«...μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν ν’ αποκάλυπτε φοβερά μυστικά, σαν να έφερνε προφητείες από μακριά. Είχε δει ψηλά, μέσα στο αίμα, ένα απειλητικό χέρι και κατόπιν ένα μαύρο πέπλο και ύστερα ένα σπαθί και μια σάλπιγγα...»
Με σπαθιά και σάλπιγγες, οι μεγάλοι εωσφορικοί άνδρες του πεπρωμένου εμφανίζονται στην ιστορία ως μεγάλοι εγωιστές. Γιατί είναι αντιδραστικοί επαναστάτες που δεν επιθυμούν την υποταγή στην βασιλεία των ουρανών αλλά την κυριαρχία στα ανυπότακτα βασίλεια της γης. Κι ότι κάνουν το κάνουν πρώτα για τη δική τους ευχαρίστηση κι έπειτα για να σφραγίσουν με τη δύναμη της θέλησης το μέλλον των επόμενων γενεών.
Ένας τέτοιος μεγάλος άνδρας υπήρξε ο Ιταλός Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, ο επιφανέστερος σημαιοφόρος του νιτσεϊκού γίγνεσθαι στον νεότερο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Χορευτής μέσα στη μάχη. Απεσταλμένος του επερχόμενου Υπερανθρώπου. Ιδεαλιστής και αμοραλιστής, ποιητής και στρατιώτης, προφήτης και ηγέτης, πολεμικός ήρωας και αισθητιστής. Μύστης και ιεροκήρυκας της μυθολογίας και της αισθητικής του πολέμου.
Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο ήταν ενσαρκωμένος ο ίδιος ο πρωτογενής Βυρωνικός Ήρωας στα θεοφάνεια της πολεμικής θρησκείας. Στην άθεη κοσμοθεωρία του συνδυάζονταν ανεπανάληπτα ο αναρχικός ατομικισμός και ο ριζοσπαστικός αριστοκρατισμός.
Η πολυκύμαντη ζωή του χαρακτηρίζεται από έντονα πάθη και σπουδαία πολεμικά κατορθώματα, από αγάπη για τη δόξα και περιφρόνηση προς τις μάζες και τη δημοκρατία. Το πνευματικό του ανάστημα διατρέχει ολόκληρη την ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, από τις αρχαιοελληνικές απαρχές της φιλοσοφίας και της πολιτικής θεωρίας έως την ρομαντική εξέγερση του δέκατου ένατου αιώνα. Και δεν ξεκινά αντιγράφοντας απλώς τις βασικές αρχές της Πολιτείας του Πλάτωνα, αλλά τις ανασκευάζει επαναφέροντας στο προσκήνιο τους εξοβελισμένους ποιητές αφού πρώτα τους εντάξει στην ανώτερη πολεμική τάξη των Φυλάκων.
«Κύτταξε το χρώμα και το περίγραμμα των βουνών, των πάνω στον ουρανό! Κάθε φορά που τα κυττάζω, το βράδυ, αισθάνομαι λατρεία προς την θειότητά τους. Σε κανένα μέρος της γης δεν αισθάνεσαι, όπως εδώ, αυτό το θεϊκό που δίνει η θέα των μακρυνών βουνών.»
Ο Ντ’ Αννούντσιο από έφηβος διδάχτηκε την αρχαία Ρωμαϊκή ιστορία και λογοτεχνία, τους Έλληνες κλασικούς, την Ιταλική Αναγέννηση και τους πολέμαρχους Κοντοτιέρους. Έπειτα γνώρισε τον επαναστάτη Σατανά του Μίλτονα και τον ανυπάκουο Κάϊν του Μπάϋρον. Τον Δάντη. Τους Προραφαηλίτες, τον Κίτς και τον Σέλει, τον Βάγκνερ και τον Τέννυσον, τον Ντοστογιέφσκι και τον Φλωμπέρ, τους πολεμιστές Δανδήδες του Μποντλαίρ. Επηρεάστηκε από τις θεωρίες της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου και των πολιτισμικών ηρώων του Κάρλαϊλ. Από τον Φιλόσοφο με το Σφυρί. Και λάτρεψε τον στρατιώτη-αυτοκράτορα Βοναπάρτη.
