσφατου κόμικ του Έλρικ (The Balance Lost, free comic book day edition Νo 0 / Μάιος 2011 και Νo 1 / Ιούλιος 2011) με την κινηματογραφική επιστροφή του Κιμμέριου.
Oι εικόνες: Το τελευταίο καρέ της 13ης σελίδας του τεύχους 14, τα εξώφυλλα των δυο τευχών και η περίφημη, τελευταία σελίδα του τεύχους 15.
Τα τεύχη: Conan the Barbarian Νο 14 (A SWORD CALLED STORMBRINGER!) και Νο 15 (THE GREEN EMPRESS OF MELNIBONE). Κυκλοφόρησαν αντίστοιχα τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1972.