31/12/07

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Δεν είναι καν δωμάτιο. Μοιάζει περισσότερο με μεγάλη ντουλάπα. Άδυτο, απαραβίαστο και φυλασσόμενο. Ακριβώς απ’ έξω, δίπλα στην είσοδο, φρουρούν τρείς Αρχάγγελοι και μαζί τους, τέταρτος, ο Μέγας Αποστάτης με τις μαύρες φτερούγες. Ο ιεροφάντης το επισκέπτεται όταν υπάρχει ανάγκη. Ανεβαίνει τρία σκαλιά, λέει το σύνθημα στους αρχαγγέλους, ξεκλειδώνει την πόρτα πίσω από τις σιδερένιες σπείρες και βρίσκεται εκεί... μόνος στο προσωπικό του άβατο.


Στο εσωτερικό του δωματίου, περιμετρικά κι από το πάτωμα έως την οροφή, είναι εντοιχισμένη μιά ξύλινη βιβλιοθήκη. Ένα μικρό παράθυρο από υαλότουβλα διυλίζει το φως πριν αυτό φωτίσει τα εκθέματα. Όλα τα ράφια είναι γεμάτα. Τα εκθέματα είναι ψηφίδες από κάποιο χαμένο μωσαϊκό που  αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, ψηφίδα δίπλα σε ψηφίδα. Γεμάτα τα ράφια κι όμως αυτός πάντα βρίσκει χώρο για να τοποθετήσει νέα εκθέματα.

Εκεί, απομονωμένος ο μύστης, καθώς τακτοποιεί τελετουργικά τις ψηφίδες, κάποιον επικαλείται και συναντά. Ο αποδέκτης της επίκλησης δεν είναι άγνωστος θεός, δεν είναι καν γνωστός δαίμονας. Είναι μόνον ένα θλιμένο, μικρό αγόρι, που τον επισκέπτεται από το παρελθόν. Ένα μικρό αγόρι που κάποτε ξέφευγε από το χέρι των γονιών του γιά να καθίσει καταγής, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στις βιτρίνες των παιχνιδιών. Που ζήλευε την «μεγάλη παιχνιδομπουλντόζα», δώρο στον μικρό του αδελφό όταν αυτός κάποτε είχε αρρωστήσει. Που ζούσε φανταστικές μάχες με τα πολύτιμα στρατιωτάκια του ανάμεσα στα μικροαστικά έπιπλα. Που λυπόταν όταν τέλειωναν τα Χριστούγεννα, γιατί του έπαιρναν τα καλά του παιχνίδια και τα έκρυβαν μέχρι την επόμενη χρονιά - να μην του αποσπούν την προσοχή από τα μαθήματα.

Ο μύστης στο δωματιάκι, ανακαλεί και προστατεύει ότι πολυτιμότερο έχει: την παιδική ψυχή του.

Τα ράφια είναι γεμάτα παιχνίδια. Τσίγκινα, ξύλινα, πλαστικά, χάρτινα, υφασμάτινα, πορσελάνινα, κουρδιστά, μηχανικά, ηλεκτρικά, συνηθισμένα, σπάνια, περίεργα, ακατάλληλα, απρόβλεπτα, σύνθετα, απλά, εύθραυστα, φθηνά, ακριβά, παλαιά, καινούργια. Δεν έχει σημασία το είδος, το υλικό, η τιμή. Μόνον να είναι όμορφα και καλοφτιαγμένα και να αντιστοιχούν σε κομμάτια της προσωπικής του μυθολογίας. 
Τα παιχνίδια του λένε πολλά για εκείνον. Για την Ψυχανάλυση και την Ιστορία της Τέχνης, τον Πόλεμο και τηΜεταφυσική. Τα επιλέγει με προσοχή και τα εντάσσει σε μαγικές συνθέσεις. Πρόσφατα, βρήκε σε ξεχασμένα κιβώτια, ακόμη και κάποια από τα παιχνίδια που του έκρυβαν παλιά. Κι αργά ή γρήγορα, η πλήρης εικόνα θα συμπληρωθεί. Ένα μονάχα για πάντα θα του λείπει. 
Το αγαπημένο του υποβρύχιο, εκείνο που βυθιζόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, που το έχασε παίζοντας στη θάλασσα... πάνε 35 χρόνια τώρα...






Η εικόνα: Ο πρώτος φρουρός. Αρχάγγελος Μιχαήλ, του Christopher Moeller.
Το χαμένο υποβρύχιο: Γιαπωνέζικο, μεταλλικό παιχνίδι με μπαταρίες, δώρο αγαπημένου θείου, καπετάνιου.
Η ηθική των παιχνιδιών: Σύμφωνα με το κείμενο του Baudelaire.

Το μυστικό: Mη έχοντας μαζί του την ψυχή του, ο ιππότης είναι απρόσβλητος και ανάλγητος. Δεν γνωρίζει φόβο ούτε έλεος.

27/12/07

Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ SIGRUN

Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή.

Αίμα έτρεχε από τις πληγές μου, η ζωή έφευγε από μέσα μου κι όμως εγώ τη θαύμαζα. Θαύμαζα το ωχρό πρόσωπo, τα κορακίσια μαλλιά, τον αλαβάστρινο λαιμό. Σκυμμένη πάνω μου, με κοιτούσε σιωπηλά και μιά πρωτόγνωρη θλίψη με πλημμύριζε. Έρωτας κεραυνοβόλος, που πονούσε. Με φίλησε με φωτιά στο στόμα, μου δάγκωσε τα χείλη, έκαιγε... και την
αγάπησα.

Η αναπνοή μου έβγαινε κοφτά και προσπαθούσα να σηκωθώ. Αβάσταχτη κούραση με καθήλωνε. Ομίχλη στο μυαλό, παγωνιά στην ψυχή, πόνος στο κορμί. Έβρεχε ασταμάτητα. Μπροστά μαύρο δάσος και μαύρα βουνά, πίσω αγριεμένη θάλασσα και βραχώδης ακτή. Μόνος μου, κανένας άλλος, ασπίδα τσακισμένη, σπασμένο σπαθί.

Έσφιξα το μικρό σφυρί στο λαιμό μου και προσευχήθηκα στον κοκκινομάλλη Θεό.


Την είδα καλύτερα καθώς ανασηκώθηκε. Γυναίκα - Κύκνος με θώρακα, με τις φτερούγες στο κράνος. Κρατούσε δόρυ με ματωμένη αιχμή. Πισωπάτησε και μου έγνεψε γελώντας να την ακολουθήσω, να καβαλικέψω μαζί της το άγριο άλογό της.

Αίμα συνέχιζε να τρέχει από τις πληγές μου κι εγώ την ποθούσα. Όσο περισσότερο αίμα τόσο μεγαλύτερος πόθος. Πόθος γιά τη γυναίκα... και μιά παράξενη υπόσχεση στα μάτια της... υπόσχεση χαράς μάχης αιώνιας στον ουρανό ...
Σύρθηκα να την πλησιάσω, να απαντήσω στο κάλεσμα.

Και τότε, άστραψε κάτι μέσα στα σύννεφα, σάλπισε απόμακρο κέρας.
Η αγαπημένη, με κοίταξε με απελπισμένα μάτια κι έπειτα κάλπασε μακριά, πάνω από τα κύματα.


Από τότε μεγάλη αγωνία με βασανίζει. Σκοτεινή υποψία με κατατρέχει... πως βιάστηκε να με κερδίσει. Πώς το αίμα που γυάλιζε στο δόρυ της ήταν δικό μου αίμα.

Το πρόσωπο της με στοιχειώνει. Εκείνο το ωχρό πρόσωπο, τα κορακίσια μαλλιά, ο αλαβάστρινος λαιμός. Φοβάμαι μήπως δεν την ξαναδώ. Φοβάμαι μήπως δεν άξιζα, μήπως πεθάνω απόλεμος, γέρος και μαλθακός σε μαλακό κρεβάτι.

Γιατί τότε δίκαια, οι 540 θύρες της Μεγάλης Σάλας θα μείνουν κλειστές γιά μένα. Και ποτέ δίπλα στον μονόφθαλμο Πατέρα δεν θα λάβω μέρος στην τελική μεγάλη μάχη...

Αγία Βαλκυρία μου ... μη με ξεχνάς καθώς καλπάζεις ...



SIGRUN HOGNADOTTIR: Μία από τις επώνυμες Βαλκυρίες. Αναφέρεται στο δεύτερο μέρος της ιστορίας των Βόλσουνγκ.
Οι Ρούνοι : ΓΟΥΙΝ της χαράς , ΘΟΡΝ του αγκαθιού, ΣΙΓΚΕΛ του Ήλιου.

Ο Πίνακας : Wildride του Frank Frazetta.
Τι κρίμα ! : που δεν πιστεύω στις ερμηνείες των ρουνικών διατάξεων.
Το 12o κείμενο: Πρόλαβα ... ένα γιά κάθε μήνα.

Το νόημα : Beauty without the beloved is like a sword through the heart (ROSSETTI)

23/12/07

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ MANFRED

Ο θάνατος μας καθορίζει. Αυτός είναι το μόνο αναπόφευκτο στον κόσμο των θνητών και το τέλος των ψευδαισθήσεων. Όμως... αν δεν μπορούμε να νικήσουμε την εντροπία... ας πέσουμε τουλάχιστον πολεμώντας αμετανόητοι!

Old man ! ‘tis not so difficult to die.

Ο Υπεράνθρωπος του Φρήντριχ Νίτσε οφείλει πολλά στον Υπεράνθρωπο του Μπάϊρον. Ο φιλόσοφος που ήταν θαυμαστής του ποιητή, είχε εντυπωσιαστεί από τον εισαγωγικό μονόλογο του Μάνφρεντ, εκεί που αποκαλύπτει πως το Δένδρο της Ζωής δεν είναι το Δένδρο της Γνώσης και η θλίψη είναι γνώση... και η βαθύτερη γνώση είναι μόνον βαθύτερη θλίψη.
Ποιός είναι όμως ο Βυρωνικός Ήρωας ;
Ο Βυρωνικός ήρωας δεν είναι εκπρόσωπος γενικά του ανθρώπινου γένους, είναι εκδήλωση παρεκτροπής... σύμβολο της δυνατότητας των καλύτερων να ρυθμίζουν μόνοι τους τις αστοχίες τους, ένα επόμενο στάδιο στην εξέλιξη. Ανώτερος από τους κοινούς ανθρώπους και στα πάθη και στις δυνάμεις, μυστηριώδης και ζοφερός, αδιάφορος και αυτάρκης, απολιτικός και επαναστάτης, τηρώντας δικό του κώδικα αξιών, διατηρώντας την ανάμνηση ανείπωτης ενοχής, περιφρονώντας φυσικά και υπερφυσικά εμπόδια. Ερωτικός και μάχιμος, γνώστης και θλιμένος.

