Πού
να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε
ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε
θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω,
πως θα χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που
μες τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ
θα χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα
σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από
το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν
είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταβρό.
Εσύ
νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη
νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να
σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να
σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κ’
ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που
θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Η αρχετυπική σύνδεση της Μεγάλης
Μητέρας με τον Θεάνθρωπο Υιό υπήρξε πάντοτε κεντρικό θέμα της ευρωπαϊκής τέχνης. Αστείρευτη πηγή έμπνευσης, η σχέση
τους επαναπροσδιορίστηκε μέσα
στα θρησκευτικά πλαίσια του εξελληνισμένου χριστιανισμού. Στην χριστιανική μυθολογία, το
τραγικό μέλλον προϋπάρχει στο ευτυχισμένο παρελθόν και τα χαρούμενα παιδικά χρόνια
του Σωτήρα, σκοτεινιάζουν από τη γνώση της επερχόμενης δοκιμασίας. Στην προδιαγεγραμμένη εξέλιξη του θείου δράματος, η χρονική
ανακολουθία διευκολύνει την υπερβατική πρόσληψη της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στον πίνακα του Μποτιτσέλι «Madonna del Libro», ο μικρός Χριστός βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του, κρατώντας
ήδη στα χέρια του τα καρφιά και το ακάνθινο στεφάνι του μελλοντικού μαρτυρίου του. Και η όμορφη, σιωπηλή Παναγία δείχνει βυθισμένη
σε δυσοίωνες σκέψεις, σαν κι αυτές που εκφράζονται γλαφυρά στο ποίημα του Βάρναλη «Οι Πόνοι της Παναγιάς». Ακόμη πιό αλλόκοτα, η νεαρή Μαντόνα του Βάρναλη θλίβεται και μοιρολογεί πριν καν γεννήσει τον Λυτρωτή του
κόσμου.
Ωστόσο, η μακραίωνη παράδοση του
πολιτισμού μας εγγυάται την διαχρονική καταξίωση των σπουδαίων έργων τέχνης ανεξάρτητα
από τα όρια της θρησκευτικής πίστης ή τις επιταγές της επικρατούσας κοσμικής
ιδεολογίας. Οι καλλιτέχνες έχουν το δικαίωμα και τη δύναμη να αναδιατάσσουν και
να επανερμηνεύουν το νόημα των μύθων. Κάτω από το ίδιο χριστιανικό επίχρισμα, ο
Μποτιτσέλι ονειρεύεται τις αέρινες νύμφες της Άνοιξης, κι ο Βάρναλης υπαινίσσεται
με τους στίχους του την κοινωνική επανάσταση.
Επιπλέον, πέρα ακόμη κι από τις προθέσεις των δημιουργών, τα μεγάλα έργα της ποίησης και της ζωγραφικής, αυτονομούνται και ερμηνεύονται κατά βούληση από τους ανεξάρτητα σκεπτόμενους δέκτες. Αντιδραστικοί και αγνωστικιστές όπως εγώ, μπορούν αβίαστα να προσλαμβάνουν την καθαρή αισθητική τους αξία, δίχως καθόλου πίστη, δίχως συγγενικό φρόνημα ή έστω ηθική αποδοχή.
Κι
αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κ’
η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά
οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν
είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες
φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταβρώσουν.
Οι τελευταίοι στίχοι είναι τόσο εντυπωσιακοί όσο και
ουσιαστικοί. Ο απαισιόδοξος ποιητής αποκαλεί δηκτικά τους ανθρώπους, ανήμπορα
θεριά. Οι άθλιοι που ενεδρεύουν στα σκοτεινά σπήλαια της γης δεν αντέχουν το ουράνιο
φως. Μαθημένοι στα καθησυχαστικά ψέματα των πονηρών, αέναα
τιμωρούν τους ενοχλητικούς αγγελιοφόρους της Αλήθειας. Όμως ο χρόνος παραμένει
κυκλικός. Και η τέχνη μας παρηγορεί στον κόσμο της χρυσής σιωπής, ώσπου να
έρθει ο καιρός για το αυστηρό σπαθί του Δίκιου και της Αστραπής...
Οι στίχοι: Κώστας Βάρναλης, 4 συνεχόμενες
στροφές από το ποίημα Οι Πόνοι της Παναγιάς (1927, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Πρώτο
Μέρος).
Ο πίνακας: Sandro Botticelli, Madonna
del Libro (ca. 1480).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου