«Στα χρόνια εκείνα το παρόν ζούσε με αυτοτέλεια κι έφτιανε ιστορία – ώρα με την ώρα.»
Στα τέλη του 1978 ήμουν έφηβος 13 χρονών. Από την τηλεόραση, μια μόνο ελληνική σειρά κέντριζε το ενδιαφέρον μου, το ασπρόμαυρο Λεμονοδάσος του Παύλου Αποστόλου και της Βίργκως Δροσινού. Βασισμένο πιστά στην ομότιτλη νουβέλα, ήταν η πρώτη μου επαφή με το έργο του Κοσμά Πολίτη. Το μελαγχολικό τραγούδι των τίτλων, τα τοπία και τα σκηνικά, ο διάχυτος ιδεαλισμός των διαλόγων, το πικρό τέλος, σφράγισαν τις πρώτες μου, δανεικές εντυπώσεις για την υποδόρια σύνδεση του έρωτα και του θανάτου.
Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα το πρωτότυπο βιβλίο και εκτίμησα πραγματικά τον συγγραφέα του. Και από το υπόλοιπο έργο του, ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα κατέλαβε περίοπτη θέση στο προσωπικό μου άδυτο: το Ευαγγέλιο της Eroica.
«Τα όνειρα λες νάναι μιά εικόνα της ζωής – ή μήπως πλάθομε όπως-όπως τη ζωή μας πάνω στα όνειρά μας;…»
Ένας μεσήλικας αφηγητής, ο Παρασκευάς, αναπολεί και περιγράφει τα γεγονότα που σημάδεψαν την εφηβεία μιας ομάδας φίλων πάνω στα μυστικά θεμέλια της ζωής, την λατρεία του Ωραίου και του Ηρωικού. Οι έφηβοι, ο Λοίζος, ο Αντρέας, ο Αλέκος, ο Παρασκευάς, αγόρια που δεν έχουν γίνει ακόμη άνδρες, συμμετέχουν σαν πυροσβέστες και ταυτόχρονα εμπρηστές, σε ένα περίεργο παιχνίδι διαχείρισης της φωτιάς ως πλησιέστερου υποκατάστατου της μάχης. Με τενεκεδένιες περικεφαλαίες και τρομπέτες, φαντασιώνονται πως είναι αρχαίοι πολεμιστές σε απόμερους δρόμους, οριακούς μαντρότοιχους και κρυφούς κήπους.
Το έναυσμα για την εξέλιξη της ιστορίας θα δώσει ο ξαφνικός θάνατος ενός άξιου συντρόφου, του Αντρέα, και η πρώτη ουσιαστική γνωριμία με το άλλο φύλο, τη Μόνικα, μια μικρή Εύα σε ένα περιβόλι του Παραδείσου.
« - Η ομορφιά έχει όρια που κανένας άνθρωπος δεν τα περνάει ατιμώρητα. Είναι φριχτή σαν Μέδουσα - όσο και η ολόγυμνη αλήθεια.»
Ο θάνατος και ο έρωτας υπονομεύουν την καθαρή έννοια του ηρωισμού στο φαντασιακό των παιδιών. Και αντιφατικά συναισθήματα εναλλάσσονται μεταξύ μιας ειδυλλιακής αρχής και ενός θλιβερού τέλους. Όμως τα αρρενωπά πρότυπα της υπερηφάνειας και της φιλίας υπερισχύουν τελικά στην ονειρική αλλά και πένθιμη ατμόσφαιρα της αφήγησης, καθώς σκόπιμα ο συγγραφέας αναπαράγει με εμφατικό τρόπο αρχετυπικά θέματα της Ιλιάδας. Θέματα αρχαϊκά μα πάντοτε σύγχρονα, που πάνω τους οι κεντρικοί άξονες της ανθρώπινης υπόστασης μετρώνται, αποκαθαίρονται και δοκιμάζονται ποιητικά.
«Κι ακόμη, μας έδωσε να νιώσομε το υπερήφανο και το κλειστό, τούτο που μοιάζει ακαταδεξιά μα είναι μόνο αιδώ και συστολή – και η μεγάλη άρνηση γιά συνθηκολογίες. Και πως η πιο μεγάλη εκδήλωση – αυτό που λέν ηρωισμό – είναι να κάνεις κάτι από εαυτού σου, δίχως επιταγή, δίχως σκοπό και όφελος, έτσι, να πας ενάντια στη ζωή με μια δική σου τάξη των πραγμάτων – παιχνιδίζοντας, για να διασκεδάσουν και οι άλλοι...»