Θλίψη και γνώση... Ο Μάνφρεντ είναι ο πιό Φαουστικός ήρωας του Μπάϊρον. Ο ποιητής είχε όντως επηρεαστεί από τον πρώτο Φάουστ του Γκαίτε και είναι άξιο προσοχής ότι και ο Γκαίτε αργότερα, θα είναι υπό την επήρεια του Βυρωνικού ήρωα, όταν θα γράφει τον δεύτερο Φάουστ. Ο Μάνφρεντ δεν είναι όμως Φάουστ, απλά διδάχτηκε απ΄αυτόν τι πρέπει ν’ αποφεύγει...


Στο κάστρο του, στις υψηλότερες Άλπεις ο Μάνφρεντ καλεί τα επτά πνεύματα και τους ζητάει να... ξεχάσει. Στην πραγματικότητα θέλει ελευθερία, που σημαίνει λησμονιά από μεγάλη προδοσία. «Πρόδωσε» αυτήν την ίδια τη Θεά του έρωτα, την Αστάρτη. Μετά από αποτυχημένη προσπάθεια να αυτοκτονήσει ψηλά στα βράχια και αρνούμενος έπειτα να υπακούσει στη μάγισσα των Άλπεων, συνεχίζει αναζητώντας απαντήσεις και συναντά τον ίδιο τον Αριμάν στην αίθουσα του θρόνου του. Αργότερα, ένας Ηγούμενος τον επισκέπτεται στον πύργο του και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του. Δεν υπάρχει όμως λύτρωση ούτε κάθαρση, παρά μόνον αλαζονεία και ανταρσία, πίκρα και θυμός, ευγένεια και κατάρα, ανωτερότητα και θάνατος.
Προσέξτε τη στάση του Μάνφρεντ προς τον άρχοντα των δαιμόνων Αριμάν, όταν οι δαίμονες του ζητούν να γονατίσει:
« Πείτε σ’ αυτόν να υποκλιθεί εις τον ανώτερό του,
εις το υπέρτατο Άπειρο, εις τον Δημιουργό του
.. »
Συγκρίνετε τη στάση του προς τον ιερωμένο, όταν αυτός του ζητά να μετανοήσει:
«Οτι κι αν είμαι ή ήμουνα το ζήτημα είναι τέτοιο
ανάμεσα στον ουρανό και στον εαυτό μου μόνο.
Δεν επιλέγω έναν θνητό γιά μεσολαβητή μου.
»

Μόνον τον Ήλιο αποχαιρετά με σεβασμό ο Μάνφρεντ, για τελευταία φορά πριν δύσει...
« Ένδοξη Σφαίρα! ίνδαλμα της αρχεγόνου πλάσης
και της φυλής της σφριγηλής των άνοσων ανθρώπων
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σφαίρα πανενδοξότατη! που ήσουνα λατρεία,
προτού γνωσθεί το μυστικό σου μεσ’ στη δημιουργία!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γειά σου, λοιπόν, σε χαιρετώ! δεν θα ξαναντικρύσω
το φως σου το εσπερινό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εφυγε. Τον ακολουθώ.
»
 
Έτσι φτάνει η ώρα της αλήθειας και η τελευταία μάχη. Τον διεκδικούν και το Κακό και το Καλό, μα κανείς δεν πρόκειται να τον έχει. Στον μαύρο προσωπικό του δαίμονα υπενθυμίζει πως η ισχύς του δεν αγοράστηκε με συμβόλαιο ανταλλαγής ψυχής αλλά με υψηλή επιστήμη:
«Μακριά μου! όπως έζησα μονάχος θα πεθάνω.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Όσο έχω γήινη πνοή θα σας περιφρονάω -
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο νούς του ανθρώπου ο αθάνατος πάντοτε πιλογιέται
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
είναι η πηγή κάθε δεινού κι έχει δικό του τέλος,
ένας χωρόχρονος σωστός είναι στον εαυτό του.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Του εαυτού μου χαλαστής, ένα δικό μου επέκεινα
θα γίνω – τώρα πίσω! πίσω χαμένοι δαίμονες!
Του θανάτου το χέρι είν’ πάνω μου – αλλ’ όχι το δικό σας!
»
Από την άλλη πλευρά, ο αββάς περιμένει μιά προσευχή για συγχώρεση, κι όμως :
Manfred: Old man ! ‘tis not so difficult to die.
(Ο ΜΑΝΦΡΕΝΤ πεθαίνει)

Δεν είναι τόσο δύσκολο το πράγμα να πεθαίνεις...
Αυτά τα τελευταία λόγια της υπεράνθρωπης αυτοεπιβεβαίωσης, επισφραγίζουν την Απόλυτη Αντίσταση Εναντίον Όλων.



Ο Μπάϊρον ταυτιζόταν με τους ήρωές του. Ζούσε την ποίησή του. Ιδιαίτερα ωραίος άνδρας κι όμως εκ γενετής κουτσός. Εξαίρετος πυγμάχος και ξιφομάχος, ιππέας και κολυμβητής. Εραστής αμέτρητων γυναικών και κάποιες φορές εραστής ανδρών, ένοχος εραστής ακόμη και της ετεροθαλούς αδελφής του. Κυνηγός και κυνηγημένος, εξερευνητής του απαγορευμένου και αυτοκαταστροφικός, ποιητής, αμαρτωλός κι επαναστάτης.
Τι ποιό φυσικό ο Ποιητής να επιλέγει να πεθάνει σαν Στρατιώτης, στην ερειπωμένη χώρα των αθανάτων:
« Ζήτα – λιγότερο ζητήθη απ’ ότι ευρέθη –
τάφο στρατιώτη: το καλύτερο γιά σέ !
Κοίταξ’ έπειτα γύρω σου και διάλεξε τον τόπο
και βρές αναπαμό
»

Τη βραδιά που το πύρινο πνεύμα του Μπάϊρον έφυγε γιά τον Ήλιο, μιά φοβερή καταιγίδα με αέρα και βροχή μαινόταν πάνω από το Μεσολόγγι. Επειδή ήταν μαύρη νύχτα, ο Θεός φώτιζε με απανωτούς κεραυνούς και αστραπές το σκοτάδι. Σήμαινε έτσι το θάνατο του ήρωα και του έδειχνε το δρόμο.

« Δεν ήρθες με του τραγουδιού σου τον ωραίο θυμό
ήρθες την ίδια σου ζωή στης ιερής θυσίας
να φέρεις το βωμό,
κι αν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσίας
»

Στις 20 Απριλίου, ανατολή του Ήλιου, τριανταεφτά κανονιοβολισμοί για να συνοδεύουν τον Byron και τον Manfred. Να συνοδεύουν το ανυπόταχτο πνεύμα του στο δρόμο προς τον Ανίκητο Ήλιο, προς την πύρινη καρδιά του Θεού, εκεί που αναδημιουργείται η ζωή πέρα από το καλό και το κακό.
Παντοτινό μας πρότυπο, πάντα να μας φωτίζεις...!
 
 

MANFRED: Το πρώτο δραματικό ποίημα του Μπάϊρον (1816-17).
Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα του ΜΑΝΦΡΕΝΤ: Απόδοση του Αθ. Οικονόμου.
Τα τελευταία λόγια: Ο εκδότης τα είχε παραλείψει στην πρώτη έκδοση του έργου, προκαλώντας τον θυμό του Μπάϊρον.
Τετράστιχη στροφή 1η: Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος που έγραψε ο Μπάϊρον την ημέρα που συμπλήρωσε τα 36 (στις 22/01/1824) στο Μεσολόγγι. Απόδοση του Δ. Σταύρου.
Τετράστιχη στροφή 2η: Επίγραμμα του Κωστή Παλαμά.
Στις 20 Απριλίου: 19Απριλίου 1824 το βράδι, ο θάνατος του Μπάϊρον.
Η φωτογραφία: Προσκύνημα στο Μεσολόγγι.
Οι πίνακες: Oak Tree in Snow (1829), Dolmen in the Snow (1807) είναι του γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich.
Η αλήθεια για τη γνώση: Την αποκαλύπτει η πρώτη Μοίρα ...
«
Δεν είναι η γνώση χαρμονή κι όλη η επιστήμη
δεν είναι παρ' αντάλλαγμα της άγνοιας γιά εκείνο,
που άλλο είδος άγνοιας κομίζει στον που ξέρει
. »

17/12/07

INITIATION 2

Με άλικο κρασί τον πότιζε, βαρύ από κανέλλα και γαρύφαλλα και φίλτρα μαγικά για να ξεχάσει. Γιά σύμβολα περίεργα του μίλαγε. Γιά σπείρες κι άστρα και γιά τη χώρα του Ποτέ, εκεί που βασιλεύουν οι νεράιδες.
Τον Ήλιο...το Φεγγάρι...του έδειχνε σε σχέδια περίτεχνα, θολά στα κουρασμένα μάτια. Μισόκλεινε τα βλέφαρα, έγερνε το κεφάλι, να θυμηθεί κάτι που έπρεπε κι όμως δεν το θυμόταν. Κι αυτή, θλιμένη δίπλα του, μ' αγριεμένα μάτια, όλο την κούπα πρόσφερε με το άλικο κρασί.
Έπινε και ζαλιζόταν, ξέχναγε και χανόταν. Κεριά έκαιγαν στην ομίχλη και βαριές κουρτίνες χώριζαν το φως απ’τα φαντάσματα. Και κουδουνίζαν τα βραχιόλια της... τα λεπτά τα χέρια της νοήματα του έκαναν...το διάφανο κορμί της υποσχόταν ηδονή.


Κι εκείνος δάκρυζε και πάσχιζε να θυμηθεί, να καταλάβει τι συμβαίνει. Άκουγε αγγέλους μυστικά να τον καλούν και τη φωνή της σιγανά να τραγουδάει.
Δάκρυζε δίχως να ξέρει το γιατί ... έκλαιγε γιά χαμένα ιδανικά στα όνειρά του. Κι εκείνη τον βασάνιζε γλυκά με τη ματιά κι έγλειφε την αρμύρα από τα μάγουλά του. Ηλιοβασίλεμα στη λογική του, έμενε μόνον η καρδιά του...

Κι εκείνη έσκυβε και τον ρώταγε να πει τα μυστικά του. Ποιός ήταν, γιατί έκλαιγε γιατί ήταν μαύρη η αρματωσιά του. Έγλειφε τα δάκρυα πίνοντας την ψυχή του...και προσπαθούσε πονηρά ν’απομακρύνει το σπαθί του.
Κι αυτός συνέχιζε να κλαίει... γιατί αμυδρά θυμόταν τη γενιά του. Τους ωχρούς συντρόφους που χάθηκαν στο χρόνο, τις στοιχειωμένες μάχες, την ασπίδα που κρεμόταν στη γέρικη βελανιδιά, το κρυμμένο για πάντα δισκοπότηρο...

