«΄Ερχεται μια
στιγμή σε κάθε ζωή σαν ένα σημείο στήριξης, σαν υπομόχλιο. Εκείνη τη στιγμή
πρέπει να δεχτείς τον εαυτό σου. Δεν έχει σημασία πιά τι θα γίνεις. Είναι τι
είσαι και τι θα είσαι πάντα.»
Σελίδα 129. Υπογραμμίζω τη φράση με το μολύβι, κατά την προσφιλή μου συνήθεια.
Καλοκαίρι, τέλη Ιουλίου, η ζέστη είναι αποπνικτική. Τα ξέφρενα τζιτζίκια δημιουργούν γύρω μου ένα ηχητικό χάος που απολαμβάνω πρόθυμος, ράθυμος κι αφηρημένος.
Δίπλα στη
θάλασσα, στη σκιά ενός πεύκου, βυθίζομαι στη μυστηριακή ατμόσφαιρα ενός
παγανιστικού μυθιστορήματος, που πρωτοεκδόθηκε τη χρονιά που γεννήθηκα.
Τυχαία, το βλέμμα μου
πέφτει σε μια μακρόσυρτη λιτανεία μυρμηγκιών. Ακούραστοι δουλευτές πηγαινοέρχονται
μονότονα, σέρνοντας μικροσκοπικές προμήθειες στην σκοτεινή τους μητρόπολη. Tα τζιτζίκια σταματούν, δίχως προφανή λόγο, σαν στην απόσπαση της προσοχής μου,
να αντιλαμβάνονται μια ξεδιάντροπη προσβολή στο πνεύμα του Καλοκαιριού.
Ασυναίσθητα, ανασηκώνομαι από τη θέση μου κι ως μοχθηρός γίγαντας εξολοθρεύω ολόκληρη τη γραμμή εφοδιασμού της θλιβερής μυρμηγκοφωλίας.
Αναρωτιέμαι πότε
ήταν άραγε εκείνη η καθοριστική στιγμή, που αναγνώρισα το δικό μου σημείο
στήριξης, που αποδέχτηκα αυτό που ήμουν κι όχι αυτό που θα ’πρεπε να ήμουν...
Ακριβώς δίπλα μου, μια δεκαεννιάχρονη νύμφη ξεπροβάλλει σαν παρθένα θεά μέσα από το νερό. Οι υγρές ρώγες της στάζουν το βάσανο της επιθυμίας, τη χαρά της ζωής. Κι ενώ τα τζιτζίκια αρχίζουν ξανά την ασύμμετρη μελωδία τους, η απροσδόκητη στύση μου διακωμωδεί κάθε σοβαρό συλλογισμό.
Ακριβώς δίπλα μου, μια δεκαεννιάχρονη νύμφη ξεπροβάλλει σαν παρθένα θεά μέσα από το νερό. Οι υγρές ρώγες της στάζουν το βάσανο της επιθυμίας, τη χαρά της ζωής. Κι ενώ τα τζιτζίκια αρχίζουν ξανά την ασύμμετρη μελωδία τους, η απροσδόκητη στύση μου διακωμωδεί κάθε σοβαρό συλλογισμό.
Δίπλα στη θάλασσα,
στη σκιά ενός πεύκου, μεσήλικας, κατανοώ για πρώτη φορά τους διακριτικούς στίχους
του ποιητή...
Κι
ενώ τα γύρω μου κοιτούσα αφηρημένος,
Ένιωσα
ξάφνου να ’μαι φλογισμένος·
Και
είκοσι λεπτά, λίγο πολύ,
Τόση
μου φάνηκε η χαρά μου εκεί,
Ήμουν
ευλογημένος κι ευλογούσα τη ζωή.
Ο πίνακας: Summer, 1573, του Giuseppe Arcimboldo.
Οι
στίχοι: Η δεύτερη στροφή από το ποίημα Vacillation, του W.B.Yeats. Μετάφραση του Σπ. Ηλιόπουλου.
Τα τζιτζίκια: Ως μύστης, γνωρίζω σε
βάθος την καταλυτική σημασία της μουσικής τους στην ιεροτελεστία του
Καλοκαιριού.
Το
μυθιστόρημα: Ο ΜΑΓΟΣ, του Τζων Φώουλς. (THE MAGUS. First published
1966. Revised edition published
1977). Εναλλακτικός τίτλος: Το Θεοπαίγνιο. Χρόνια στην προσωπική μου λίστα
αναμονής, στον ατέλειωτο κατάλογο της ανάγνωσης.
6 σχόλια:
Επειδή ήμουν δίπλα σου τη στιγμή της... ανάδυσης της νύμφης κι επειδή εγώ διαβάζω το εν λόγω βιβλίο στα αγγλικά, θα παραθέσω ένα άλλο απόσπασμα που ταιριάζει...:
"It came to me…that I didn't want to be anywhere else in the world at that moment, that what I was feeling at that moment justified all I had been through, because all I had been through was my being there. I was experiencing…a new self-acceptance, a sense that I had to be this mind and this body, its vices and its virtues, and that I had no other chance or choice"
Υπομονή, αγαπητέ.
Ο θείος Χειμώνας είναι πια κοντά, το μίζερο "καλοκαίρι" ψυχορραγεί και στα ενοχλητικά τζιτζίκια δε μένει πολλή ζωή. Κι αλλοίμονο σε όποιον δε θυμάται που απίθωσε την αρματωσιά του αυτές τις θολές ημέρες της μεσογειακής ραστώνης.
Το έχουμε το τηλέφωνο της νύμφης; Χαίρε Ιππότη!!!
ΚΡΟΜ
O ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Pervigilium Veneris
(The Vigil of Venus)
Let those love now, who never loved before,
Let those who always loved, now love the more
Δημοσίευση σχολίου