Πομπώδης, συναρπαστικός, αποτελεσματικός, εξελίχθηκε σε πληθωρικό λογοτέχνη και ηθογράφο με μοναδικό ταλέντο και ακατάπαυστη συγγραφική δραστηριότητα. Έγραψε διηγήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, που με πλούσια επεξεργασμένη γλώσσα συνιστούν υψηλή λογοτεχνία. Διακήρυξε την πρωτοκαθεδρία του Ωραίου και του Αληθινού, αγνοώντας τους ηθικούς κώδικες και εξοβελίζοντας καθετί εκφυλισμένο και αισθητικά κατώτερο.
Ο Ντ’ Αννούντσιο ξεχώριζε από τους άλλους μεγάλους αισθητιστές της εποχής του γιατί ήταν Βάρδος και Στρατιώτης μαζί. Διάβαζε, έγραφε και ρητόρευε στον κόσμο του πνεύματος. Αλλά ταυτόχρονα πολεμούσε ασταμάτητα στα πραγματικά πεδία των μαχών. Στον αέρα, στη γη και στη θάλασσα! Εμψύχωνε με πύρινους λόγους τους στρατιώτες πριν τη μάχη, οργάνωνε και συμμετείχε προσωπικά σε παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, και έπειτα έγραφε τους επικήδειους λόγους όταν έθαβε τους πεσόντες στον αγώνα συμπολεμιστές του.
Το επιστέγασμα της δράσης του ήταν η πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση του Φιούμε. Τον Σεπτέμβριο του 1919, ο Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο επικεφαλής μιας μικρής παραστρατιωτικής δύναμης εθελοντών Αρντίτι, πρώην καταδρομέων του Ιταλικού στρατού με μαύρα χιτώνια και φλόγες, κατέλαβε την πόλη Φιούμε στα παράλια της Αδριατικής, με σκοπό να την προσαρτήσει στην Ιταλία. Η πόλη είχε ιταλικό πληθυσμό και αποτελούσε κορωνίδα του ιταλικού αλυτρωτισμού. Την ανακήρυξε ανεξάρτητο κράτος και την κυβέρνησε επί δεκαπέντε μήνες σύμφωνα με τα δικά του πολιτικά ιδεώδη που σκιαγράφησε σε ένα ιδιόμορφο αναρχίζον, κορπορατικό και «μουσικό» Σύνταγμα. Η κοινότητα θα απαρτιζόταν από εννέα διακριτές συντεχνίες πολιτών που θα συγκροτούνταν σύμφωνα με την κοινωνική λειτουργία τους. Όμως μια μυστικιστική δεκάτη θα κυβερνούσε την πρότυπη πολιτεία, με τα επίλεκτα μέλη της να προετοιμάζουν την έλευση του Υπερανθρώπου. Και οι Φύλακες της πολιτείας θα εφάρμοζαν μια πρωτοποριακή αναρχική στρατιωτική οργάνωση με ισόβαθμους υπερστρατιώτες, που δίχως ενδιάμεσους βαθμούς θα υπάκουαν με θρησκευτικό φανατισμό μόνον στον Ντ’ Αννούντσιο Αρχηγό.
Το εγχείρημα έμοιαζε στην αρχή με ουτοπική φάρσα, παρωδία προορισμένη να αποτύχει. Αλλά έστω για λίγο, το Φιούμε έγινε πραγματική πειρατική πολιτεία, ένας αυτόνομος ιστορικός θύλακας έξω από το παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Μέσα σε ελάχιστους μήνες δημιουργήθηκε μια ετερόκλητη αντικουλτούρα που μέσα στα ασαφή όριά της μπορούσαν να συνυπάρχουν από πρωτοποριακοί καλλιτέχνες και φυλετιστές πρωτοχίπηδες με ινδουιστικές επιρροές έως παραδοσιακοί στρατοκράτες και συντηρητικοί εθνικιστές. Όλοι μαζί να γιορτάζουν τη λαμπερή και σθεναρή νεότητα που μαχόμενη μόνον αυτή δικαιώνει το μεγαλείο της ζωής. Με συνεχείς στρατιωτικές παρελάσεις την ημέρα και ερωτικά ξεφαντώματα τη νύχτα. Με μαύρες στολές, νεκροκεφαλές και σταυρωτά οστά, ρωμαϊκό χαιρετισμό, νεανικά κορμιά, μαχαίρια στις ζώνες.
Το Φιούμε υπήρξε για λίγους μήνες η αρχετυπική σύντηξη μιλιταρισμού και αισθητισμού σε μια χαρούμενη στρατοκρατία. Και όταν αναπόφευκτα τελείωσε, άφησε πίσω του ένα ορόσημο εικονοκλαστικού ελιτισμού.
«Πρέπει να διατηρείς με κάθε κόστος ολόκληρη την ελευθερία σου, ακόμα και στη μέθη.
Ο κανόνας του πνευματικού ανθρώπου είναι ο εξής:
Habere, non haberi».
Ο Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο πολέμησε για τον μετασχηματισμό των αξιών μέσα σε μια ήδη εκφυλισμένη από τον πλούτο και τον μαζάνθρωπο εποχή. Με την πένα και το σπαθί του υπερασπίστηκε τη διανόηση και την ελευθερία, τα ιδανικά του αισθητισμού, την ομορφιά και το όνειρο ενάντια στον χυδαίο κόσμο της οικονομοκρατίας.
Η προσωπικότητά του διατηρεί μόνιμες αξιώσεις αναδρομικής ισχύος για όλους εμάς που ζούμε παράμερα στο θλιβερό παρόν και προσδοκούμε το Μεγάλο Μεσημέρι. Φωτίζει σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι τον συλλογικό δρόμο για την μελλοντική οικοδόμηση μιας συνδυαστικής αριστοκρατίας πνεύματος, δύναμης και ομορφιάς. Και ενισχύει τον μοναχικό αγώνα μας για αυτοπραγμάτωση και προσωπική ελευθερία. Να κατέχουμε και να μην μας κατέχουν.
Gabriele d’Annunzio: Γαβριήλ Δανούντσιος. Πολιτισμικός ήρωας, πολεμιστής και λογοτέχνης (1863-1938).
Οι φωτογραφίες: Από το προσωπικό μου προσκύνημα στην τελευταία του κατοικία, στην κωμόπολη Gardone Riviera, δίπλα στη λίμνη Garda (Vittoriale degli Italiani, Ιούλιος του 2023). Αναζητώντας το μυστικό του ατσαλιού.
Τα αποσπάσματα: Από τις λιγοστές
ελληνικές μεταφράσεις. Το πρώτο από το διήγημα Οι Ειδωλολάτρες. Το δεύτερο από
την τραγωδία Η Νεκρή Πολιτεία. Το τρίτο από το μυθιστόρημα Η Ηδονή.
Το Φιούμε: Η σημερινή πόλη Ριέκα στην Κροατία.
Εφαρμοσμένη Πολιτική και Τέχνη: Ο Φασισμός του Μουσολίνι και ο Φουτουρισμός του Μαρινέτι σπάρθηκαν, ρίζωσαν και άνθισαν μέσα στο πνευματικό σύμπαν του Ντ’ Αννούντσιο.
Ηρωική Αριστοκρατία: WAR FLAG, Ιούλιος 2011. Φρουρά για την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Μας συγκινούν οι Ήρωες. Είμαστε άναρχοι και αντιδραστικοί. Αποδεχόμαστε μόνον τη φυσική Αριστοκρατία. Η εμπροσθοφυλακή του Υπερανθρώπου οφείλει να επιβάλλει την ιεραρχία των όντων στις πυραμίδες των διατάξεων, με διανοούμενους πολεμιστές που θα συνδυάζουν πνευματικότητα και ευγένεια, μιλιταρισμό και εστετισμό, αυτοκατάφαση και θέληση για κυριαρχία.