Και ο Ηλιος ανέτελλε και έδυε και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη, κι αυτός έμενε εκεί μιά σκουριασμένη πανοπλία ανάμεσα στους κισσούς, χωρίς μαντήλι στη λόγχη του, χωρίς έρωτα, χωρίς ούτε καν θάνατο...
Γιατί Αυτή... ήταν η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο και δυστυχώς γι’ αυτόν, η έμπνευσή του...


Σημείωση πρώτη: Το κείμενο είναι η άποψή μου - του Ιππότη - στο έξοχο κείμενο «Initiation» (12/12/07) της isis unveiled που...νομίζω πως το έγραψε εξαιτίας μου. Ακόμη κι αν δεν το έγραψε γιά μένα, πάντως την ευχαριστώ γιά την έμπνευση που μου έδωσε. Aν το επιτρέψει θα το αναδημοσιεύσω στην Πολεμική Σημαία...αν όχι διαβάστε το εκεί.
Σημείωση δεύτερη: ''Η Ωραία Κυρία δίχως Οίκτο'' (LA BELLE DAME SANS MERCI) είναι ένα υπέροχο ποίημα (1820) του Τζων Κητς που αποτελεί μόνιμη έμπνευση γιά όλους και στο οποίο θα επανέλθουμε στο μέλλον.
Σημείωση τρίτη: Ο πίνακας (1893) είναι ομώνυμο έργο του J. W. Waterhouse, εμπνευσμένο από το ποίημα του Keats.

Ιnitiation

της isisveiled (12/12/2007)

Σε τάσι ασημένιο σκαλιστό, όλη την νύχτα του δινε να πιει κρασί άλικο με κανέλλα και γαρύφαλλα. Κι αν πρόσεχες καλύτερα, θα έβλεπες και τα σκαλιστά εκείνα σύμβολα που έλεγαν για τις σπείρες και τα άστρα, για συμπτώσεις νοήμονες, για Ανατολή και Δύση, για Λυκόφως… Μα εκείνος στην δεύτερη γουλιά δεν μπορούσε να διακρίνει παρά τα περιγράμματα. Τις βαριές κουρτίνες να κρέμονται, και κέρινες στήλες να καίνε στο δωμάτιο, την όψη της λυγερή να σκύβει πάνω του. Μόνο τα χέρια της έβλεπε καθαρά ακόμα, καθώς πλησίαζαν με το τάσι γεμάτο το αρωματικό ποτό. Λευκά και λεπτά δάχτυλα, και βραχιόλια πολλά που συνόδευαν το ευχάριστο κουδούνισμα του μυαλού του με τον ήχο τους, καθώς ανασήκωνε το χέρι της.

Κι άκουγε πουλιά περίεργα μέσα στο δωμάτιο να κελαηδούν, κάτι να λένε, κι άλλοτε να κλαίνε μαγεμένα από την ίδια τους την φωνή. Δάκρυζε κι αυτός, κι εκείνη έσκυβε και έγλειφε την αλμύρα απ’ τα δάκρυα, αλλά άφηνε τις σταγόνες να κυλήσουν. Γιατί μέχρι να φτάσουν στο στόμα του είχαν γίνει γλυκά και μυρωδάτα. Σαν άνθη βιολέτας και μόσχος, σαν ηλιαχτίδες που λύγιζαν το ηλιοβασίλεμα στο βυσσινί του ουρανού.

Κι όλο τον ρώταγε χωρίς να μπορεί αυτός ν’ αποκριθεί πόσο καιρό κλαις?. Κάτι πήγαινε να ψελλίσει πως μα μόλις τώρα.. κι ύστερα θυμόταν πως πάνε κιόλας χρόνια που κλαίει και η αρματωσιά είχε αρχίσει να σκουριάζει απ’ τα δάκρυα. Κι έτσι δεν της απαντούσε… Μόνο έτρεχαν κι άλλο τα δάκρυα του στα μάγουλα και το στόμα του, στο χέρι της, στα μαλλιά της που όσο μούσκευαν γίνονταν μαύρα της νύχτας…

Μέχρι να πάψει να θυμάται του δινε να πιει. Κι όταν ήρθε η ώρα, και ο ήλιος ξαναβγήκε πανώριος, τον έντυσε μια νέα λαμπερή πανοπλία, έδεσε στην λόγχη του το μαντήλι της και του ψιθύρισε έρωτας, όπως θάνατος, και τον έστειλε στην μάχη.

14/12/07

TO ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΑΛΟΓΟ

Όταν το είδα πρώτη φορά - πάνε χρόνια τώρα - αισθάνθηκα πως είχα συναντήσει σε μέταλλο χυμένη, την ίδια την ιδέα της αυτοκίνησης. Το περιεργάστηκα, θαύμασα τις γραμμές του και σκέφτηκα: να μια μηχανή που ενώνει το μέλλον με το παρελθόν, τα μεγαλοφυή σχέδια του Leonardo da Vinci με την απόκοσμη αισθητική της φουτουριστικής Μητρόπολης του Fritz Lang.


Από τότε, το σιδερένιο άλογο έγινε για μένα ότι ο Πήγασος γιά τον Βελλεροφόντη.
Αυτό καβαλικεύω όταν κυνηγώ την δική μου Χίμαιρα, όταν πολεμώ τις δικές μου αμαζόνες, όταν λησμονώ τη θνητή μου φύση και προσπαθώ να φτάσω στον Όλυμπο.
Τρέχω μαζί του στις λεωφόρους των ονείρων, παίρνω μέρος σε φανταστικά πρωταθλήματα, κονταροχτυπιέμαι σαν άλλος κυρίαρχος Rosemeyer με τα «ασημένια βέλη». Δακρύζω από την πίεση του αέρα, αλλάζω ταχύτητες μανιασμένα, δαγκώνω το τιμόνι και τρέχω να ξεφύγω από τους διώκτες της γκρίζας πραγματικότητας. Γίνομαι ένα μαζί του, μιά ατσαλένια σφαίρα, που πετώντας πάει να σπάσει τα σύνορα του κόσμου.

Οδηγώ προς τον Ήλιο, να γλυτώσω, να επιστρέψω στον πατέρα. Ας με ελεήσει η μεγάλη και σκοτεινή Θεά . . .
Ο δρόμος χάνεται χωρίς στροφές μέσα στα σύννεφα, προσπερνώ πολύχρωμους ουρανούς, ακούω το κέρας του Χέιμνταλ και ξαφνικά βλέπω σε οράματα τις πύλες της Βαλχάλλα.

Το σιδερένιο άλογο ποτέ δεν θα το αποκτήσω. . .
Φρόντισα όμως στον κόσμο των θνητών να έχω δίπλα στο γραφείο μου το πιό πιστό του αντίγραφο και αν μη τι άλλο, να οδηγώ τον μακρινό του απόγονο.
Δεν σας κρύβω επίσης πως πολλές φορές φοβάμαι.
Φοβάμαι μήπως κι εμένα απότομα, σαν τον Βελλεροφόντη, κάποια μέρα οι Θεοί με γκρεμίσουν από το σιδερένιο άλογο και καταλήξω μοναχός να τριγυρνώ με σαλεμένα φρένα.


Σιδερένιο Άλογο: Αγωνιστικό μονοθέσιο ΑUTO UNION Type-C. Σχεδιάστηκε από τον Ferdinand Porsche. Μηχανή τοποθετημένη πίσω από τον οδηγό. Τελική ταχύτητα 340 km/h, 16-cylinder-V-engine, 520 hp. Κυριάρχησε στους αγώνες Grand Prix 1936-1937.
Rosemeyer Bernd: Πρωταθλητής Ευρώπης 1936 με Auto union type-C. Σκοτώθηκε στις αρχές του 1938 προσπαθώντας να σπάσει το όριο ταχύτητας.
Ασημένια βέλη : Aντίπαλα αγωνιστικά μονοθέσια Mercedes - Benz της εποχής.
Πιστό αντίγραφο: Mοντέλο CMC σε κλίμακα 1:18 αποτελούμενο από 1026 κομμάτια.
Η μουσική υπόκρουση : Eπικό Heavy Metal.

5/12/07

ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ

Οι θεοί των Ελλήνων έχουν ανθρώπινη μορφή και ανθρώπινα πάθη. Εποπτεύουν τον ανθρωποκεντρικό κόσμο που δημιούργησαν οι Έλληνες. Πάνω στην ελληνική πίστη γιά τις δυνατότητες του ανθρώπου ως ανώτερο είδος, θεμελιώθηκε ο δυτικός πολιτισμός.

Μέτρο όλων των πραγμάτων, ο Άνθρωπος. Ποιός όμως άνθρωπος ;
Γνώρισα την αρχέτυπη σύλληψη του ανθρώπου όταν αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου.
Αντίθετα από τα άλλα καταπληκτικά αγάλματα της ίδιας εποχής – τον Απόλλωνα του Kassel, τον Απόλλωνα του δυτικού αετώματος του ναού του Διός της Ολυμπίας, τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου – ο Δορυφόρος πάντα μου έδινε την εντύπωση πως παρίστανε άνθρωπο και όχι Θεό. Άνθρωπο όμως, που μπορούσε να κοιτάζει τους Θεούς στα μάτια σαν ισόθεος, μετέχοντας στην ολύμπια γαλήνη αν και δέσμιος στον ατελή κόσμο. Ο Δορυφόρος εκπέμπει την ισορροπία του Λόγου, το ιδεώδες του συνδυασμού σωματικών, ηθικών και πνευματικών δυνατοτήτων.
Ο Δορυφόρος είναι ίνδαλμα. Είναι ωραίος νέος σε «ηρωϊκή γυμνότητα», πολίτης, πολεμιστής, ελεύθερος άνδρας σε χαλαρή στάση ετοιμότητας προς δράση.
Ο Δορυφόρος είναι υπεράνθρωπος ήρωας του αέναου πολέμου ενάντια στην εντροπία του σύμπαντος.

Οι αναλογίες είναι υποδειγματικές, οι αντίρροπες δυνάμεις εξισορροπούνται, η συμμετρία του προέρχεται από ένα ευρύτερο πλαίσιο πίστης στους γενικούς νόμους της συμμετρίας. Ο ίδιος ο γλύπτης ονόμαζε τον Δορυφόρο «Κανών» γιατί τον θεωρούσε απόλυτο πρότυπο της ανδρικής μορφής.





Οι άνθρωποι κρίνονται από τα πρότυπά τους.
Σήμερα ζούμε σε ένα προβληματικό κόσμο, αποτέλεσμα της αποτυχημένης διεύρυνσης της δημοκρατίας των Ελλήνων. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας και η εναλλαγή των πολιτευμάτων κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού, οδήγησε στην τελική γελοιοποίηση της Πολιτικής Δημοκρατίας. Το αρχικό πολίτευμα ήταν φτιαγμένο (από και) γιά ελεύθερους ενήλικες άρρενες, συνηθισμένους σε συνθήκες υψηλής φυσικής, νοητικής, αισθητικής και ηθικής έντασης. Δεν ήταν διακυβέρνηση πλειοψηφίας που την διαμορφώνουν μέτοικοι, δούλοι και γυναίκες.