Ένα πυκνό πλέγμα από ιδεολογικά μηνύματα, νοήματα, δράσεις και σύμβολα, διατρέχει από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα το ελεγειακό κείμενο της Eroica. Η άδολη νεότητα και η σκληρή ενηλικίωση, ο ανεκπλήρωτος έρωτας και ο πρόωρος θάνατος, η εύθραυστη ομορφιά και η παροδική ηδονή, ο ευτελής καθωσπρεπισμός και η μάταιη εξιδανίκευση, οι μεγάλες προσδοκίες και ο αναπόφευκτος συμβιβασμός, η τελική αποδοχή της τραγικής ανθρώπινης μοίρας.
Μεταφυσική, υποβλητική, στοχαστική η εξιστόρηση αποκαλύπτει σταδιακά μέσα από μορφοπλαστικές περιγραφές, μια επική ιδεολογία για τη λύτρωση και το νόημα της ζωής. Η Eroica αποτελεί ξεχωριστό ορόσημο της νεοελληνικής πεζογραφίας.
«Κάποιες αόριστες νοσταλγίες άδειαζαν την καρδιά μας, άφηναν κιόλα ένα κενό. Προχωρούσαμε ψηλαφητά μέσα σε δισταγμούς, ερεθιζόμαστε από τις προαισθήσεις για πράγματα πολύτιμα νιώθοντας από τώρα την αξία της αφής. Μα ξανοιγόμαστε προς τη ζωή γεμάτοι ζωηράδα – βλέπαμε όλο και μπροστά.»
Στις μέρες μας, όλο και πιο συχνά ανακαλώ στη μνήμη μου εκείνα τα πρώτα χρόνια της δικής μου εφηβείας. Άγουρα χρόνια, όπου κάποιο είδος μελαγχολίας χαρακτήριζε την συγκεχυμένη συμπεριφορά μου, διαγωγή μάλλον αταίριαστη με το μικροαστικό περιβάλλον της επαρχιακής πόλης που μεγάλωσα στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις είναι περιττές όταν γνωρίζεις πως η μελαγχολία συνιστά από μόνη της, μια πρόωρη αμφισβήτηση της καθιερωμένης τάξης. Η δική μας γενιά ήταν καταδικασμένη να ενηλικιωθεί σε έναν αντιφατικό κόσμο υλικής ευμάρειας και ηθικής αποξένωσης, μακρυά από κάθε ρομαντική κοσμοαντίληψη ή εξέγερση. Κανένας πόλεμος, κανένας ήρωας, κανένας άγιος.
« - Και τι αν έπειτ’ από μας θα έρθουν άλλοι;… Θα φύγομ’ ευχαριστημένοι, ζήσαμε – τι άλλο ακόμη. Ας πάει μπροστά η ζωή.»
Άραγε ζήσαμε εμείς αρκετά ώστε να αφήσουμε μια ικανή ζωή και για τους άλλους; Σήμερα, είμαι ένας επικριτικός, κυνικός και είρωνας μεσήλικας. Όμως διατηρώ σαν κόρη οφθαλμού την αναδρομή και την ανέλκυση των αναμνήσεων, τη νοσταλγία και τη συγκίνηση για τις πρώτες μορφές.
Για τον Λοϊζο και τον Αντρέα, τον Αλέκο και τον Παρασκευά, τα παιδιά της Eroica που κρύβαμε όλοι μέσα μας εκείνα τα κρίσιμα χρόνια της σύντομης νεότητας και του ακαθόριστου χρόνου.
Τα αποσπάσματα: Από την EROICA (1937), τρίτο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη (1888-1974).
Η εικόνα: Το εξώφυλλο του Αναγνωστικού Ε’ Δημοτικού του 1940. Από τη συλλογή μου.
Σημαιοφόρος ΙΙ: War Flag, Απρίλιος 2018.
2 σχόλια:
Για τον Παύλο και τη Βίργκω, τις αθάνατες αγαπημένες και τους ανεκπλήρωτους έρωτες.
https://youtu.be/VlbdEQzR1_4
"Κατάσχεται" για επόμενο τεύχος του περιοδικού το άρθρο.
Δημοσίευση σχολίου