Όμως ποιοί είναι αυτοί οι «μέτοικοι-δούλοι-γυναίκες» στο σημερινό κόσμο; Γιατί άραγε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης διδάσκει στα Πολιτικά του πως «είναι φανερό ότι μερικοί άνθρωποι είναι από τη φύση τους ελεύθεροι και άλλοι δούλοι και ότι γιά τους τελευταίους η δουλεία είναι πρόσφορη και σωστή » ;
Οι αληθινοί πολίτες χάθηκαν πιά μέσα στους αριθμούς και την οχλοκρατία και δεν θα τους ξαναδούμε. Γιατί γιά να επιστρέψουν θα χρειαζόταν μιά νέα ανθρωπότητα, επανίδρυση της παιδείας και επαναπροσδιορισμός των βασικών κανόνων της κοινωνίας.
Περπατώ στη πόλη, δουλεύω, συζητώ, παρατηρώ γύρω μου τους σύγχρονους κατοίκους της χώρας, της Ευρώπης, του πλανήτη. Σκέπτομαι τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου και ντρέπομαι γιά την ανθρώπινη κατάντια.


Δεν εξαιρώ βεβαίως τον εαυτό μου. Στην καθημερινή μου ζωή είμαι δέσμιος της ανάγκης και των περιστάσεων. Ζω σε λάθος αιώνα, σε λάθος κοινωνία, σε λάθος κορμί. Δεν χαίρομαι, δεν χάνω όμως την ελπίδα. Οχι, όσο μπορώ φυσικά να αγγίζω τα αρχαία μάρμαρα και διανοητικά να συμμετέχω στις μάχες στα κλασικά αετώματα.


Ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου: Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο του χαμένου χάλκινου πρωτοτύπου του 440 π.Χ.

25/11/07

ΜΑΥΡΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΣΣΑ, ΚΑΧΕΚΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ

Οι ιππότες δεν είναι όλοι σιδερόφρακτοι, δεν είναι πάντα ιδανικοί κι ετοιμοπόλεμοι.
Οι πριγκίπισσες δεν είναι πάντα νέες και αθώες, δεν είναι όλες ανυπεράσπιστες.
Οι δράκοι δεν είναι όλοι μοχθηροί και ξενόφερτοι, συχνά ενεδρεύουν μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο.
Εμείς, λάτρεις του ηλιακού φωτός και της κλασικής πατρίδας, είμαστε επίσης θαυμαστές του ρομαντικού πνεύματος και κάποιες φορές αναπόφευκτα μελαγχολικοί.
Ο καχεκτικός ιππότης και η μαύρη αυτοκρατόρισσα, που συνομιλούν πιό κάτω είναι προσωπικότητες άξιες θαυμασμού. Εγώ, παρεμβαίνω στο διάλογο και στις σκέψεις τους με θράσος, αλλά με καλό σκοπό.
Επιβεβαιώνω τα λόγια αυτής της εξαιρετικής γυναίκας: «.....η ομορφιά είναι η αιτία και ο σκοπός του Σύμπαντος ».



























Καχεκτικός Ιππότης: …βρισκόμουν μπρος σε μιάν εμφάνιση από τις πιό ιδανικές και τις πιο τραγικές της ανθρωπότητος.
Μαύρη Αυτοκρατόρισσα: ... Όταν οι Ελληνες μιλούν ελληνικά είναι σα μουσική.
Sun Knight: Είναι η πρώτη τους συνάντηση, Μάϊος του 1891 στη Βιέννη. Ο έλληνας είναι ακόμη «ιπποκόμος», 24 χρονών και καμπούρης. Η πριγκίπισσά του είναι 30 χρόνια μεγαλύτερή του. Στο πρόσωπό της έχει βρεί ΕΚΕΙΝΗ, έτσι την αποκαλεί, την δική του Βεατρίκη, την ενσάρκωση της Ιδέας.
Κ Ιπ: Κυττάξτε αυτό το θεόρατο γηραλέο δέντρο με τους γυμνούς μαύρους κλώνους....
Μ Αυτ: Ο πόνος του είναι πιό βαθύς από την τρικυμία. Μοιάζει σαν το Βασιλέα Λήρ. Και κεραυνός να πέση τώρα να το κάψη, πάλι θά‘χη νικήσει το θάνατο.
Sun Knight: Ο βασιλιάς Ληρ τραβάει τ’ άσπρα του μαλλιά μέσα στην καταιγίδα. Ζητάει από τον κεραυνό να συντρίψει τις μήτρες της φύσης, αυτές που γεννούν αχάριστους ανθρώπους. Η μαύρη αυτοκρατόρισσα χαίρεται μέσα στη θύελα, αισθάνεται κοντά στην αληθινή φύση των πραγμάτων.
Κ Ιπ: Η θωριά της Αυτοκρατείρας, όταν τη χτενίζανε σήμερα, μ’ έκανε να συλλογισθώ έξαφνα την Ελίζαμπετ Σίδδαλ, «the beloved» - την «αγαπημένη» εκείνη του Ροσσέτη και την αλησμόνητη......Γιά μιά στιγμή ανασήκωσ’ένα κύμα των μαλλιών της στο ένα χέρι, κρατώντας στ’άλλο έναν ασημένιο καθρέφτη του χεριού.....‘Ετσι ήτον αληθινά η ζωγραφιά του Ροσσέττη «Τ’όμορφο χέρι»......Και τώρα ξέρω, ότι είναι στ’ αλήθεια η ίδια η Ελίζαμπετ Σίδδαλ, η ίδια υπερκόσμια μορφή.....
Κ Ιπ: Σήμερα στον περίπατο μιλήσαμε γιά το Δάντη Γαβριήλ Ροσσέττη και γιά τον Burne Jones.
Μ Αυτ: Είναι ψυχές από άλλους καιρούς, που ξανάρθανε στη γη να συνεχίσουν τα όνειρα των πρωτυτερινών ανθρώπων και να μαντέψουν τα όνειρα των υστερνών.....
Sun Knight: Ο μαγεμένος ιππότης συγχέει πίνακες και γυναίκες που ποζάρουν: La Bella Mano και Lady Lilith, Elizabeth Siddal και Alexa Wilding.
H Elizabeth Siddal ήταν όντως η πρώτη «αγαπημένη» του Ροσσέττη. Πέθανε νέα, ζεί όμως πάντα μέσα στους ζωγραφισμένους θρύλους των Προραφαηλιτών, ζεί ακόμη κι όταν υποκρίνεται την πνιγμένη Οφηλία του Millais. Οταν ο Dante Gabriel Rοssetti την πρωτοσυνάντησε, δήλωσε πως όρισε το πεπρωμένο του, την έκανε μούσα του και την παντρεύτηκε. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε ούτε να κοιμάται και με άλλες γυναίκες, ούτε να εμπνέεται κι από άλλες μούσες. Jane Morris, Fanny Cornforth, Alexa Wilding, Maria Spartali (ελληνίδα), πέρασαν όλες από τον καμβά και τον χρωστήρα του.


Κ Ιπ: Και φαίνεται απ’ εδώ το Νεκρονήσι του Bocklin, το δεμάτι εκείνο ολόϊσα κυπαρίσσια πού σφίγγουνε στην αγκαλιά τους το άσπρο σπίτι των ψυχών, επάνω στον καθρέφτη των νερών.
Μ Αυτ: Είναι ένας περαματάρης εκεί που μοιάζει ίδιος ο Χάρων. Μες τη βάρκα του με τα κουπιά με περνά στο νησί σα μιά ψυχή θλιμμένη και νοσταλγική.
Sun Knight: Βασιλεύει εκεί η Περσεφόνη κι έχει γιά σκήπτρο της το μυστικό ρόϊδι. Είναι θλιμένη γιατί πρέπει να μοιράζεται ανάμεσα στους δύο κόσμους, ανάμεσα στη Λευκή Θεά και τον Μαύρο Αυτοκράτορα. Το κόκκινο των χειλιών της είναι ίδιο με το κόκκινο των σπόρων του ροϊδιού. Φαίνεται καθαρά στην εξιδανικευμένη Jane Morris, στον διασημότερο πίνακα των Προραφαηλιτών.



Μ Αυτ: Εδώ πάνω φαντάζομαι στου φεγγαριού τη γλάρα τις νύμφες και τις ξωθιές ν’ ανεβαίνουν από τα χαμηλώματα και από τα δάσινα τα βάθη και να στήνουν τον αέρινο χορό τους.
Κ Ιπ: Η Αυτοκράτειρα πήγαινε κ’ερχότανε στο περιστύλιο, πίσω απ’ τις κολώνες και τις Μούσες που αχνοφέγγριζαν και ήτον η ενσάρκωσις αυτής της μεταφυσικής σχεδόν ωραιότητος που εδώ φανερωνότανε στην επιφάνεια της ζωής.
Sun Knight: Το αγαπημένο της έργο του Σαίξπηρ είναι το «Όνειρο μιάς καλοκαιριάτικης νυχτιάς». Στη νεότητά της θα μπορούσε να είναι η νεραϊδοβασίλισσα Τιτάνια. Όχι πιά. Ο συνοδός της σίγουρα δεν είναι ο Όμπερον (λόγω εμφάνισης). Δεν είναι ούτε ο Πούκ (λόγω χαρακτήρα).
Μ Αυτ: Είμαι πάντα εδώ προτού να βγη ο ήλιος γιά να βλέπω πως ξυπνούν οι κήποι. Ποτέ πιά να μην ξανάρθετε εδώ αυτήν την ώρα ! Είναι η μόνη στιγμή που είμαι ολότελα μονάχη.
Κ Ιπ: .... μου φάνηκε πως είδα με τα μάτια μου το παραμύθι της Μελουζίνας......

Sun Knight: Το μεσαιωνικό ρομάντζο της Μελουζίνας και του Ρεμονδίνου, του ευγενικού ιππότη και της ξανθιάς νεράιδας με την ασημογάλαζη ουρά. Η δρακονεράϊδα παραμένει κοντά στον αγαπημένο της όσο δεν αποκαλύπτεται η αληθινή της φύση. Στο ιπποτικό μυθιστόρημα, φεύγοντας προδομένη, πετά σαν δράκαινα τρείς φορές γύρω από τον πύργο των Λουζινιάν βγάζοντας πονεμένες κραυγές.
Είναι μήπως η γερασμένη πριγκίπισσα μακρυνή απόγονος της Μελουζίνας; Μήπως μετά από μεγάλο πόνο ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά της και να επιστρέψει κι εκείνη στο Άβαλον; Ο υπερφυσικός κόσμος και ο κόσμος των θνητών συνδέονται όμως εξαιτίας της ομορφιάς, όχι εξαιτίας του πόνου.
Κ Ιπ: Η σελήνη είχε προβάλει: ο δίσκος που σκότωσε τον Υάκινθο ανέβαινε αργοκυλώντας πίσω απ’ τα μαύρα τα βουνά. Λεκέδες από μελανιασμένο αίμα ξανοίγονταν επάνω στη φεγγερή γυαλάδα του...Τι νύχτα εξαίσια, όλο διαφάνειες ενός κόσμου φανταστικού και κρυσταλλένιου!
Μ Αυτ: Το λοιπόν κ’ εσάς σας φαίνεται πως η γη είναι κιόλας πεθαμένη και πως εμείς είμαστε τα τελευταία ανθρώπινα πλάσματα μέσα σε μιάν ερημιά από γυαλί και πως κυττάζομε με μάτια από γυαλί τους κήπους της σελήνης που κι αυτή έχει πεθάνει πρώτη.
Sun Knight: Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που το ύφος των απομνημονευμάτων γίνεται υπερβολικά γλυκερό και πνίγεται από την ίδια του την λογοτεχνική κατάχρηση. Το παραπάνω δεν είναι από αυτά. Τα μαύρα βουνά και οι κήποι της σελήνης, η νεκρή γη και η γυάλινη ερημιά με στοιχειώνουν μέχρι σήμερα με την υπερκόσμια απαισιοδοξία τους.
Μ Αυτ: Ολα εδώ είναι τόσο μαγευτικά, που θα επιθυμούσε κανείς στ’ αλήθεια ο κόσμος όλος να ήταν ερείπια.
Κ Ιπ : Θυμήθηκα την εικόνα του Burne Jones «Ο Ερως μες τα ερείπια»: ήτον η ίδια ψυχική νότα, μόνο ακόμη πιό αισθητική, αν γίνεται, πιό μουσικά οδυνηρή.
Sun Knight: Το παράξενο ζευγάρι κάνει μεγάλους περιπάτους γιά ώρες μέσα σε ρομαντικά τοπία. Η μελαγχολία πλανιέται στην ατμόσφαιρα και τους σκεπάζει σαν άχρονη παραμυθένια ομίχλη, σαν την μελαγχολία στους πίνακες του Edward Burne-Jones. Ο νεαρός έλληνας αναφέρεται στην πρώτη και λιγότερο γνωστή εκδοχή του «Love among the Ruins» (1870-73) καθώς η δεύτερη δεν έχει ακόμη ζωγραφιστεί (1894). Σε μιά συμπτωματική αντιστροφή, στο ζευγάρι του πίνακα είναι ελληνίδα η γυναίκα: η Μαρία Ζαμπάκο, ερωμένη του μεγάλου ζωγράφου.



Κ Ιπ : …Μιλούσαμε σήμερα γιά τους Νιμπελούγκεν του Βάγνερ.
Μ Αυτ: Γιά μένα ο Βάγνερ είναι ένας λυτρωτής. Είναι η μουσική ενσάρκωσις μιάς γνώσεως των εσώτερών μας μυστικών..... Πρέπει να ξαναγυρίσωμε απ’εκεί πούρθαμε, στο πρωτογέννητο φλοίσβισμα του Ρήνου απ’ όπου γεννήθηκε το τραγούδι του Rheingold .
Sun Knight: Η Αυτοκράτειρα είναι φίλη και εξαδέλφη του Βαυαρού Βασιλιά Λουδοβίκου του Β’, λάτρη των γερμανικών μύθων και του Βάγκνερ. Ο «τρελός» Βασιλιάς έχει εδώ και χρόνια αυτοκτονήσει (1886) έχοντας αφήσει όμως πίσω του μιά βαριά ρομαντική παρακαταθήκη που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η μαυροφορεμένη νύμφη γνωρίζει τις Βαλκυρίες και έχει τραγουδήσει το «Τραγούδι των Νίμπελούνγκεν».
Μ Αυτ: Κυττάξτε αυτό το τοπίο, μου είπε, μ’ όλη τη δύναμη των ματιών σας, γιατί ίσως ποτέ πιά δε θα το ξαναδήτε έτσι.....
Κ Ιπ : Και ήπια την άνοιξη και μέθυσα ίσα μ’ ένα φρένιασμα θλιβερό, σα να μην είχα άλλην άνοιξη να ζήσω.....

Sun Knight: Κι εγώ μέθυσα και θλίβομαι. Θλίβομαι γιά τη μαύρη αυτοκρατόρισσα, θλίβομαι γιά τον καχεκτικό, ερωτευμένο ιππότη, θλίβομαι και γιά μένα, γιά την μικρόπρεπη πραγματικότητα και την κακή μου μοίρα να ζω σε αυτή την άθλια εποχή.



Καχεκτικός Ιππότης: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Ινσμπρουκ με θέμα του διδακτορικού του τον Σοπεγχάουερ. Βαρώνος-Ιππότης του Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ, αισθητιστής και σκηνοθέτης. Επασχε από παιδί από κύφωση. Δάσκαλος των Ελληνικών και συνοδός της Αυτοκράτειρας (1891-93). Πέθανε το 1911.
Μαύρη Αυτοκρατόρισσα: η Αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ. Ωραία και τραγική αμαζόνα. Οταν συναντά τον Χριστομάνο έχει ήδη χάσει δυό παιδιά της, τον πατέρα και την αδελφή της και τον άντρα που αγάπησε. Ντυμένη τότε πάντοτε στα μαύρα. Δολοφονήθηκε το 1898.
Τα αποσπάσματα: προέρχονται από Το βιβλίο της Αυτοκρατείρας Ελισάβετ, φύλλα ημερολογίου του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Στους διαλόγους και μονολόγους του εκφράζονται απόψεις γιά τον ‘Ομηρο και τον Σαίξπηρ, τον Νίτσε και τον Βάγκνερ, τον Χάϊνε και τον ‘Ιψεν, τον Δοστογιέβσκη και τον Τολστόϊ, τον Δάντη και τον Μπωντλαίρ, τον Αχιλλέα και τον Siegfried, τους Προραφαηλίτες. Η πρώτη έκδοσή του στη γλώσσα μας έγινε το 1908.

19/11/07

WAR FLAG OF THE SUN


Δεκαετία του '90.
Αναδρομή στο παρελθόν.

HEAVY METAL ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ.






War Flag of the Sun: Κυκλοφόρησαν 29 ένθετα τεύχη στο περιοδικό ΜΗ/ΗΜ.
WF 1 (MH/HM 69, Σεπ 1990), WF 2 (MH/HM 72, Δεκ 1990),
WF 3 (MH/HM 75, Μαρ 1991), WF 4 (MH/HM 78, Ιουν 1991),
WF 5 (MH/HM 81, Σεπ 1991), WF 6 (MH/HM 84, Δεκ 1991),
WF 7 (MH/HM 87, Απρ 1992), WF 8 (MH/HM 92, Σεπ 1992),
WF 9 (MH/HM 95, Δεκ 1992), WF 10 (MH/HM 98, Μαρ 1993),
WF 11 (MH/HM 101, Ιουν 1993), WF 12 (MH/HM 104, Σεπ 1993),
WF 13 (MH/HM 106, Νοε 1993), WF 14 (MH/HM 109, Φεβ 1994),
WF 15 (MH/HM 114, Ιουλ 1994), WF 16 (MH/HM 117, Οκτ 1994),
WF 17 (MH/HM 121, Φεβ 1995), WF 18 (MH/HM 125, Ιουν 1995),
WF 19 (MH/HM 130, Νοε 1995), WF 20 (MH/HM 133, Φεβ 1996),
WF 21 (MH/HM 136, Μαι 1996), WF 22 (MH/HM 141, Οκτ 1996),
WF 23 (MH/HM 143, Δεκ 1996), WF 24 (MH/HM 147, Απρ 1997),
WF 25 (MH/HM 153, Οκτ 1997), WF 26 (MH/HM 155, Δεκ 1997),
WF 27 (MH/HM 159, Απρ 1998), WF 28 (MH/HM 165, Σεπ 1998),
WF 29 (MH/HM 172, Απρ 1999).

12/11/07

ΤΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ

Αρχαϊκό μειδίαμα: έτσι αποκαλούν οι ειδικοί το ιδιαίτερο γνώρισμα της γλυπτικής τέχνης του 6ου π.Χ. αιώνα. Οι Έλληνες γλύπτες δοκιμάζουν το υλικό τους και προετοιμάζονται γιά τα συγκλονιστικά επιτεύγματα του επόμενου αιώνα. Ολα αλλάζουν, το μόνο που μένει αμετάβλητο είναι το αινιγματικό αυτό χαμόγελο στα χείλη των σμιλεμένων μορφών.
Οι δημιουργοί χαμογελούν γιατί πιστεύουν στην χαρά της ζωής, στη νεότητα και στην ομορφιά του κόσμου. Τα δημιουργήματα, Θεοί και Ήρωες, Κούροι και Κόρες, χαμογελούν γιατί διαισθάνονται την επερχόμενη τελειοποίηση της μορφής τους.
Αργότερα, στην Κλασική Εποχή, καθώς δημιουργούνται τα ιδανικά πρότυπα της ανθρωπότητας, το νεανικό μειδίαμα θα εξελιχθεί σε ώριμη έκφραση περισυλλογής, μέτρου, αρμονίας και τάξης.

Ανάμεσα στις εποχές, στη μετάβαση από την Ύστερη Αρχαϊκή στην Πρώιμη Κλασική Περίοδο, χρονολογούν οι ειδικοί έναν μαρμαρωμένο πολεμιστή (490-480 π.Χ.). Ξεχωρίζει ανάμεσα στα άλλα εκθέματα του μουσείου της Σπάρτης. Τον έχω θαυμάσει από κοντά κι έχω λάβει το κάλεσμα. Στο πρόσωπό του διατηρεί ακόμη το αρχαϊκό μειδίαμα, στην παραλλαγή του σπαρτιατικού ιδιότυπου: Είναι χαμόγελο ανωτερότητας γιατί μόνον οι Σπαρτιάτες ήταν βέβαιοι πως ποτέ δεν θα αντιμετώπιζαν ισάξιους αντιπάλους. Είναι επίσης χαμόγελο αποδοχής θανάτου γιατί μόνον οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν τον θάνατο στη μάχη, σαν μιά τελευταία πράξη ολοκλήρωσης των προτύπων που τους ανάθρεψαν.


Ο Ηράκλειτος διδάσκει πως «ψυχές σκοτωμένες στον πόλεμο είναι καθαρότερες από αυτές που πέθαναν από αρρώστια» και ο Τυρταίος προτρέπει:
«Μη φοβηθείτε το πλήθος των ανδρών
και μη δειλιάσετε μπροστά τους,
παρά κάθε άνδρας την ασπίδα του
ας φέρει ίσια μπροστά,
στην πρώτη τη γραμμή
ας αψηφήσει τη ζωή
και του θανάτου τα μαύρα πνεύματα
μες την καρδιά του ας αγαπήσει,
όπως του ήλιου τις αχτίδες
.
»

Ο οπλίτης τρέχει χαρούμενος προς το θάνατο γιατί ο θάνατος δίνει νόημα στη ζωή του. Το τελετουργικό μειδίαμα και τα μάτια που ατενίζουν το άπειρο, τονίζουν την συγγένεια με τους θεούς. Το μειδίαμα είναι ευγενικό και μακάριο. Ο οπλίτης τρέχει σε ιδανικές σκηνές μάχης που διαδραματίζονται σε κλασικές μετόπες, σε ζωφόρους και αετώματα, μάχες εξιδανικευμένες από τον ελληνικό ανθρωπισμό που μηδενίζει την απόσταση μεταξύ θεών και ανθρώπων.


Ξαναείδα πρόσφατα το μειδίαμα του Σπαρτιάτη στην δοξαστική, κινηματογραφική επανάληψη της μάχης των Θερμοπυλών. Μεταλλαγμένο, δαιμονικό, απειλητικό, παρέμενε πάντως συνεπής δήλωση περιφρόνησης προς το θάνατο και μου θύμησε τις οφειλές μου.


Ο θαυμασμός μου για την Σπάρτη εξελίχθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Η εφηβική λατρεία της πολεμικής αρετής των Δωριέων σταδιακά ωρίμασε σε μιά ηπιότερη θεώρηση του κόσμου και τελικά ο Περικλής ο Ξανθίππου, με τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του με κέρδισε προς την πλευρά των Αθηναίων.
Ομως, χθές και σήμερα και πάντοτε, όταν αναζητώ το αρχέτυπο των ηρώων, μόνον μιά εικόνα θολώνει το βλέμμα μου:

Βλέπω στην αρχή και στο τέλος του πολιτισμού μας τη μητέρα των μαχών ενάντια στους Γίγαντες και στους Τιτάνες του σύμπαντος. Βλέπω την προσωπική φρουρά του Απόλλωνα σε κατά μέτωπον επίθεση να μάχεται υπέρ πάντων. Ηλιακός Λόχος, Φάλαγγα από ορείχαλκο και πορφύρα, οι ορκισμένοι Τριακόσιοι με τις μακριές κόμες και τους κόκκινους μανδύες. Στο δεξιό τους άκρο, ο πολέμαρχος βασιλιάς με το ηλιακό έμβλημα στην ασπίδα. Δίπλα του οι δύο σωματοφύλακες Ολυμπιονίκες με επίσημα τα δόκανα των Διόσκουρων και κότινους της τιμής στις περικεφαλαίες.


Ολοι τους με το αρχαϊκό μειδίαμα, προσμένουν με χαρά
το θάνατο και τη δόξα.

4/11/07

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ

Ο Αντόνιους Μπλόκ είναι παλιός μου σύντροφος.
Σε μιά άλλη εποχή πολεμήσαμε μαζί τους Άραβες και τους Τούρκους. Τότε φοράγαμε τον Σταυρό, συνδετικό σύμβολο της χριστιανικής Ευρώπης, αν και περισσότερο πιστεύαμε στο σπαθί μας και λιγότερο στο Χριστό. Ο Αντόνιους Μπλόκ ήταν Σουηδός, ένας ιδεαλιστής στρατιώτης, που πάντα αναζητούσε την αλήθεια και το νόημα της ζωής. Πριν από επτακόσια τόσα χρόνια χωρίσαμε πικραμένοι και νικημένοι, αφήνοντας πίσω μας τους Άγιους Τόπους χωρίς ελπίδες επιστροφής.

Σε αυτή τη ζωή, τον ξανασυνάντησα καθυστερημένα στους δρόμους της τέχνης, πολύ μετά τον Δον Κιχώτη και τον Ιππότη του Ντύρερ, γι’ αυτό και τον αποκαλώ τρίτο ιππότη.
Ο Αντόνιους Μπλόκ, ο τρίτος ιππότης (του κινηματογράφου), έχει άλλωστε κοινά στοιχεία και με τους δύο άλλους (της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής): Χαρακτηρίζεται από τον ιδεαλισμό του πνευματικού τύπου του πρώτου, που αδιαφορεί γιά την πρακτική πλευρά των πραγμάτων χωρίς όμως να καταλήγει «ιππότης της ελεεινής μορφής». Ιππεύει όπως ο δεύτερος, ανάμεσα στον Θάνατο και τον Διάβολο χωρίς όμως την ακλόνητη πίστη και την περιφρόνηση που διακρίνει τον Γερμανό ιππότη.
Πριν λίγα χρόνια, στην ανοιχτή αίθουσα ενός θερινού σινεμά, έμαθα ποιά ήταν η κατάληξή του, στην κορυφαία ταινία Det Sjunde Inseglet του συμπατριώτη του Ingmar Bergman.


Ο αφηγητής διαβάζει την Αποκάλυψη του Ιωάννη :
«. . . Κι όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα έγινε σιγή στον ουρανό ώς μισή ώρα. Κι ύστερα είδα τους εφτά αγγέλους που στέκουνταν μπροστά στο Θεό και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες. . . »
Το πρώτο πλάνο μας δείχνει τον συννεφιασμένο ουρανό. Το άνοιγμα της έβδομης και τελευταίας σφραγίδας σηματοδοτεί την οριστικοποίηση των συμβάντων που οδηγούν στο τέλος του κόσμου.
Η κάμερα εστιάζει δίπλα στη θάλασσα: σε μιά πετρώδη ακρογιαλιά, ξεκουράζεται ο Σουηδός Σταυροφόρος παίζοντας σκάκι με τον εαυτό του, έχοντας δίπλα του το σπαθί του. Εχει μόλις επιστρέψει στην πατρίδα έπειτα από δέκα χρόνια περιπλάνησης, αδύναμος και χωρίς τις απαντήσεις που έψαχνε.
Εκεί, στα σύνορα της ξηράς με το υγρό στοιχείο, τον πλησιάζει απειλητικά ο μαύρος αγγελιοφόρος και τον καλεί στο τελευταίο του ταξίδι. O τέταρτος καβαλάρης της Αποκάλυψης, ο Θάνατος πάνω στο χλωμό του άλογο έχει ήδη ελευθερωθεί με το άνοιγμα της τέταρτης σφραγίδας.
Ο παλιός μου σύντροφος προτείνει στο Θάνατο μιά παρτίδα σκάκι: « Θά ζήσω όσο παίζουμε. Αν νικήσω θα με αφήσεις ». Προσπαθεί να κερδίσει λίγο χρόνο γιά να ξαναδεί το κάστρο του και ίσως για να απαντήσει στα χρόνια, μεταφυσικά του ερωτήματα.



Στο ζοφερό τοπίο της χριστιανικής μυθολογίας των σπασμένων σφραγίδων, καθώς επίκειται το τέλος του κόσμου κι εξαπλώνεται μιά επιδημία πανούκλας, ο Αντόνιους Μπλόκ ψάχνει τον Θεό ανάμεσα σε ιεροκήρυκες του φόβου και αρρωστημένους πιστούς, βρωμερούς χωριάτες και τρελαμένες μάγισσες.
Οπως λέει ο ίδιος, ζει στα όνειρα και στις φαντασιώσεις, δεν φοβάται να πεθάνει αλλά θέλει γνώση, όχι πίστη και υποθέσεις. Δεν βρίσκει δικαίωση στη ζωή που ορίζεται μόνον από τον θάνατο. Αγνωστικιστής που θέλει αλλά δεν μπορεί να πιστέψει, ψάχνει ακόμη και τον Διάβολο ώστε να τον ρωτήσει γιά την ύπαρξη του Θεού.
Η σωστή απάντηση γιά το νόημα της ζωής - αν και όχι γιά τον Θεό - έρχεται μέσα από την συναναστροφή με μιά «θεία» οικογένεια πλανόδιων γελωτοποιών. Η χαρά της ζωής βρίσκεται στα απλά πράγματα: στην υγεία, στην αγάπη της οικογένειας, στον δροσερό αέρα μιάς φωτεινής ημέρας, στην ομορφιά του φυσικού τοπίου.

















Οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι δεν είναι όμως συνηθισμένοι βιοπαλαιστές, είναι θεατρίνοι και τραγουδοποιοί. Ο άνδρας καλλιτέχνης βλέπει οράματα πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και μας υπενθυμίζει τον τρόπο που η Τέχνη μπορεί να σώζει. Ο κόσμος δικαιώνεται ως αισθητικό φαινόμενο και ο πρώην σταυροφόρος μπορεί να δικαιωθεί επίσης ως φρουρός των συνόρων, ως φύλακας της ομορφιάς του κόσμου, της τέχνης και της κοινότητας των απλών, άξιων ανθρώπων.
Ο ιππότης-φρουρός μέσα στο δάσος, με τη λαβή του σπαθιού προτεταμένη στον ώμο, χάνει φυσικά την παρτίδα με τον Θάνατο αφού όμως πρώτα έχει εξασφαλίσει την διαφυγή και σωτηρία του ζευγαριού των καλλιτεχνών.
Μέσα στην καταιγίδα, επιστρέφει στον πύργο του κι εκεί ο Θάνατος τον παίρνει και τον οδηγεί μαζί με τους άλλους χαρακτήρες του δράματος σ’ έναν εξόδιο, μακάβριο χορό.
Ο ευεργετημένος, οραματιστής καλλιτέχνης βλέπει την σκηνή από μακριά και την αποθανατίζει στη μνήμη του και στην δική μας σαν μιά τελευταία φωτογραφία υψηλής αισθητικής. Βεβαίως, το τέλος γιά μας είναι πάντα μιά νέα αρχή . . .


Δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω γενικά γιά το έργο, την εικονογράφιση και τους άλλους συμβολικούς χαρακτήρες. Αλλωστε ο πραγματιστής, κυνικός, γενναίος και άθεος ιπποκόμος Γιένς αξίζει μόνος του ένα ξεχωριστό κείμενο - η στάση του καμμία σχέση δεν έχει με τον χυδαίο ρεαλισμό πληβείου, τύπου Σάντσο Πάντσα.
Ηθελα μόνον να θυμηθώ τον παλιό μου συμπολεμιστή και να υποστηρίξω την προσωπογραφία, που τόσο πιστά κατέγραψε ο φακός της μηχανής του σκηνοθέτη.
Οπως λέει ταιριαστά κι ο Οσκαρ Γουάϊλντ μέσω του λόρδου Χένρυ, σε ένα από τα ευαγγέλια της αισθητικής μας: «Λατρεύω τις απλές απολαύσεις ... Είναι το τελευταίο καταφύγιο των σύνθετων ανθρώπων».

Η Εβδομη Σφραγίδα (1956): σκηνοθεσία και σενάριο του Ι. Μπέργκμαν, φωτογραφία του Γκούναρ Φίσερ, Αντόνιους Μπλόκ ο ηθοποιός Μαξ φον Σίντοβ.
Το απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: σε μεταγραφή του Γ. Σεφέρη.
Ευαγγέλιο της Αισθητικής: Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη.

22/10/07

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΗ ASSUNTA

Ο Χριστιανισμός, μέσα από τις γνωστές διαδικασίες που οδήγησαν στην παρακμή και το τέλος του αρχαίου κόσμου, απόμεινε τελικά η μοναδική θρησκεία της Ευρώπης.
Για να επικρατήσει όμως στα πλατιά λαϊκά στρώματα, μεταλλάχθηκε υιοθετώντας βασικά μυθολογικά θέματα του Ελληνικού Πολιτισμού. Κύριο τέτοιο θέμα είναι η γέννηση του Θεανθρώπου, που είναι γιός Θεού και θνητής γυναίκας.
Η θνητή αυτή γυναίκα, η Θεοτόκος Παναγία της τότε νέας θρησκείας, ενσαρκώνει το αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας - Λευκής Θεάς και με αυτή τη μορφή λατρεύεται στον χριστιανικό κόσμο. Στις φιλολογικές αναφορές και στις απεικονίσεις της στην ζωγραφική, τονίζεται η μητρική της φύση, ο πόνος και η αγάπη της σαν μάνα και ο μεσολαβητικός της ρόλος προς τον Θεάνθρωπο.

Με δεδομένη την παραπάνω τυποποίηση, μεγάλη ήταν η έκπληξη που μου προκάλεσε το εξαίσιο ποίημα «Παναγιά χωρίς Χριστό» του μέγιστου των Ρώσων ποιητών, όταν το πρωτοδιάβασα πριν χρόνια.


ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ
(απόδοση Γ. Αηδονόπουλου)

Μεσ’ το κελί το πέτρινο και το μοναχικό,
που σέρνουνταν τα βήματα
μιας θείας μελαγχολίας
τα μάτια μου πρωτάνοιξα
σε βλέμμα ευγενικό
της αρετής τριαντάφυλλο

και κρίνο της δειλίας.


Ο μοναχός Καλλίνικος
των εικοσιέξ χρονώ
που μέσ’ τα ράσα ετύλιξε

μια πικραμένη μοίρα
τα χρώματά του διάλεξε
μέσ’ απ’ το δειλινό,
και πήρε τα χλωμότερα
στον πλούσιό του χρωστήρα.

Τ’ άσπρα του χέρια χάραξαν
την απαλή γραμμή
και τα χλωμά του δάχτυλα
στεφάνωσε η τρεμούλα
και λύγισε το εξαίσιό του βυρωνικό κορμί
του μεσονύχτιου η κόπωση,
της ξαγρυπνιάς η βούλα.
Του δειλινού το σύννεφο
μου ’δωσε για ψυχή της νύχτας
την ασάλευτη σιωπή για χαμογέλιο
και μια και δε μου ταίριαζε
σκόρπισε ταραχή στα λυπημένα μάτια μου
μ’ ένα του χρώμα τέλειο.

Και χάραξε τα χείλη μου

στη ζωγραφιά χλωμά χείλη μητέρας,
που γελούν στο βρέφος της μ’ ελπίδα.

Μ’ άξαφνα
μπρος μου ο δόκιμος μισολυποθυμά
και τον ταράζει ο πειρασμός
ωσάν την καταιγίδα!

Και πριν καλοσυλλογιστεί
με φίλημα καφτό τα μητρικά τα χείλη μου
παθητικά σφραγίζει, τα χείλη αυτά
που το ’φερε παντοτινό γραφτό
μόνον ο Θεός να χαίρεται,
μόνον ο Θεός ν’ αγγίζει.

Τούτα που δεν ετόλμησε

ν’ αγγίξει ούτε ο Ιωσήφ
κι απόμειναν σα λούλουδα
με της δροσιάς τη γλύκα
που τα στεφάνωσε άδολη
με πίστη η παρθενιά

και μου απομείναν πλούτος μου
και μου απομείναν προίκα.

Μα τι να πω, που ήμουν κλειστή
σ’ ασάλευτη σιωπή;
Ν’ αντισταθώ δεν ημπορώ
τα χέρια μου δεμένα
σε λίγο ζωγραφίζεται
στα χείλη μου η ντροπή
με λίγες δέσμες χρώματα χλωμά
και ματωμένα.

Κι ο μοναχός Καλλίνικος
των εικοσιέξ χρονώ
έρχεται τα μεσάνυχτα
κι έρχεται την αυγούλα
για να χαρεί τα χείλη μου

κι εγώ ας πονώ, ας πονώ
και της τιμής μου ας είν’ πικρή
και δυνατή η τρεμούλα.

Φεύγει
κι ελπίδα μου γοργά πως ίσως θα βρεθεί
τ’ αγαπημένο μου παιδί
μέσα στην αγκαλιά μου,
στ’ άδικα το προσκάλεσε,
του κάκου το ποθεί
κι απ’ τον πικρό του χωρισμό
ματώνεται η καρδιά μου.

Ο μοναχός Καλλίνικος με θέλει μοναχή
δε νοιάζεται το τι θα ειπούν προσκυνητές
σα φτάσουν με βήμα σιγαλότατο
κι ευλάβεια στην ψυχή βουβοί,
ένας- ένας από μπρος μου
για ν’ αργοπεράσουν.

Κι εγώ βουβή δε θα μπορώ
μεσ’ τη σιωπή
κλειστή τη μοίρα ζώντας μυστικά
κάποιου δεμένου βράχου ναν τους ειπώ :

« Δεν είμαι εγώ μια Παναγιά σωστή
Μόν’ είμαι κάποιος έρωτας,
ενός παιδιού μονάχου ! »


Γιατί ο θαυμαστής του Βύρωνα, Αλέξανδρος Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (1799-1837), που υπογραμμίζω πως σκοτώθηκε σε μονομαχία για την τιμή της γυναίκας του, καταγράφει τον υποθετικό μονόλογο μιας άλλης Παναγίας. Ερωτική παράκρουση ενός ονειροπαρμένου μοναχού, η Παναγία αυτή χωρίς Χριστό και με ντροπιασμένα χείλη, σε προσκαλεί να την φανταστείς ζωγραφισμένη.

Ο μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης Τισιανός (Τiziano Vecellio, 1488-1576) δεν ήταν βέβαια μοναχός, αλλά ζωγράφισε την «Ανάληψη της Παρθένου» σε νεαρή ηλικία (1516-1518), στην ίδια περίπου ηλικία με τον αγιογράφο του ποιήματος του Πούσκιν.
Αν και το έργο θεωρείται αριστούργημα της θρησκευτικής τέχνης, στην ατμόσφαιρά του ο βιρτουόζος των χρωμάτων Τιτσιάνο μεταφέρει τον αισθησιασμό που τον διακρίνει όταν ζωγραφίζει γυμνή γυναικεία σάρκα στα μυθολογικά του έργα.
Η Θεοτόκος, νέα και όμορφη, σαν Λητώ, Σεμέλη, Αλκμήνη ανεβαίνει στους ουρανούς λουσμένη στο ηλιακό φως και με τα μάτια στραμμένα προς τον θεϊκό της σύζυγο. Αφροδίτη των Χριστιανών, αφήνει πίσω της τον γήινο κόσμο μέ συνοδεία από μικρούς έρωτες, προς την αγκαλιά του παντοκράτορα Δία.

Ο Ριχάρδος Βάγκνερ έβλεπε σε αυτήν την ανάληψη της Παρθένου, την δικιά του Ιζόλδη « σε ερωτική εξαϋλωση, σε μυστική ανάταση του έρωτα ». Ο συνθέτης έβλεπε τις ρομαντικές ιδέες του για έκσταση και λύτρωση, γιά ύψιστη μεταφυσική γνώση μέσω του έρωτα, να περνούν μέσα από τον χρωστήρα του μέγιστου των Βενετσιάνων ζωγράφων.

Υπενθυμίζω πως πηγή του θρησκευτικού αισθήματος στον Δυτικό Πολιτισμό είναι η αποκάλυψη του Θείου στο Ωραίο. Ο Πούσκιν κι ο Τιτσιάνο λειτουργούν σαν μεσολαβητές αυτής της αποκάλυψης.
Καλλίνικος σημαίνει Ωραίος Νικητής . . .


Η Ιζόλδη-Θεοτόκος: Εκτίθεται στη Βενετία στον ίδιο ναό που στεγάζει και τον τάφο του Τισιανού.

12/10/07

OI OYNNOI TOY CARPACCIO

Είναι κάποιες φορές, που απρόσμενα ένα μαγικό παράθυρο ανοίγει μπροστά στα μάτια μας, προς τα εσώτερα, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου.
Εκεί, μέσα στον κόσμο των Ιδεών, ανάμεσα στα αρχέτυπα, δοκιμάζεται η ικανότητά μας να ξεχωρίζουμε την αλήθεια και να μετράμε τον εαυτό μας.
Τα σπουδαία έργα τέχνης λειτουργούν συχνά σαν τέτοια ανοίγματα καθώς επιδρούν καταλυτικά πάνω στην προσωπική μας μυθολογία και δημιουργούν γέφυρες προς τους Θεούς και τους Ηρωες.
Ο καλλιτέχνης ανοίγει το δρόμο, ελευθερώνει το δημιούργημά του κι εμείς καλούμαστε πλέον να το ερμηνεύσουμε και να το εντάξουμε στο πολιτιστικό μας οπλοστάσιο.

Τριγυρνούσα πρόσφατα στην πινακοθήκη της Ακαδημίας στην Βενετία, όταν με έκπληξη βρέθηκα μπροστά σε ένα έργο του Βιττόρε Καρπάτσιο. Το είχα ξαναδεί παλιότερα, μια μικρή ασπρόμαυρη εικόνα που είχα προσπεράσει χωρίς δεύτερη ματιά καθώς διάβαζα μιά πραγματεία για τον Βενετικό Στρατό. Μέσα σε εκείνη την αίθουσα όμως, στις μεγάλες πραγματικές του διαστάσεις, ο πίνακας με χτύπησε με τέτοια δύναμη κάλλους που πραγματικά με συντάραξε.
Νηφάλιος αργότερα, προσπάθησα να ερμηνεύσω τι πραγματικά είδα εκείνη την ημέρα και ποιές ήταν οι συνιστώσες που προκάλεσαν τον βαθύ θαυμασμό μου, πέρα από την προφανή ζωγραφική ικανότητα του Καρπάτσιο.




Το έργο λέγεται «To Μαρτύριο των προσκυνητών και η κηδεία της Αγ. Ούρσουλας» και υπάγεται σε έναν ευρύτερο κύκλο εννέα πινάκων με θέμα τον «χρυσό θρύλο» της Αγ. Ούρσουλας, που ζωγράφισε ο Καρπάτσιο την τελευταία δεκαετία του 15ου αιώνα.
Η Αγία μαζί με τον Πάπα και μια πολυπληθή ακολουθία έντεκα χιλιάδων παρθένων, επιστρέφοντας από προσκύνημα στη Ρώμη, περνούν από την Κολωνία όπου και σφαγιάζονται από τους Ούννους πολιορκητές της πόλης.

Ο πίνακας του Καρπάτσιο μου αποκάλυψε μια διαβαθμισμένη επικάλυψη νοημάτων που θίγουν προσφιλή μου, σημαντικά θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, πέρα ίσως κι από τις προθέσεις του ίδιου του ζωγράφου.


Το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι η αισθητική δικαίωση του πολεμιστή.
Ο Μπωντλαίρ γράφει πως η ομορφιά του στρατιώτη πηγάζει από την ετοιμότητα προς θάνατο και σημάδι της είναι η φιλοπόλεμη ανεμελιά, κράμα γαλήνης και θράσους.
Στο μέσον του πίνακα μπορούμε να θαυμάσουμε σε πρώτο πλάνο τους περίφημους «Ούννους» του Καρπάτσιο.
Η κεντρική φιγούρα είναι ένας ξανθομάλλης τοξότης που έχοντας στρέψει την πλάτη στους θεατές σημαδεύει την πρωταγωνίστρια Αγία. Δίπλα του ένας μελαγχολικός σπαθοφόρος παρατηρεί τον στόχο με το στοχαστικό βλέμμα που είναι χαρακτηριστικό στα πρόσωπα του Καρπάτσιο.
Οι μορφές τους παραπέμπουν σε γνώριμες λογοτεχνικές αναφορές: χορευτές μέσα στη μάχη όπως λέει ο Νίτσε σ’ έναν διονυσιακό διθύραμβο, υπερήφανους δανδήδες όπως τους ορίζει ο Μπωντλαίρ, με την ανάγκη να πολεμήσουν και να καταστρέψουν την χυδαιότητα .
Αναρωτιέμαι βέβαια, πώς θα μπορούσα να θαυμάζω εγώ τους Ούννους, εγώ που πέθανα στην πρώτη γραμμή της λεγεώνας στα Καταλαυνικά πεδία, πολεμώντας για τη Ρώμη και τον Αέτιο;
Η απάντηση είναι εύκολη καθώς ο Καρπάτσιο αντί για Ούννους έχει ζωγραφίσει ελαφρά οπλισμένους Βενετούς στρατιώτες της εποχής του, stradiotti, που με την χάρη τους εισάγουν τον θεατή στο μεταφυσικό κόσμο της αισθητικής μας.


Για την θρησκεία αυτή, τη θρησκεία της Αισθητικής του Πολέμου, που ιεροφάντες της είναι οι Ιππότες του Μεσαίωνα, θα έχουμε πολλά να πούμε στο μέλλον.
Το μανιφέστο της συνοψίζεται στα λόγια του Πάρσιφαλ, στην αρχή ακόμη του έπους του Γκράαλ του Κρετιέν ντε Τρουά. Οταν o «γιός της χήρας», σαν απλοϊκός έφηβος αντικρίζει πρώτη φορά ιππότες μέσα στο δάσος, θαμπωμένος από την ομορφιά τους νομίζει πως είναι άγγελοι και πέφτει στα γόνατα να προσευχηθεί. Αργότερα, λέει στη μητέρα του πως είδε τα ωραιότερα πλάσματα που υπάρχουν, πιό όμορφα κι από τον ίδιο το Θεό κι όλους του τους αγγέλους.

Το δεύτερο ζήτημα που υποδηλώνεται είναι η μόνιμη διαμάχη μεταξύ Πάπα και Αυτοκράτορα, Εκκλησίας και Κράτους για την πρωτοκαθεδρία στον μεσαιωνικό κόσμο.
Πάνω από τον κεντρικό τοξότη κυματίζει ένα πολεμικό λάβαρο με στέμματα (σύμβολο το στέμμα για τον Αυτοκράτορα), ενώ ένα μικρότερο χριστιανικό λάβαρο (σύμβολο ο σταυρός για τον Πάπα) διακρίνεται να γέρνει πάνω από την προσευχόμενη Αγία. Εχουν περάσει σχεδόν δυόμιση αιώνες από τον μεγάλο ανεξίθρησκο ουμανιστή Φρειδερίκο τον Β΄ Χόενστάουφεν και τα βέλη των στρατιωτών του Καρπάτσιο μεταφέρουν ακόμη τις ιδέες του. Ο εγγονός του «Βασιλιά που κοιμάται μέσα στο βουνό» δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος ηγεμόνας που συγκρούστηκε με την Εκκλησία, είναι όμως επιθετικός πρόδρομος της Αναγέννησης μέσα στον Μεσαίωνα.
Γιατί σε μιά βαθύτερη ανάγνωση η σύγκρουση μεταφέρεται στην αλλαγή των μεγάλων εποχών, από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Η επιστροφή του πνεύματος στην κλασική αρχαιότητα και την ειδωλολατρική ελευθερία (οι «Ούννοι») ενάντια στον θρησκευτικό σκοταδισμό και την θεοκρατία (η Αγ. Ούρσουλα και ο Πάπας).

Η επόμενη αρχετυπική σύγκρουση που ξεκάθαρα τίθεται στον πίνακα είναι αυτή ανάμεσα στο ισχυρό και το ασθενές φύλο. Στον αρχαίο κόσμο εξιδανικεύεται η ομορφιά του άνδρα και όχι της γυναίκας, όχι βέβαια με τον χυδαίο σαρκικό τρόπο αλλά ώς επιφάνεια της εσωτερικής τελειότητας. Η ενσάρκωση της Ιδέας από τα ανώτερα βασίλεια, γίνεται στο αρσενικό και όχι στο θηλυκό στοιχείο. Η γλυπτική τελειοποιεί και διαιωνίζει το ανδρικό γυμνό κορμί των Θεών και των Ηρώων.
Από την άλλη πλευρά, οι χαμηλοβλεπούσες παρθένες του χριστιανικού θρύλου μεταφέρουν την εικόνα της προβηγγιανής ποίησης των τροβαδούρων, όπου μέσα από μιά μεταφυσική υπερεκτίμηση, η γυναίκα γίνεται «Κυρία» και μάλιστα ανώτερη από τον άνδρα.
Στην εξέλιξη και επέκτασή της, η υπερβατική ερωτική ποίηση πλάθει την εικόνα της Γυναίκας - Αγγέλου, φορέα του θεϊκού σχεδίου, που θα οδηγήσει τον άνδρα στην ηθική τελείωση και τη σωτηρία.
Τα βέλη των στρατιωτών του Καρπάτσιο μεταφέρουν επίσης την απάντηση του ωραίου, αρρενωπού πνεύματος προς την πρακτική, πεζή, θηλυκή άποψη γιά τη ζωή. Αγαπούμε και ποθούμε τις ωραίες γυναίκες αλλά αλλοίμονο στην ανθρωπότητα εάν επιτρέψουμε στην θηλυπρέπεια να τρέφει ψευδαισθήσεις ανωτερότητας.
Ο Αρθούρος Σοπεγχάουερ θεωρεί την «Κυρία» τερατούργημα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και γράφει μεγάλες αλήθειες στο περίφημο δοκίμιό του γιά τις γυναίκες.

Ολα τα παραπάνω είναι θέματα που συνεχώς θα επανέρχονται στις ιστορικές και πολιτιστικές αναδρομές μας. Γιά τις προθέσεις μου ο συγκεκριμένος πίνακας του Καρπάτσιο αποτελεί κατάλληλη εναρκτήρια ιδεολογική πλατφόρμα.
Με κάποιον αναπάντεχο τρόπο άλλωστε, προκάλεσε και την επιστροφή μου στην Πολεμική Σημαία.

2/10/07

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Πολεμική Σημαία κυματίζει ξανά στις επάλξεις, στο τέλος του Κόσμου, στα τελευταία σύνορα του Πολιτισμού. Θεός μας ο Ήλιος, δάσκαλός μας ο Φάουστ, πρότυπό μας ο Μπάυρον, σύντροφοί μας ο Δον Κιχώτης και ο Ιππότης του Ντύρερ. Εχθροί μας οι Βάρβαροι.

Μαζί θα υπερασπιστούμε όπως άλλοτε τις Αξίες του Πολέμου και της Τέχνης, την Τιμή του Πολεμιστή και την Θρησκεία του Ωραίου, τα σπασμένα Σπαθιά και τα σπασμένα Αγάλματα.
Μέσα στο χάος και την αναρχία, θα σταθούμε δίπλα στους λιγοστούς προμάχους του Ηλιου, χωρίς ελπίδες νίκης, χωρίς ψευδαισθήσεις αποδοχής... μόνον με χαρά, έπαρση και αρρενωπή διάθεση σύγκρουσης.

Ενας νέος κύκλος αρχίζει αλλά δεν ξεχνώ τους περασμένους. Αμυδρά διακρίνω μέσα στην ομίχλη του παρελθόντος το τέλος μιας εποχής που έγινε ποίημα.


Then loudly cried the bold Sir Bedivere :
‘Ah! my Lord Arthur, whither shall I go?
Where shall I hide my forehead and my eyes?
For now I see the true old times are dead
When every morning brought a noble chance,
And every chance brought out a noble knight.
Such times have been not since the light that led
The holy Elders with the gift of myrrh .
But now the whole Round Table is dissolved
Which was an image of the mighty world ,
And I, the last, go forth companionless,
And the days darken round me, and the years,
Among new men, strange faces, other minds.’

Ημουν εκεί τότε, ο τελευταίος της Ιπποσύνης.

Μόνος, ξένος ανάμεσα σε ξένους, να φοβάμαι των νέων καιρών την αρχή, ώσπου να καταλάβω πως τίποτα δεν είχε τελειώσει. Γιατί δεν θα υπάρχει τέλος όσο θα ζούμε στα όνειρα των πολιτισμένων ανθρώπων. Θα πεθαίνουμε στη μάχη με τη δύση του Ήλιου και ξανά θα γεννιόμαστε ετοιμοπόλεμοι κάθε πρωϊ. Καθώς ξημερώνει και μπροστά μας ανοίγεται ο νέος κόσμος, χαμηλώστε τις περικεφαλαίες, υψώστε τα δόρατα, ποθήστε τις Βαλκυρίες.
Θυμηθείτε τα λόγια του αθάνατου βασιλιά... απόψε θα δειπνήσουμε στον Αδη...

Για μας δεν υπάρχει παρόν. Νοσταλγούμε το παρελθόν και προσδοκούμε το μέλλον !





Οι στίχοι: Από την ποιητική συλλογή IDYLLS OF THE KING – THE PASSING OF ARTHUR του Alfred, Lord Tennyson.
Ο Πίνακας: The Last Atlantean, του Barry Windsor - Smith .